της Ιωάννας Λιούτσια
Ηθοποιού/σκηνοθέτη, υποψ.διδακτορα τμ. Θεατρικών Σπουδών
Τίποτα από αυτά δε συνέβη στην παράσταση του Rodriguez. Παρόλο που το δελτίο τύπου αναφέρει ότι διαδραματίζεται σε ένα δυστοπικό, όχι πολύ μακρινό μέλλον (2028), προσωπικά αισθάνθηκα πως αυτό που παρακολουθούμε είναι ήδη παρόν εδώ και μερικά χρόνια. Διάλυση δημόσιας υγείας, γυναικοκτονίες, κατάργηση του δικαιώματος στην άμβλωση, νομιμοφανείς εκτροπές της δημοκρατικής συνταγματικής παράδοσης, καταστολή της ελευθερίας του τύπου, στιγματισμός και οριοθέτηση των μειονοτήτων και πόσα άλλα ζητήματα που θίγει το εξαιρετικό κείμενο της παράστασης, λεπτοδουλεμένο στην εντέλεια και με έμφαση στη διαλεκτική των απόψεων.
Η πλοκή του έργου ξετυλίγεται γύρω από μία οικογένεια που όλοι ανεξαρτήτως φύλου, για όσο βρίσκονται σ’ αυτό το μέρος στην εξοχή, έχουν το όνομα Καταρίνα και είναι ντυμένοι με ρούχα που παλιότερα φορούσαν οι γυναίκες στα χωριά. Σταδιακά μαθαίνουμε πως η οικογένεια αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και μια οργάνωση που κάθε χρόνο σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία σκοτώνει έναν «φασίστα». Η ιδιόρρυθμη οικογενειακή παράδοση ξεκίνησε το 1954, όταν –κι εδώ η μυθοπλασία συναντά την ιστορία, καθώς τα παρακάτω είναι αληθινά γεγονότα– σε μια πορεία ενάντια στη δικτατορία του Σαλαζάρ δολοφονήθηκε η 26χρονη αγρότισσα Catarina Eufémia. Από τότε η προγιαγιά της οικογένειας ορκίστηκε και όρκισε και τις κατοπινές γενιές να τιμωρούν τους φασίστες, να αποδίδουν δικαιοσύνη για χάρη όσων σκοτώθηκαν από φασίστες, να μη σιωπούν μπροστά στην αδικία και να μη διστάζουν να πληγώσουν για να κάνουν το καλό.
Η τελευταία αυτή νουθεσία-προσταγή της προγιαγιάς αρχίζει να αμφισβητείται από τη νεαρή Καταρίνα που είναι η σειρά της να σκοτώσει. Για το μεγαλύτερο μέρος της παράστασης παρακολουθούμε έναν αγώνα επιχειρημάτων και σκέψεων που λίγο-πολύ μας έχουν απασχολήσει όλους. Πώς απαντάμε στη βία; Ποια είναι τα εργαλεία που έχουμε για να αντιμετωπίσουμε τον φασισμό; Με γλώσσα και προβληματισμούς του σήμερα, ο Rodriguez εμβαθύνει πραγματικά στο ζήτημα της αναχαίτισης της ακροδεξιάς, αναφερόμενος μάλιστα με σαφήνεια και στους κεκαλυμμένους τρόπους άσκησης της βίας στις μέρες μας μέσω της οικονομίας, της εργασίας κ.λπ.
