Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει η επίσημη ιστοσελίδα της Κομισιόν, η ΕΕ ενέκρινε το σχέδιο «Ηρακλής» της ελληνικής κυβέρνησης που προβλέπει ότι το ελληνικό Δημόσιο «θα αμείβεται σύμφωνα με τους όρους της αγοράς για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει όταν παρέχει εγγύηση για τιτλοποιημένα μη εξυπηρετούμενα δάνεια».
Παράλληλα, η Κομισιόν τονίζει πως «εάν ένα κράτος μέλος παρεμβαίνει ως ιδιώτης επενδυτής και αμείβεται για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει όπως θα έπραττε ένας ιδιώτης επενδυτής, οι παρεμβάσεις αυτές δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση».
Κατά τους σχεδιασμούς, η εγγύηση του Δημοσίου θα έχει διάρκεια τουλάχιστον 18 μηνών, ενώ ανώνυμες πηγές αναφέρουν πως οι τράπεζες φέρονται να έχουν συμφωνήσει για την εθελοντική συμμετοχή τους. Όπως αναφέρεται, τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών θα μεταφερθούν σε ένα σχήμα «ειδικού σκοπού», και θα τιτλοποιηθούν σε τρεις κατηγορίες με βάση την ποιότητά τους: υψηλής, μεσαίας και χαμηλής. Αντίστοιχης εξασφάλισης θα είναι τα ομόλογα που θα εκδοθούν, με το Δημόσιο να εγγυάται εκείνα της υψηλής ποιότητας.
Οι ελληνικές τράπεζες θα έχουν στη διάθεσή τους τουλάχιστον 18 μήνες για να εκμεταλλευτούν το «πρόγραμμα εγγυοδοσίας», ενώ τονίζει πως δεν είναι ακόμα σαφές πόσο καιρό θα χρειάζονταν οι τράπεζες για να αρχίσουν ένα τέτοιο σύστημα εφόσον εγκριθεί.
Σχέδιο κρατικής ενίσχυσης των τραπεζών με 20 δισ. ευρώ από την κυβέρνηση
Σημειώνεται ότι προ εβδομάδων ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), Κλάους Ρέγκλινγκ είχε ξεκαθαρίσει ότι η διαδικασία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα.
Από την αξιολόγηση της Επιτροπής προέκυψε ότι οι κρατικές εγγυήσεις θα παρέχονται έναντι αμοιβής με όρους της αγοράς ανάλογα με τον κίνδυνο που αναλαμβάνεται, δηλαδή όπως θα ήταν αποδεκτό για έναν ιδιώτη επιχειρηματία υπό τους όρους της αγοράς Σύμφωνα με τη Επιτροπή, αυτό εξασφαλίζεται ιδίως με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:
Πρώτον, ο κίνδυνος για το κράτος θα είναι περιορισμένος, δεδομένου ότι η κρατική εγγύηση ισχύει μόνο για το τμήμα ανώτερης εξασφάλισης των τίτλων που πωλεί ο φορέας τιτλοποίησης. Ένας εγκεκριμένος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανεξάρτητος οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας θα καθορίζει τη διαβάθμιση του τμήματος ανώτερης εξασφάλισης.
Δεύτερον, η κρατική εγγύηση για το τμήμα ανώτερης εξασφάλισης θα τίθεται σε ισχύ μόνον εάν το ήμισυ και πλέον των μη εγγυημένων επισφαλών τμημάτων έχει πωληθεί επιτυχώς σε ιδιώτες συμμετέχοντες στην αγορά. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλίζεται ότι η κατανομή των κινδύνων των διαφόρων τμημάτων θα δοκιμάζεται και θα επιβεβαιώνεται από την αγορά προτού το Δημόσιο αναλάβει οποιονδήποτε κίνδυνο.
Τρίτον, η αμοιβή του Δημοσίου για τον κίνδυνο που αναλαμβάνει θα είναι σύμφωνη με τους όρους της αγοράς. Το τέλος εγγύησης θα βασίζεται σε δείκτη αναφοράς της αγοράς και θα αντιστοιχεί στο επίπεδο και τη διάρκεια του κινδύνου που αναλαμβάνει το Δημόσιο όταν χορηγεί την εγγύηση. Τούτο σημαίνει ότι το καταβαλλόμενο τέλος εγγύησης αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου ανάλογα με τη διάρκεια του ανοίγματος του κράτους. Η εν λόγω διάρθρωση των τελών, καθώς και ο διορισμός εξωτερικού διαχειριστή, αποσκοπούν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της πιθανότητας ανάκτησής τους.
Το υπουργείο Οικονομικών υπογραμμίζει πως «το σχέδιο αποτελεί μία συστημική λύση εμβέλειας για τη ριζική αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων που θα μειώσει τον όγκο τους, ο οποίος στερούσε τη ρευστότητα από την αγορά. Είναι μία λύση που στηρίζεται στην αγορά γιατί αντλεί τα κεφάλαια από τους επενδυτές και δεν επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο και τον κρατικό προϋπολογισμό».
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΥΠΟΙΚ, «χάρη στο σχέδιο αυτό, οι τράπεζες θα μπορέσουν να εξυγιάνουν γρήγορα τους ισολογισμούς τους και να στραφούν στον πραγματικό τους ρόλο, που είναι η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Η υλοποίηση του σχεδίου θα επιτρέψει στους πολίτες, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση στο φθηνό τραπεζικό δανεισμό. Επιπλέον το “σχέδιο Ηρακλής” θα βοηθήσει στην ενίσχυση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα και θα συμβάλλει στην προσέλκυση επενδύσεων».