του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Eίναι η πρώτη φορά που πρόεδρος της Βουλής των ΗΠΑ επισκέπτεται την Ταϊβάν εδώ και 25 χρόνια. Η συγκεκριμένη κίνηση γίνεται μάλιστα σε μια περίοδο, που οι σχέσεις των δύο χωρών έχουν πιάσει ιστορικό χαμηλό, με την «στροφή προς την Ασία» να αποτελεί το νέο δόγμα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής την τελευταία δεκαετία, ήδη από την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα. Επί της διακυβέρνησης Τραμπ, η στροφή αυτή έγινε πιο ξεκάθαρη τόσο σε πρακτικό επίπεδο, με την επανεκκίνηση της συμμαχίας Quad μεταξύ ΗΠΑ, Ινδίας, Ιαπωνίας, Αυστραλίας, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως το «ασιατικό ΝΑΤΟ », καθώς και σε ρητορικό επίπεδο, με τις ρατσιστικές δηλώσεις περί «κινεζικού ιού» για τον Covid-19 και την ομιλία Πομπέο στη Βιβλιοθήκη Νίξον, όπου εξήγγειλε την αποτυχία τις προσέγγισης των ΗΠΑ με την Κίνα, την οποία είχε εγκαινιάσει ο επίσης ρεπουμπλικάνος πρώην αμερικανός πρόεδρος, Ρίτσαρντ Νίξον.
Οι σινοαμερικανικές σχέσεις, από το 1972 και μετά, δομήθηκαν στην βάση της αποδοχής της αρχής της «ενιαίας Κίνας», όπως προβλέπεται στο τότε Ανακοινωθέν της Σαγκάης, στο οποίο «οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν ότι οι Κινέζοι και στις δύο πλευρές του στενού της Ταϊβάν θεωρούν ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αμφισβητούν αυτή τη θέση». Για το Πεκίνο, η συγκεκριμένη παραδοχή είναι προϋπόθεση, για να συνάψει διπλωματικές σχέσεις με άλλες χώρες.
Για τον λόγο αυτό, η αυτοαποκαλούμενη «Δημοκρατία της Κίνας», δηλαδή η Ταϊβάν, δεν αναγνωρίζεται επίσημα παρά από 13 κράτη μέλη του ΟΗΕ, ανάμεσα στα οποία δεν είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες, εμπίπτοντας ουσιαστικά στο ορισμό του ψευδοκράτους: μια «γεωπολιτική οντότητα που έχει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά μιας ανεξάρτητα διοικούμενης χώρας ή επικράτειας, αλλά στερείται πραγματικής ανεξαρτησίας και δεν αναγνωρίζεται ως αυτοδιοικούμενη πολιτική οντότητα από τη διεθνή κοινότητα».
Η άνοδος της κυβέρνησης Μπάιντεν σηματοδότησε μια όξυνση της βορειοαμερικανικής επιθετικότητας ενάντια στη Ρωσική Ομοσπονδία. Ένα μεγάλο τμήμα των διεθνών αναλυτών θεωρούσε πως η όξυνση αυτή είχε ως στόχο και την Κίνα. Αμερικανικές δεξαμενές σκέψεις, όπως το, διόλου φιλειρηνικό, Ινστιτούτο Ραντ, είναι σαφείς στο ότι «η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της θα πρέπει να αναπτύξουν αμυντική στρατηγική ικανή να αποτρέψει και, αν χρειαστεί, να νικήσει τη Ρωσία και την Κίνα ταυτόχρονα». Έτσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν αναπτύσσει από τις πρώτες της ημέρες αμερικανικό στόλο και αεροπορία στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, ενώ προχώρησε στη στρατιωτική συμμαχία AUKUS, με την Μ. Βρετανία και την Αυστραλία, την οποία είχε χαιρετήσει «ευχαριστημένη» η “κυβέρνηση” της Ταϊβάν.
