Του Γιώργου Ρήγα
Με μια ανακοίνωση, όπου μεταξύ άλλων χαρακτήριζε την υπηρεσία ως «ανεπανόρθωτα ελαττωματική», το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έκανε στις 31 Αυγούστου γνωστό πως σταματά την χρηματοδότηση προς την «Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή», γνωστότερη με το αγγλικό αρκτικόλεξο UNRWA. Η απόφαση κάθε άλλο παρά κεραυνός εν αιθρία ήταν. Ο Τραμπ και οι συνεργάτες του όχι μόνο είχαν επανειλημμένα εκφράσει την πρόθεση να διακόψουν τη σχετική ενίσχυση, αλλά επιπλέον παρακράτησαν τη μισή σχεδόν προβλεπόμενη πρώτη δόση για φέτος στην αρχή της χρονιάς. Η εν λόγω παρακράτηση, ύψους 65 εκατομμυρίων δολαρίων, με την πρόσφατη ανακοίνωση μετατράπηκε σε οριστική ακύρωση. Να σημειωθεί πως η ετήσια βοήθεια των ΗΠΑ στην UNRWA είναι της τάξης των 365 εκατομμυρίων δολαρίων με το συνολικό προϋπολογισμό της υπηρεσίες να ανέρχεται στα 1.2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Το πάγωμα της χρηματοδότησης της UNRWA, που δικαίως προκάλεσε τη μήνη των Παλαιστινίων, δεν πρέπει να ιδωθεί μεμονωμένα. Αντίθετα είναι άλλος ένας κρίκος στην αλυσίδα των πρωτοβουλιών της αμερικανικής διοίκησης προκειμένου να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας της λεγόμενης «Συμφωνίας του Αιώνα». Ο Τραμπ επί της ουσίας μετέρχεται τακτικών καρότου και μαστιγίου καθώς αφενός υπόσχεται μεγάλη οικονομική ανάπτυξη στους Παλαιστινίους σε περίπτωση που αποδεχθούν το σχέδιο του, και αφετέρου, όσο η ηγεσία τους αρνείται να διαπραγματευθεί, ψαλιδίζει ή παγώνει την υπάρχουσα και συμφωνημένη από χρόνια οικονομική βοήθεια. Και αυτό γιατί πιθανότατα ο Τραμπ αντιλαμβάνεται το Παλαιστινιακό με όρους κτηματαγοράς. Με άλλα λόγια, για τον ένοικο του Λευκού Οίκου οι Παλαιστίνιοι πάνω κάτω προσιδιάζουν σε ένα ξεροκέφαλο μικροϊδιοκτήτη που, σε σύγκρουση με το υποτιθέμενο μακροπρόθεσμο συμφέρον του, δεν παραχωρεί τη γη του στον ευκατάστατο γείτονα που και μεγάλο τίμημα προσφέρει, και είναι σε θέση να επενδύσει πλουσιοπάροχα στη μέχρι τώρα απαξιωμένη περιουσία. Σε αυτό το πλαίσιο ο Τραμπ, κάνοντας δηλαδή παράλληλη χρήση απειλών και γενναιόδωρων προσφορών, έφτασε στο σημείο να κάνει ότι δεν είχε τολμήσει κανένας προκάτοχος του. Και ας μη νομίσει κανείς πως οι Ομπάμα, Μπους και Κλίντον δεν ήξεραν πως σπαταλούσαν άνευ όρων κεφάλαια στην, κατά τον Τραμπ «ανεπανόρθωτα ελαττωματική» UNRWA. Κάθε άλλο, ήταν σε θέση όμως να αντιληφθούν το ειδικό βάρος και κύρος που φέρει η συγκεκριμένη υπηρεσία τόσο λόγω της δράσης της, όσο και εξαιτίας των ιδιαίτερων συνθηκών που οδήγησαν στην ίδρυση της.
