Του Άρη Βασιλά
Μετά το τέλος της Χούντας, ο ρυθμός εναλλαγής των κυβερνήσεων στην Ελλάδα… παρέμεινε στα επτά χρόνια. Νέα Δημοκρατία αρχικά, πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου κατόπιν, κράτησαν περιοδικότητα επταετίας. Φαίνεται πώς πολλοί ψηφοφόροι, παρά μια πρώτη απογοήτευση, δεν μπορούσαν να ομολογήσουν ότι άλλαξαν γνώμη πιο σύντομα. Η κανονικότητα άλλαξε με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, καθώς το μείγμα της επέλασης εγχώριου νεοφιλελευθερισμού και διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αποδείχθηκε πολύ βαρύ για τους απροετοίμαστους και μετανοημένους πολίτες. Η επταετία φαινομενικά δεν ίσχυσε ούτε για τη δεύτερη εποχή ΠαΣοΚ, αλλά… παραλίγο. Οι εκλογές του 2000 κερδήθηκαν εντελώς οριακά και μόνο χάρη στη σύμπτωση της τρελής κούρσας του χρηματιστηρίου, της επικείμενης εισόδου στο ευρώ, της επερχόμενης Ολυμπιάδας και της υποστήριξης ΜΜΕ ακόμα και της αντίπαλης παράταξης στο Σημίτη! Η κυβέρνηση Καραμανλή, τέλος, δεν κράτησε τα «δικά της» επτά χρόνια, λόγω τακτικής ή και έντρομης φυγής μπροστά στα προμηνύματα της θύελλας της οικονομικής κρίσης – αλλά υπό ομαλότερες συνθήκες εκεί θα στόχευε.
Με την κρίση του 2010, οι κύκλοι των κυβερνήσεων μειώθηκαν απότομα προς τα δυόμιση χρόνια – τόσο περίπου κυβέρνησαν Γιώργος Παπανδρέου και Αντώνης Σαμαράς. Η αντοχή των ψηφοφόρων εξαντλείται πλέον πολύ γρήγορα: Τον πρώτο χρόνο ή συγχωρούν ή δε θέλουν να παραδεχθούν τόσο γρήγορα ότι έκαναν λάθος, αλλά στο δεύτερο βλέπουν ρεαλιστικά το… μαύρο χάλι διαρκείας και την έλλειψη προοπτικής της χώρας και τιμωρούν αυτόν που επιμένει ότι τα πράγματα έχουν πάρει το δρόμο τους και όπου να’ ναι θα πάνε καλά. Μάλιστα, μέσα στην κρίση, και οι μήνες μετράνε: Για παράδειγμα φαίνεται πώς ο χειρότερος μήνας για τις πρόσφατες κυβερνήσεις ήταν πάντα ο Απρίλιος, για να επιβεβαιωθεί και το «April is the cruelest month” του Τ.Σ. Έλιοτ. Είναι ο μήνας που δεν έχει ιδιαίτερα έσοδα, φόρος εισοδήματος δεν μπαίνει στα ταμεία, τα έξοδα τρέχουν και οι αριθμοί στον απολογισμό της προηγούμενης χρονιάς έχουν φευ διορθωθεί – μαζί με όλες τις παρηγορητικές ψευδαισθήσεις. Οπότε αν δώσουμε βάση σε όλα αυτά τα νούμερα (λέμε τώρα), η παρούσα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ θα πέσει γύρω στον Απρίλιο του 2017! Η συγκυρία ταιριάζει και με την πρόβλεψη της πλειοψηφίας των αναλυτών για την πορεία της Ευρωζώνης: Φέτος θα πετύχει μια σχετική σταθερότητα (στασιμότητα θα το έλεγαν άλλοι), αλλά καθώς δε θα έρθει καμία άξια λόγου ανάκαμψη, θα μπουν και οι βάσεις για μια νέα μικρή ή μεγάλη κρίση εντός του 2017.