Κινέζικη αντίδραση σε πολιτικό επίπεδο
Στο πλαίσιο αυτό, οι αρχές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας θεωρούν υποκριτικές τις αποστάσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν από την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβαν, θεωρώντας πως εκείνη έχει την κάλυψη της ίδιας της αμερικανικής κυβέρνησης, που σε κάθε περίπτωση υπεραμύνεται του «δικαιώματος» της προέδρου της Βουλής να επισκεφθεί την χώρα, την οποία οι ίδιες οι ΗΠΑ έχουν αναγνωρίσει ως μέρος της «ενιαίας Κίνας». Συγκεκριμένα, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Γουάνγκ Γι, αντέτεινε πως αν και «η αμερικανική πλευρά ισχυρίστηκε ότι υπήρχε προηγούμενο σε επίσκεψη προέδρου της αμερικανικής Βουλής στην Ταϊβάν», αυτό δε σημαίνει πως «τα λάθη του παρελθόντος μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δικαιολογία για την επανάληψή τους σήμερα». Ακόμα, σχολιάζοντας τη θέση πως «η αμερικανική πλευρά ισχυρίστηκε ότι δεν μπορεί να περιορίσει το Κογκρέσο λόγω της διάκρισης των εξουσιών», ο ίδιος απήντησε πως «βασικός κανόνας του διεθνούς δικαίου είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να εκπληρώνουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους και οι πολιτικοί-κλειδιά δεν πρέπει να συμπεριφέρονται λάθος».
Επίσης, νωρίτερα, ο κος Γι έκανε λόγο για «κίνηση που παραβιάζει σοβαρά την αρχή της μίας Κίνας, παραβιάζει κακόβουλα την κυριαρχία της Κίνας και επιδίδεται απροκάλυπτα σε πολιτικές προκλήσεις», τονίζοντας μάλιστα πως «για άλλη μια φορά ότι ορισμένοι Αμερικανοί πολιτικοί έχουν γίνει οι “ταραχοποιοί” των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ» και «οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν γίνει ο “μεγαλύτερος καταστροφέας” της ειρήνης στο στενό της Ταϊβάν και της περιφερειακής σταθερότητας». Μάλιστα, προειδοποιεί πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να ονειρεύονται να εμποδίσουν την επανένωση της Κίνας», ξεκαθαρίζοντας πως «η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας» και «η πλήρης επανένωση της Κίνας είναι η τάση των καιρών και ένα αναπόφευκτο γεγονός της ιστορίας», καθώς «δεν θα αφήσουμε κανένα περιθώριο στις δυνάμεις της “ανεξαρτησίας της Ταϊβάν” και στις εξωτερικές παρεμβάσεις».
Η οργισμένη αντίδραση του κινεζικού υπ. Εξωτερικών αναφέρει ακόμα πως «όσο και αν οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν ή συνωμοτούν με τις δυνάμεις της “ανεξαρτησίας της Ταϊβάν”, όλα θα αποδειχθούν μάταια», ενώ «οι ΗΠΑ θα αφήσουν στην ιστορία μόνο ένα ακόμη πιο άθλιο ρεκόρ χονδροειδούς ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών». «Το ζήτημα της Ταϊβάν προέκυψε όταν η χώρα ήταν αδύναμη και σε χαώδη κατάσταση, εκείνη την εποχή, και σίγουρα θα τελειώσει με την εθνική αναζωογόνηση», είπε, ενώ η Ουάσινγκτον «δεν θα πρέπει να φαντασιώνεται υπονόμευση της ανάπτυξης και της αναζωογόνησης της Κίνας», καθώς κάτι τέτοιο θα «οδηγήσει σε πλήρη αποτυχία» των ΗΠΑ.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών υπενθύμισε ακόμα, πως «η αρχή της μίας Κίνας έχει καταστεί βασικός κανόνας που διέπει τις διεθνείς σχέσεις και αναπόσπαστο μέρος της διεθνούς τάξης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» και «η εισαγωγή του ζητήματος της Ταϊβάν στην περιφερειακή στρατηγική από τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία διογκώνει τις εντάσεις και υποδαυλίζει την αντιπαράθεση, είναι αντίθετη με την τάση της περιφερειακής ανάπτυξης και αντιβαίνει στις προσδοκίες των λαών στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού». Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει «να σταματήσουν αμέσως να παραβιάζουν τους σκοπούς και τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και να σταματήσουν να παίζουν το “χαρτί της Ταϊβάν” για να διαταράξουν την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού», τόνισε.