Όμως, όσο η αριστερά αναλώνεται σε μεταξύ της διαφωνίες τόσο στο τέλος αφήνονται να επικρατήσουν οι εθνικιστές. Στο τέλος της παράστασης, ένας «φασίστας» βγάζει επί αρκετή ώρα μετωπικά στο κοινό με ανοιχτά τα φώτα πλατείας έναν μονόλογο που αρχίζει από μία πραγμάτευση της έννοιας της ελευθερίας, περνάει στο ότι έχει την πλειονότητα των ψηφοφόρων με το μέρος του, και από εκεί και μετά καταλήγει σε έναν άκρατο λόγο με ιδέες και λέξεις που θα έπρεπε να μας τρομάζουν, αλλά πολύ φοβάμαι πως τις έχουμε συνηθίσει. Όπως έχουμε συνηθίσει και κανονικοποιήσει επίσης, όπως λέει ο σκηνοθέτης στο σκηνοθετικό του σημείωμα, τις λέξεις «ακροδεξιός», «εθνικιστής», «λαϊκιστής» κ.λπ., και γι’ αυτό επιλέγει να χρησιμοποιήσει ως έναν πιο γενικευμένο όρο, που ακόμη κάπως ενοχλεί, τη λέξη «φασίστας». Είναι αλήθεια πως παρά τα «ακραία» που άκουγα επί σκηνής, σκεφτόμουν ότι ο ηθοποιός που τα εκφράζει, όσο καλός και να είναι (που ήταν), δεν μπορεί να πλησιάσει την ανατριχίλα που προκαλούν παρόμοια λόγια που εκφράζονται σήμερα στη χώρα μας αλλά και αλλού από ανθρώπους σε θέσεις εξουσίας. Έλειπε από τον ηθοποιό αυτή η παντελής αδιαφορία, η αλαζονεία και μερικά ακόμη παρεμφερή χαρακτηριστικά που περιγράφουν μια πλειάδα προσώπων της πολιτικής σκηνής με αντίστοιχες ιδέες.
Στο σημείο αυτό λειτούργησαν προσθετικά ως προς την πρόσληψη του μονολόγου οι υπέρτιτλοι. Όταν ο φασίστας αναφερόταν στη Nova Republica που σκόπευε να εγκαθιδρύσει το κυβερνών κόμμα στο οποίο ήταν βουλευτής, στο πλαίσιο της οποίας θα πραγματοποιούνταν όλα αυτά τα… όμορφα που σχεδίαζαν, η μετάφραση στα αγγλικά έγραφε New Republic και στα ελληνικά Nέα Δημοκρατία. Καταλαβαίνετε πως αυτό προκάλεσε το γέλιο των θεατών, αλλά ελπίζω να λειτούργησε και σε ένα βαθύτερο επίπεδο ως προς τη συνειδητοποίηση της παράστασης.
Ο μονόλογος του φασίστα προκάλεσε όμως κι άλλες αντιδράσεις στο κοινό. Κάποιοι φώναζαν “Mátalo” (σκότωσ’ τον), άλλοι καλούσαν τους ηθοποιούς να τον σταματήσουν, να τον «πυροβολήσουν», άλλοι σφύριζαν, άλλοι χειροκρότησαν και κάποιος είπε: «μα καλά, δεν έχετε ξαναπάει θέατρο;». Πόσο θέατρο ήταν αυτό στην πραγματικότητα όμως; Έχοντας ανοίξει τα φώτα πλατείας, με τον ηθοποιό που υποδύεται τον «φασίστα» να μας απευθύνεται ευθέως και τους υπόλοιπους ηθοποιούς να στρέφουν το βλέμμα τους μία σε εκείνον, μία σ’ εμάς, νομίζω ότι ο κόσμος που αντέδρασε εκπλήρωνε ακριβώς το όραμα του Rodriguez. Σε όλη την παράσταση ο Rodriguez έπαιζε με τον Μπρεχτ, όχι μόνο χρησιμοποιώντας σκηνοθετικές τακτικές του (όπως και στο τέλος), αλλά αναφερόμενος πολλαπλώς και στο συγγραφικό του έργο και κυρίως σε φράσεις που σχετίζονταν με το πώς μπορείς να σταματήσεις την αδικία, ή πως, αν την υπομένεις, είσαι κι εσύ συνένοχος των καταπιεστών.
