Την τηλεόραση χρησιμοποιεί ως όπλο η Κίνα για να αλλάξει τη διεθνή εικόνα της, στο ζήτημα της αντιμετώπισης των Ουιγούρων και της Ισλαμογενούς τρομοκρατίας. Μια σειρά εικόνων και ντοκυμανταίρ που αποφάσισε να δώσει στη δημοσιότητα η Κινεζική τηλεόραση (Παγκόσμιο Κινεζικό Τηλεοπτικό Δίκτυο, China Global Television Network, CGTN), ρίχνουν, για πρώτη φορά, άπλετο φως στο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Κίνα στην περιοχή της Ζινγιάνγκ, όπου και κατοικούν οι Ουιγούροι, την τελευταία δεκαετία.
Ο στόχος των ντοκυμανταίρ και των εικόνων που δημοσιοποιήθηκαν ήταν να ενημερωθεί η διεθνής κοινή γνώμη για όσα όντως συμβαίνουν στην άπω δύση της Κίνας, όπου κατοικεί η σουνίτικη μειονότητα, με περισσότερα από ένα εκατομμύριο μέλη.
Το ακραίο ισλαμικό αντάρτικο των Ουιγούρων φέρει την ονομασία Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκιστάν, και δρα στην Ζινγιάνγκ. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, αποτελεί παρακλάδι της αλ- Κάιντα και άνω των πέντε χιλιάδων μελών του έχουν πολεμήσει στη Συρία και το Ιράκ, στο πλευρό των τζιχαντιστών. Παράλληλα, όμως, είναι και προστατευόμενο μερίδας αμερικάνων πολιτικών, που ζητούν να επιβληθούν κυρώσεις στην Κίνα για καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ουιγούρων.
Οι σοκαριστικές εικόνες και τα στοιχεία έρχονται να ρίξουν φως στο περίφημο πρόγραμμα «επανεκπαίδευσης των Ουιγούρων», που πολλοί θεωρούν ως δικαιολογία για την μεταφορά και κράτησή τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ίδια η Κίνα, πάντως, επιμένει ότι το πρόγραμμα λειτουργεί, καθώς την τελευταία τριετία μειώνονται διαρκώς οι τρομοκρατικές εις βάρος της ενέργειες, που, στην περίπτωση της εν Κίνα ισλαμικής τρομοκρατίας, στοχεύει μόνον σε αμάχους. Με τουλάχιστον 192 νεκρούς και χίλιους τραυματίες, όλους άμαχους, οι επιθέσεις των φανατικών μουσουλμάνων στην Κίνα αποτελούσαν σημαντικό πρόβλημα, και οι κινεζικές αρχές αναφέρουν ότι το πρόγραμμα «επανεκπαίδευσης» είναι τόσο επιτυχημένο, ώστε αποτέλεσε το πρότυπο για το πρόγραμμα επανένταξης για πρώην μέλη του Ισλαμικού Στρατού που έχει δημιουργήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κινεζικές αρχές αναρωτιούνται γιατί το Ευρωπαϊκό αντίστοιχο πρόγραμμα παραμένει στο απυρόβλητο, ενώ η κινεζική εφαρμογή του γίνεται στόχος.