Στην ίδια κατεύθυνση, η Μόνιμη Επιτροπή του Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου δήλωσε πως «ο νόμος κατά της απόσχισης περιέχει σαφείς προβλέψεις για μείζονα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης της αρχής της μίας Κίνας, της αποτροπής αποσχιστικών κινήσεων προς την κατεύθυνση της “ανεξαρτησίας της Ταϊβάν” και της εναντίωσης στην παρέμβαση στο ζήτημα της Ταϊβάν από εξωτερικές δυνάμεις», επισημαίνοντας πως «οι αρχές της Ταϊβάν συνέχισαν να αναζητούν την υποστήριξη των ΗΠΑ για την ατζέντα της ανεξαρτησίας τους, ενώ «αρνούνται να αναγνωρίσουν τη Συναίνεση του 1992, κάνουν τα πάντα για να προωθήσουν την “αποσυμφιλίωση” και προωθούν τη “σταδιακή ανεξαρτησία”». Σε κάθε περίπτωση, το εθνικό νομοθετικό σώμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας επανέλαβε πως «το ζήτημα της Ταϊβάν είναι καθαρά εσωτερική υπόθεση της Κίνας και καμία άλλη χώρα δεν δικαιούται να ενεργεί ως δικαστής σε αυτό», καλώντας την Ουάσινγκτον «να μην ακολουθήσει περαιτέρω τον λάθος και επικίνδυνο δρόμο» αποκήρυξης των «πέντε όχι», που ανέλαβε κατά την αποκατάσταση σχέσεων με την Κίνα: να μην επιδιώξει έναν «νέο Ψυχρό Πόλεμο», να μην επιδιώξει να αλλάξει το σύστημα της Κίνας, η αναζωογόνηση των συμμαχιών της να μην είναι εναντίον της Κίνας, να μην υποστηρίξει την «ανεξαρτησία της Ταϊβάν», και να μην επιδιώξει σύγκρουση με την Κίνα.
Στρατιωτική και οικονομική αντιμετώπιση
O εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Άμυνας, Γου Κιάν, έκανε λόγο για «λάθος κίνηση» της Πελόζι, η οποία πραγματοποιήθηκε παρά τις προειδοποιήσεις του Πεκίνου, στέλνοντας «ένα σοβαρά λανθασμένο μήνυμα στις αυτονομιστικές δυνάμεις για την “ανεξαρτησία της Ταϊβάν” και κλιμάκωσε περαιτέρω τις εντάσεις στο στενό της Ταϊβάν». Κατήγγειλε τις αρχές του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος της Ταϊβάν, ότι ζήτησαν «ξένη υποστήριξη, συνωμότησαν με εξωτερικές δυνάμεις για να προκαλέσουν προβλήματα και ήταν αποφασισμένες να προσκαλέσουν την Πελόζι να επισκεφθεί την Ταϊβάν», προσθέτοντας πως «τέτοιες πράξεις είναι πολύ επικίνδυνες και θα οδηγήσουν αναπόφευκτα σε σοβαρές συνέπειες», καθώς «ο κινεζικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός βρίσκεται σε ύψιστη επιφυλακή και θα προβεί σε μια σειρά στοχευμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων ως απάντηση για την αποφασιστική διαφύλαξη της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κίνας και την αποφασιστική ματαίωση της παρέμβασης εξωτερικών δυνάμεων και αυτονομιστικών σχεδίων για την “ανεξαρτησία της Ταϊβάν”».