Επομένως, οι αντιδράσεις από το κοινό ήρθαν, για εμένα, ως το επιστέγασμα που ολοκληρώνει όχι μόνο την παράσταση αλλά και τον ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με τον Μπρεχτ (θυμίζω ότι ο Μπρεχτ ήθελε το κοινό να είναι ζωηρό και να αντιδρά σ’ αυτά που βλέπει κι όχι να βυθίζεται ως παθητικός θεατής).
Αναρωτιόμουν κατά τη διάρκεια της παράστασης αλλά και μετά: τι θα συνέβαινε αν κάποια Ελληνίδα καλλιτέχνις* ανέβαζε στη χώρα μας μια παράσταση με τέτοιον τίτλο και με τέτοιο αιχμηρό περιεχόμενο; Ποια είναι η κατάσταση στην Πορτογαλία που επιτρέπει στον Rodriguez να μιλά κατ’ αυτόν τον τρόπο; Η παράσταση δημιουργήθηκε το 2020 κι αποτελεί συμπαραγωγή πολλών ευρωπαϊκών θεάτρων. Μπορεί στην Πορτογαλία να μπήκε ακροδεξιό κόμμα στη βουλή μόλις με τις εκλογές του 2022, αλλά, όπως λέει κι ο «φασίστας» στην παράσταση, στην Ευρώπη υπάρχουν πολλά κινήματα σαν τα δικά τους. Στη δική μας χώρα πολύ αμφιβάλλω αν καλλιτέχνες της εμβέλειας του Rodriguez θα αποπειρώνταν κάτι ανάλογο, γιατί εδώ, η βουλή είναι αυτή που ο σκηνοθέτης τοποθετεί στο «δυστοπικό μέλλον».
Βγαίνοντας από το θέατρο ήμουν με κάποιον τρόπο ενδυναμωμένη. Πίστεψα ξανά στη δύναμη που μπορεί να έχει το θέατρο, στη δύναμη που μπορεί να έχουν οι λέξεις. Με όπλο τις λέξεις αποφάσισα να γράψω αυτό το άρθρο, καθώς θεωρώ πως πρόκειται για μία στιβαρή παράσταση, που είναι και γεννά πολιτική πράξη, μέσα από την αντίδραση του κοινού ή τη γενικότερη στάση του –υπήρχαν και κάποιοι που αποχώρησαν κατά τη διάρκεια, ίσως διαβάζοντας το δελτίο τύπου που αναφερόταν σε δυστοπικά ολοκληρωτικά καθεστώτα να ενοχλήθηκαν από τη σύνδεση (νεο)φασισμού και ελεύθερης αγοράς, ποιος ξέρει. Όμως, εκείνο που με νοιάζει περισσότερο είναι πώς μπορούν οι εκάστοτε λέξεις, η παράσταση κ.λπ. να φτάσουν σ’ εκείνους που τις έχουν ανάγκη; Στην παράσταση ακούσαμε το οφθαλμοφανές: εκεί που ο άνθρωπος νιώθει ξεχασμένος, παρατημένος, ότι δεν έχει ελπίδα και μέλλον, εκεί τον βρίσκει εύκολα ο φασισμός. Πώς μπορούμε, όμως, να βρούμε τον άνθρωπο πρώτα εμείς;
Θα ήθελα να κλείσω μ’ ένα μικρό αλλά σημαδιακό ενσταντανέ της χθεσινής πρεμιέρας. Κάποια στιγμή, στον τελευταίο μονόλογο του «φασίστα», μία φωνή από το κοινό φώναξε: «Πόσο ακόμη θα τον ακούτε;». Ακριβώς αυτό. Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκα ότι η ατάκα αυτή βγήκε μέσα από τα σπλάχνα του έργου, την προκάλεσε το ίδιο το έργο, γιατί αυτό είναι το ερώτημα που πρέπει να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας φεύγοντας.
Πόσο ακόμη θα τους ακούμε;
*Για ευκολία, χρησιμοποιώ το θηλυκό γένος, αλλά εννοούνται όλα τα φύλα.