Το πόσο ιδιαίτερη και ξεχωριστή περίπτωση είναι η UNRWA φαίνεται από το ό,τι αποτελεί διακριτή οντότητα από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Η UNRWA, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος, δεν είναι παρά το παράγωγο των «τύψεων» της διεθνούς κοινότητας μετά την αποτυχία του νεοσύστατου τότε ΟΗΕ να διαχειριστεί αποτελεσματικά την πρώτη σοβαρή μεταπολεμική κρίση. Αλλά ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά κάνοντας ένα μικρό ταξίδι πίσω στο χρόνο, και συγκεκριμένα στα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Ο κόσμος έχει μόλις βγει από τον καταστροφικότερο πόλεμο της Ιστορίας, έναν πόλεμο που συνοδεύτηκε από μια άνευ προηγουμένου δίωξη και βιομηχανική σφαγή του εβραϊκού στοιχείου της Γηραιάς Ηπείρου. Έναν πόλεμο που επίσης υπογράμμισε την αποτυχία της διεθνούς κοινότητας να αποτρέψει τη σύγκρουση στο πλαίσιο της Κοινωνίας των Εθνών. Ως εκ τούτου, μετά το 1945 θα γίνει μια καινούργια προσπάθεια συνεννόησης και διαβούλευσης των κρατών υπό την αιγίδα ενός νέου οργανισμού με διαφορετική αρχιτεκτονική και διαφορετικό όνομα, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών. Μοιραία λοιπόν ο ΟΗΕ θα είναι εκείνο το σώμα που θα κληθεί να διαχειριστεί το ζήτημα της Παλαιστίνης από την οποία οι Βρετανοί είχαν δρομολογήσει την αποχώρηση τους λόγω των σημαντικών οικονομικών ζητημάτων που αντιμετώπιζαν μετά τη σύγκρουση με τον Άξονα. Σε ένα άλλο επίπεδο, πολλοί Εβραίοι πρόσφυγες που αφενός δεν γίνονταν δεκτοί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, και αφετέρου ήταν απρόθυμοι να γυρίσουν στις πατρογονικές εστίες τους στην ανατολική Ευρώπη, κατευθύνθηκαν προς την Παλαιστίνη ενισχύοντας την εκεί εβραϊκή κοινότητα. Υπό αυτές τις συνθήκες ο ΟΗΕ, που στη σκιά του ολοκαυτώματος ένιωθε την ανάγκη να επιλύσει και το ζήτημα των Εβραίων, πρόκρινε τη διχοτόμηση της περιοχής σε ένα εβραϊκό και αραβικό κράτος αντίστοιχα. Το πρόχειρο σχέδιο, που ελάχιστα λάμβανε υπόψη την πρόσφατη ιστορία και δημογραφία των Αγίων Τόπων, λειτούργησε απλά ως θρυαλλίδα μιας σύγκρουσης που οδήγησε στον βίαιο διωγμό 700,000 περίπου γηγενών Αράβων.
Ο Σοπενχάουερ είχε πει ότι η ζωή συχνά μας φέρνει σε σταυροδρόμια όπου καλούμαστε να διαλέξουμε μεταξύ του πόνου που συνεπάγεται ο δύσκολος δρόμος και των τύψεων που συνοδεύουν το εύκολο μονοπάτι. Αναλογιζόμενοι πόσο όλων των ειδών οι εξουσίες κατά μήκος της Ιστορίας επένδυσαν στα βασανιστήρια και την καταστολή καταλαβαίνουμε ότι ο κανόνας θέλει τον άνθρωπο πιο επιρρεπή στο να διαλέγει τις τύψεις και συνακόλουθα να αποφεύγει τον πόνο. Δίνοντας στη διεθνή κοινότητα ανθρώπινες διαστάσεις μπορούμε να καταλάβουμε το δίλλημα στο οποίο βρέθηκε το 1949. Προσπαθώντας με προχειρότητα να επιλύσει ένα σύνθετο ζήτημα κατέληξε να δημιουργήσει ένα νέο και πολύ πιο μεγάλο πρόβλημα. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή ο ΟΗΕ όφειλε ή να αναλάβει μια σοβαρή πρωτοβουλία για να εφαρμόσει το Ψήφισμα 194 που αξίωνε την επιστροφή των Παλαιστίνιων προσφύγων στις εστίες τους, ή να προβεί σε ενέργειες που απλά θα περιέσωζαν την εικόνα του.
Πέρα από τις προκαταλήψεις και συμμαχίες των ισχυρών κρατών (σ.σ. εκείνο το χρονικό σημείο οι σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ απείχαν πολύ από τη στρατηγική ειδική σχέση που ισχύει σήμερα και άρχιζε να διαμορφώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1960) του οργανισμού, η όποια σοβαρή πρωτοβουλία συνεπαγόταν εκπόνηση σχεδίων και αποστολών που θα ανέτρεπαν τις προτεραιότητες της δεδομένης ιστορικής στιγμής. Προτεραιότητες τόσο σοβαρές όσο η ανοικοδόμηση της Ευρώπης και η μοιρασιά του κόσμου σε σφαίρες επιρροής. Μπροστά στην «επίπονη» προοπτική της ουσιαστικής παρέμβασης, η διεθνής κοινότητα επέλεξε την απραξία που προκαλεί «τύψεις» και για τη διαχείριση των οποίων δημιούργησε την UNRWA, μια ειδική υπηρεσία που θα αναλάμβανε να στηρίξει οικονομικά και υλικοτεχνικά τους εκτοπισμένους Παλαιστίνιους.
Λόγω των διεθνών ισορροπιών που επικρατούσαν το 1950 με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-ΕΣΣΔ η UNRWA προστατεύτηκε από το να εξελιχθεί σε οργάνωση σφραγίδα της Δύσης. Επιπρόσθετα, επειδή ήταν σημαντικό για τον νεοσύστατο ΟΗΕ να διαφυλάξει όσο ήταν δυνατό την αξιοπιστία του, εξασφαλίστηκε για την υπηρεσία σχετικά γενναία χρηματοδότηση και οι ΗΠΑ, ως η πιο ισχυρή οικονομία του πλανήτη, δεν μπορούσε παρά να βρίσκεται στην κορυφή των δωρητών. Έτσι εγκαινιάστηκε μια παράδοση δεκαετιών που ο Τραμπ ακύρωσε ελαφρά τη καρδία την περασμένη Παρασκευή.