Ήδη, οι ένοπλες δυνάμεις της Κίνας, ανακοίνωσαν διασωματικές στρατιωτικές ασκήσεις, από τη 2α Αυγούστου, οι οποίες θα επεκταθούν σε έξι περιοχές γύρω από τη Ταϊβάν από τις 4-7 Αυγούστου, περικυκλώνοντας ουσιαστικά το νησί. «Η Διοίκηση Ανατολικού Θεάτρου Μάχης του Λαϊκού Απελευθερωτικός Στρατού διεξάγει μια σειρά κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων γύρω από την Ταϊβάν», ανέφερε, προσθέτοντας ότι ναυτικές και αεροπορικές ασκήσεις διεξάγονται βόρεια, νοτιοδυτικά και νοτιοανατολικά της Ταϊβάν. Η κλιμάκωση είναι τέτοια, ώστε ο Διευθυντής του Τμήματος Ελέγχου Όπλων του Κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών, Φου Κονγκ, δεσμεύτηκε πως η Κίνα «δεν θα είναι ποτέ η πρώτη που θα χρησιμοποιήσει πυρηνικά όπλα, σε καμία περίπτωση».
Σε οικονομικό επίπεδο, οι κινεζικές αρχές επέβαλαν οικονομικά μέτρα κατά του Ιδρύματος της Ταϊβάν για τη Δημοκρατία και το Διεθνές Ταμείο Συνεργασίας και Ανάπτυξης, με τον εκπρόσωπο του Γραφείου Υποθέσεων Ταϊβάν του Κρατικού Συμβουλίου της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, Μα Σιαογκουάνγκ, να αναφέρει πως «αυτές οι οργανώσεις σχετίζονται με αυτονομιστικά στοιχεία στην Ταϊβάν». Το Ίδρυμα της Ταϊβάν για τη Δημοκρατία συνεργάζεται με το Εθνικό Ταμείο για την Δημοκρατία (NED), του αμερικανικού υπ. Εξωτερικών. Το Διεθνές Ταμείο Συνεργασίας και Ανάπτυξης, το οποίο σύμφωνα με τα Wikileaks λειτουργεί κατά τα πρότυπα τoυ Οργανισμoύ Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID), συνεργάζεται με τον συγκεκριμένο οργανισμό της αμερικανικής κυβέρνησης. Οι αρχές της Κίνας επιχειρηματολόγησαν πρόσφατα, με στοιχεία, καταγγέλοντας τη δράση των δύο αμερικανικών ΜΚΟ, που θεωρούνται μαλακοί βραχίονες επιχειρήσεων «αλλαγής καθεστώτος», υπέρ ατόμων που επιδιώκουν την ανεξαρτησία του Θιβέτ, της Σιντζιάνγκ, της Εσωτερικής Μογγολίας, του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν, καθώς και με το παραθρησκευτικό μόρφωμα Φαλουν Γκονγκ, με τον πρώην πρόεδρου τον NED, Καρλ Γκέρσμαν, να έχει υποστηρίξει πως «η Κίνα αποτελεί σήμερα τη μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία στον κόσμο».
Ακόμα, καθώς η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Κοινοτήτων του Ηνωμένου Βασιλείου φέρεται να σχεδιάζει επίσης μια επίσκεψη στο νησί της Ταϊβάν, προς το τέλος του τρέχοντος έτους, το Πεκίνο έκανε λόγο για διολίσθηση της Βρετανίας «σε κάθε είδους πολιτικά ακροβατικά για να δείξει ότι βρίσκεται σε συμφωνία με τις ΗΠΑ», υπνεθυμίζοντας το γεγονός πως «η Κίνα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος του Ηνωμένου Βασιλείου, το διμερές εμπόριο αγαθών ξεπέρασε τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021, παρά τους αντίθετους ανέμους της πανδημίας και τις αυξανόμενες εντάσεις». Επισημαίνεται πως «ορισμένοι Βρετανοί πολιτικοί πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει το δικαίωμα ή την ικανότητα να προκαλέσει την Κίνα για το ζήτημα της Ταϊβάν», καθώς «με το οικονομικό της μέγεθος ήδη να ξεπερνά τα 17 τρισεκατομμύρια δολάρια, η Κίνα έχει την ικανότητα και την αποφασιστικότητα να διαφυλάξει την κυριαρχία, την ασφάλεια και τα αναπτυξιακά της συμφέροντα», την ώρα που το Λονδίνο έχει κάθε λόγο «να ανησυχεί για την οικονομία του». Το Λονδίνο, αναφέρεται, λειτουργεί «όχι μόνο ως πιόνι αλλά και προβοκάτορας κατά της Κίνας, εκθέτοντας πλήρως την αθάνατη ιμπεριαλιστική του νοοτροπία».