Όλα αυτά είναι παιγνίδια με υποθέσεις και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αλλά ο δραματικός περιορισμός του κυβερνητικού κύκλου είναι γεγονός. Και μάλιστα όχι εύκολα αναστρέψιμο, καθώς μετά το 2021, θα ξοδεύουμε 8% του ΑΕΠ μας στην εξυπηρέτηση του χρέους, με πρόβλεψη να πέσει στο 4% μόλις το 2034! Αυτός ο… λαμπρός σχεδιασμός, σε συνδυασμό με την μόνιμα προβληματική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα οδηγήσει τους ψηφοφόρους σε ακόμα μικρότερη ανοχή και μεγαλύτερη μάλλον απαίτηση ανακλητότητας από τους πολίτες της κυβερνητικής πολιτικής και των συνεπειών της. Μια τέτοια δυναμική θα έδινε την ευκαιρία σε εντελώς νέα κόμματα από outsiders να διεκδικούν ενίοτε με αξιώσεις την εξουσία, αλλά θα έβαζε και κάποια από τα υπάρχοντα κόμματα στον πειρασμό (θεός φυλάξοι) να επιχειρήσουν να πρωτοτυπήσουν και να πραγματοποιήσουν τις υποσχέσεις τους, ρισκάροντας και δοκιμάζοντας νέες λύσεις. Μόνο όποιος διαφέρει, θα εξαντλεί λοιπόν τις τετραετίες του; Θα μου πείτε, γιατί όχι; Εδώ που έχουμε φτάσει, ας επικρατήσει μια πιο «καυτή» και συμμετοχική πολιτική, μπας και προετοιμάσει το έδαφος για πιο τολμηρές και δημιουργικές λύσεις. Ναι μεν, αλλά θα υπάρξει αντίδραση από όσους δεν έχασαν από την κρίση…
Υπάρχει ένας αριθμός της κρίσης που έχει εντυπωσιάσει αναλυτές και πανεπιστημιακούς σε όλο τον πλανήτη: 41,5%. Τόσο αυξήθηκε το μερίδιο του 1% πιο πλούσιων Ελλήνων στο εθνικό ΑΕΠ, τα τελευταία 6 χρόνια. Οι άνθρωποι αυτοί δε βιάζονται: Προτεραιότητά τους είναι η… «ασφαλής» πορεία χωρίς καθόλου κλυδωνισμούς, ακόμα κι αν οδηγεί σε βάλτο και όχι η κατεπείγουσα έξοδος από τη στασιμότητα. Ελέγχουν άλλωστε όλα τα μεγάλα ΜΜΕ και επηρεάζουν καταλυτικά τις πιο σημαντικές ελίτ του τόπου, που ανέκαθεν στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στα δίκτυα επιρροής και στα ζεστά χρήματά τους. Ήδη έχουν δείξει τις διαθέσεις τους: Οικουμενικές κυβερνήσεις και εκλογές αυστηρά και μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Η ψυχρή πολιτική για «ειδικούς» (και παγωμένη ακόμα καλύτερα), είναι προτιμότερη γι αυτούς από όποια πιθανότητα για «καυτή» δημιουργική και συμμετοχική για τους πολλούς. Ντυθείτε καλά, γιατί έρχεται νέα καταιγίδα μηνυμάτων ότι η χώρα χρειάζεται περισσότερη σταθερότητα (μία από τα ίδια) και πολύ λιγότερη (και εντελώς ανώδυνη) πολιτική. Τι κι αν όλες οι οικουμενικού τύπου κυβερνήσεις στην Ελλάδα (Τζανετάκη, Ζολώτα και ιδίως Παπαδήμου) αποδείχτηκαν διαχειριστικά χειρότερες κι από τις μονοκομματικές; Σημασία έχει να παγώσει το παιγνίδι στο κέντρο του γηπέδου, με μικρές πάσες και business as usual. Και ποιο καλύτερο timing από αυτό, που τη «σταθερότητα» μπορεί να επιθυμεί και μια αριστερής προέλευσης κυβέρνηση, ενώ πολλοί προοδευτικοί ψηφοφόροι έχουν απογοητευτεί από τη μη-δυναμική των εκλογών και του δημοψηφίσματος. Προσοχή στη «σταθερότητα»: Είναι πιο ψεύτικη κι απ τις «μεταρρυθμίσεις».