Τον Μάιο του 1950, όταν δηλαδή η UNRWA ξεκίναγε επίσημα τη δράση της, ίσως η διεθνής κοινότητα να θεωρούσε το ρόλο της προσωρινό καθώς μια ενδεχόμενη επίλυση της αραβοϊσραηλινής διαμάχης θα σήμανε αυτομάτως και τη λήξη της εντολής της. Τα πράγματα όμως κάθε άλλο παρά έτσι εξελίχθησαν με αποτέλεσμα η UNRWA να γίνει ένας βασικός παράγοντας του ευρύτερου παλαιστινιακού ζητήματος τα τελευταία 70 χρόνια. Μάλιστα ένας παράγοντας με βαρύνοντα λόγο. Και αυτό γιατί η UNRWA αφού κατέγραψε τους Παλαιστίνιους πρόσφυγες σε Γάζα, Δυτική Όχθη (σ.σ. οι δύο περιοχές έως το 1967 άνηκαν σε Αίγυπτο και Ιορδανία αντίστοιχα), Λίβανο, Συρία και Ιορδανία στη συνέχεια επωμίστηκε τη στέγαση, περίθαλψη και εκπαίδευση τους. Μάλιστα εξελίχθηκε και σε σημαντικό εργοδότη καθώς πολλοί Παλαιστίνιοι δούλεψαν και δουλεύουν στις διάφορες διευθύνσεις της.
Έχοντας λοιπόν πρωτογενή γνώση της κατάστασης των προσφύγων η UNRWA δημοσίευε και δημοσιεύει τακτικές και έκτακτες εκθέσεις που η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να απορρίψει ως προπαγάνδα. Με άλλα λόγια, το ότι η Γάζα δεν θα είναι κατοικήσιμη το 2020 έχει περισσότερη βαρύτητα όταν το λέει ο ΟΗΕ μέσω της UNRWA και όχι, για παράδειγμα, κάποιο τοπικό υπουργείο που λειτουργεί υπό την αιγίδα της Χαμάς. Και είναι ακριβώς αυτού του είδους οι εκθέσεις και οι αναφορές που κάνουν τον Τραμπ να μιλά για «ανεπανόρθωτα ελαττωματική» πορεία της διεθνούς υπηρεσίας.
Ο άλλος λόγος που η αμερικανική κυβέρνηση θέλει να υπονομεύσει την UNRWA είναι γιατί βασικό συστατικό της «Συμφωνίας του Αιώνα» αποτελεί η αποτροπή επιστροφής προσφύγων στις εστίες τους μέσω της δραστικής μείωσης όσων σήμερα είναι καταγεγραμμένοι ως πρόσφυγες. Αν η UNRWA, που έχει την ευθύνη για την καταγραφή, παρακαμφθεί ή, ιδεατά, αναγκαστεί υπό το βάρος των οικονομικών πιέσεων να αναθεωρήσει σημαντικά προς τα κάτω τον αριθμό των προσφύγων, τότε ένας άλλος σκόπελος προς αυτό που το επιτελείο Τραμπ θεωρεί ως ειρηνική διευθέτηση θα έχει επιτυχώς ξεπεραστεί.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι πιθανότητες επιτυχίας έχει η συγκεκριμένη τακτική του Λευκού Οίκου. Η απάντηση είναι πως μάλλον ελάχιστες και αυτό γιατί η UNRWA δεν είναι ένα σώμα που συστάθηκε χθες για να μπορεί τόσο εύκολα να καταργηθεί ή να μεταρρυθμιστεί εκ βάθρων. Αντίθετα η UNRWA δραστηριοποιείται για 70 σχεδόν χρόνια και από το 1995 έχει μεταφέρει τα κεντρικά της γραφεία από τη Βιέννη στη Γάζα, εκεί δηλαδή που υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση Παλαιστινίων προσφύγων. Η UNRWA συνέχισε το έργο της και μετά την κατάληψη της περιοχής από τη Χαμάς. Το Ισραήλ μάλιστα ουδέποτε απαίτησε την έξωση της υπηρεσίας παρά το σκληρό εμπάργκο που επέβαλλε στη Γάζα το 2007. Το να περιμένει λοιπόν κανείς η UNRWA να αναθεωρήσει την «ελαττωματική» της πορεία επειδή δυσαρεστήθηκε ο Τραμπ είναι απλά ουτοπικό. Η υπηρεσία θα συνεχίσει να λειτουργεί με προβλήματα και δυσκολίες ενώ μέρος της απώλειας της αμερικάνικης βοήθειας θα καλυφθεί από άλλες χώρες διότι μια ξαφνική κατάρρευση της θα συμπαρέσυρε με μαθηματική ακρίβεια τη ζωή στη Γάζα φέρνοντας όλους τους εμπλεκόμενους ενώπιον μιας καθόλα ανεπιθύμητης και μη διαχειρίσιμης κατάστασης.