Τα κινεζικά ΜΜΕ για τα επόμενα βήματα του Πεκίνου: «Επιταχύνεται η διαδικασία επανένωσης»
Ανήμερα της επίσκεψης Πελόζι, οι Global Times, «φωνή», στα αγγλικά, του κυβερνώντος Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, αποκάλυψαν τα σενάρια για τα επόμενα βήματα από κινεζικής πλευράς, που συγκλίνουν προς «επιτάχυνση της διαδικασίας επανένωσης της Ταϊβαν» με την ηπειρωτική χώρα, «με ολοκληρωμένα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτικών και πολιτικών ενεργειών». Σύμφωνα με το άρθρο, «υπάρχουν πολλές επιλογές στο τραπέζι για την Κίνα να επιταχύνει τη διαδικασία επανένωσης. Αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν χτυπήματα στρατιωτικών στόχων της Ταϊβάν, όπως έκανε ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός στην προηγούμενη κρίση στα Στενά της Ταϊβάν, την προώθηση νέας νομοθεσίας για εθνική επανένωση, την αποστολή στρατιωτικών αεροσκαφών και πλοίων για να εισέλθουν στον “εναέριο χώρο” και τις “υδάτινες περιοχές” του νησιού που ελέγχονται από τις αρχές της Ταϊβάν και τον τερματισμό της σιωπηρής κατάπαυσης του πυρός με τον στρατό της Ταϊβάν». Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γιανγκ Σενγκ, «δεν υπάρχει λόγος για την Κίνα να είναι νευρική, γιατί μια τέτοια πολιτική παράσταση δεν θα αλλάξει τα συντριπτικά πλεονεκτήματα, ειδικά το στρατιωτικό, που έχει η ηπειρωτική χώρα έναντι των αρχών της Ταϊβάν και των ΗΠΑ, στην περιοχή. Ούτε το ταξίδι θα προσφέρει καμία πιθανότητα ‘ανεξαρτησίας της Ταϊβάν’ και δεν μπορεί να αλλάξει το ακλόνητα θεμελιωμένο γεγονός ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας […] αυτό που πρέπει να κάνει η Κίνα είναι να χρησιμοποιήσει αυτό το περιστατικό για να μεγιστοποιήσει το πλεονέκτημά της και να συνεχίσει να πιέζει για την ολοκλήρωση της διαδικασίας επανένωσης».
Για τον παραπάνω λόγω, οι Κινέζοι αναλυτές επισημαίνουν πως «ο αγώνας μεταξύ της Κίνας και των ΗΠΑ σε αυτό το σημείο αφορά την αξιοπρέπεια και τα συγκεκριμένα στρατηγικά συμφέροντα.. Αυτό το τελευταίο είναι το πιο σημαντικό, οπότε η Κίνα δεν θα επικεντρωθεί απλώς στο να παίξει ένα παιχνίδι κοτόπουλου και γερακιού με την Πελόζι, καθώς η αλλαγή της συνολικής κατάστασης της περιοχής είναι πολύ πιο σημαντική και πολύτιμη […] Η ηπειρωτική Κίνα γνωρίζει πραγματικά τη σημασία της “στρατηγικής υπομονής”… Πολλοί περίμεναν ότι η Κίνα θα καταπνίξει βίαια την αναταραχή στο Χονγκ Κονγκ το 2019… αλλά τα γεγονότα απέδειξαν ότι η Κίνα δεν ενεργεί με αυτόν τον τρόπο. Παρ’ όλα αυτά κέρδισε νίκη επί του εδάφους και ενίσχυσε τη διακυβέρνησή της στο Χονγκ Κονγκ. “Έτσι, αυτή τη φορά, η Κίνα θα δώσει ξανά ένα μάθημα στις ΗΠΑ, καθώς θα χρησιμοποιήσει τα λάθη των ΗΠΑ για να αλλάξει συνολικά την κατάσταση στα Στενά της Ταϊβάν, όπως ακριβώς έκανε στο Χονγκ Κονγκ”», καταλήγουν.
