Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία τεκμηριωμένη και ενδελεχή καταγραφή της κανονικοποίησης του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα σήμερα. Συνδυάζει την εξαντλητική τεκμηρίωση με το πρωτογενές υλικό, και στην περίπτωση των ΜΜΕ την κωμικοτραγική αποδελτίωση επεισοδίων ακροδεξιάς ρητορικής, είτε από τον χώρο της δηλωμένης ακροδεξιάς είτε από το εξτρεμιστικό κέντρο. Έχει μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μεθοδολογική απόφαση να μελετηθεί το φαινόμενο από την οπτική γωνία των ίδιων των θεσμών που αναλύονται.

Θα ήθελα να υπενθυμίσω ένα στοιχείο που προσωπικά βρίσκω συγκλονιστικό. Όταν η Χρυσή Αυγή μπήκε για πρώτη φορά στο κοινοβούλιο, υπήρξε ένα σοκ στην ελληνική κοινωνία και ιδίως στους κόλπους της Αριστεράς.

Δεν νομίζω ότι πολλοί θυμούνται σήμερα ότι η κυρίαρχη ανάλυση για το φαινόμενο ήταν ότι ο κόσμος είχε γοητευτεί από τον αντισυστημικό λόγο της Χρυσής Αυγής, αλλά δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι πρόκειται για ναζιστές.

Το επιχείρημα ήταν ότι μόλις ο κόσμος αντιλαμβανόταν τι όντως πρεσβεύουν αυτοί οι άνθρωποι, θα τους γύριζε την πλάτη. Υπήρχε κάτι ανάμεσα σε ανάλυση και ευσεβή πόθο, που θεωρούσε πώς αυτή ήταν μία αυθόρμητη ψήφος διαμαρτυρίας με αντισυστημικά χαρακτηριστικά, που είχε κατά λάθος παραβλέψει τον εγκληματικό χαρακτήρα των ναζιστών.

Ξεκινήσαμε λοιπόν από αυτήν την αφέλεια και καταλήξαμε ως εξής: η Χρυσή Αυγή δεν κατέρρευσε εκλογικά ούτε μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ούτε καν μετά την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία του.

Όταν μιλάμε λοιπόν για την κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου θα πρέπει να συμφιλιωθούμε με το ότι δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με το γεγονός ότι ο Μπογδάνος και ο Κασιμάτης εκφράζονται με τρόπο που γειτονεύει με τον Στέφανο Χίο. Υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό της κοινωνίας που αν τους πεις ότι δολοφόνησαν αντιφασίστα δεν έχει πρόβλημα, όπως δεν είχε πρόβλημα όταν η αστυνομία έριξε περισσότερες από 30 σφαίρες στον Νίκο Σαμπάνη ή όταν κλωτσούσε τον Ζακ μέχρι θανάτου στο πεζοδρόμιο της Γλάδστωνος. Αυτή η διάχυση των ιδεών της ακροδεξιάς στην κοινωνία αναλύεται ενδελεχώς, βιβλιογραφικά και ερευνητικά, μάλιστα και σε πεδία που έχουν μελετηθεί συγκριτικά λιγότερο, όπως οι Ένοπλες Δυνάμεις και ιδίως οι έμφυλες πολιτικές ταυτότητας.

Στο βιβλίο του με τίτλο Άγρια ιστορία για μεγάλα παιδιά ο Κωστής Παπαϊωάννου μάς θυμίζει ότι η καταστροφή και λεηλασία του εβραϊκού νεκροταφείου στη Θεσσαλονίκη δεν έγινε μόνο από τους Γερμανούς. Η γερμανική κατοχή ήταν το πλαίσιο. Στη συνέχεια μάς λέει ότι «μαρμαρογλυπτες, εκκλησιαστικές επιτροπές, επιτροπές σχολείων, ακόμη και εκπρόσωποι του κρατικού θεάτρου παρουσιάζονταν στα συνεργεία του νεκροταφείου και παραλάμβαναν πλάκες και τούβλα. Σημειώθηκε ακόμα και τυμβωρυχία, εκταφή νεκρών, αναζήτηση χρυσών δοντιών».

Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει κατανόηση της διείσδυσης των ακροδεξιών ιδεών στην ελληνική κοινωνία, χωρίς ένα οδυνηρό κοίταγμα στον καθρέφτη.

Η βίαιη εισβολή της Χρυσής Αυγής στο προσκήνιο δεν είναι “απλώς” η προέκταση αυτής της κανονικοποιησης. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο να το πει κανείς, διότι θα υποβάθμιζε την τεράστια διαφορά, διαφορά ζωής και θανάτου, που εμφανίζεται όταν στην ακροδεξιά ρητορική προστεθούν Τάγματα Εφόδου. Όμως αυτή η πολιτική εξάπλωση δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συγγένεια αυτών των ιδεών με πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.

Το βιβλίο τελειώνει με τη φράση «η κανονικοποίηση της ακροδεξιών αντιλήψεων ίσως αποτελεί την πιο σημαντική και ανησυχητική κληρονομιά της Χρυσής Αυγής». Εκτιμώ ως προς αυτό ότι έχουμε στα χέρια μας ένα έργο αναφοράς για την κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου.

Διαβάστε τα υπόλοιπα κείμενα :