Σημερινό editorial του ίδιου μέσου επισημαίνει πως «τα αντίμετρα της Κίνας στην επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν δεν θα είναι μεμονωμένα», αλλά «ένας συνδυασμός μακροπρόθεσμων, αποφασιστικών και σταθερά κλιμακούμενων ενεργειών», που θα «στοχεύουν ουσιαστικά στην προώθηση της διαδικασίας εθνικής επανένωσης», αφού πλέον «ολόκληρος ο κόσμος έχει δει ξεκάθαρα ποιος αλλάζει το status quo στα Στενά της Ταϊβάν, ποιος προκάλεσε πρώτος και ποιος υπονομεύει την ειρήνη και τη σταθερότητα στα Στενά». Αποκαλώντας την Πελόζι «πολιτική θεά της πανούκλας», που «τίποτε καλό δεν φέρνει στην Ταϊβάν», οι Global Times αναφέρθηκαν ακόμα σε ορισμένα μέσα ενημέρωσης στην Ταπέι, τα οποία αποκάλυψαν ότι οι αρχές του Προοδευτικού Κόμματος της Ταϊβάν είχαν αποσύρει κρυφά την πρόσκλησή τους στην Αμερικανίδα πρόεδρο της Βουλής, αλλά έπρεπε να συνεχίσουν να οργανώνουν τη δεξίωση υπό την πίεση της Αμερικανίδας πολιτικού.
Τα κινεζικά ΜΜΕ τονίζουν , εκφράζοντας την κυβερνητική θέση της Κίνας, πως «τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την επιστροφή των χαμένων εδαφών και την επανένωση της Κίνας. Για την Κίνα πρόκειται για υπαρξιακό ζήτημα. Παρόλα αυτά, η ΛΔΚ έχει δείξει μεγάλη υπομονή από τότε που ξεκίνησε η παράνομη κατοχή του νησιού από τον Τσιάνγκ Κάι-σεκ το 1949. Ο Μάο κατέστησε σαφές στον Κίσινγκερ ότι η Κίνα θα ήταν υπομονετική υπό τον όρο ότι η πολιτική της μίας Κίνας τηρούνταν αυστηρά και η κυβέρνηση της Ταϊβάν δεν θα ανακήρυττε την ανεξαρτησία της. Σύμφωνα με τον Κίσινγκερ, ο Μάο είπε: “Μπορούμε να τα καταφέρουμε χωρίς την Ταϊβάν προς το παρόν και ας έρθει μετά από 100 χρόνια“». Ωστόσο, προειδοποιούν πως «τα τελευταία πέντε χρόνια [οι ΗΠΑ] έχουν καταπατήσει αυτές τις αρχές αυξάνοντας τις πωλήσεις όπλων στην Ταϊβάν, ενισχύοντας τις στρατιωτικές περιπολίες στην περιοχή και δίνοντας διπλωματική υποστήριξη στο νησί μέσω επισκέψεων Αμερικανών πολιτικών».
Tα θεσμικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας δεν κουράζονται να επισημαίνουν πως «την ευθύνη για ότι ακολουθήσει φέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες», καθώς και ότι «το ταξίδι της Προέδρου της Βουλής στην Ταϊβάν βλάπτει ανεπανόρθωτα τα ίδια τα αμερικανικά συμφέροντα». Σε κάθε περίπτωση, επαναλαμβάνουν πως «το status quo επιτέλους άλλαξε, εξανεμίζοντας οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ότι οι ΗΠΑ είναι δεσμευμένες ή δεσμεύτηκαν ποτέ πραγματικά στην αρχή της μίας Κίνας», με την επισκεψη της Πελόζι στην Ταϊβάν να ανοίγει έναν πόλεμο με την Κίνα, στον οποίο ο μόνος χαμένος θα είναι η Ουάσινγκτον.