«Μπλα μπλα μπλα, δεν αναλύετε όμως την άνοδο της ΧΑ. Τα κλισέ περί ναζισμού και υποδίκων είναι κατώτερα των προσδοκιών για σοβαρή ανάλυση».
 
Αυτή ήταν η κριτική που έγραψε στο facebook για το χθεσινό άρθρο μου η κυρία Γιάννα Σπετσέρη Καυκαλά.
 
Της απάντησα ως εξής: «Δεν έχετε άδικο. Πρόκειται για κείμενο που γράφτηκε στις 4 το πρωί εν θερμώ, για να αποδώσει το σφυγμό της στιγμής. Θα ήμουν υπερφίαλος αν φιλοδοξούσα σ’ αυτό να δώσω απάντηση στο θέμα της ανόδου της Χρυσής Αυγής, ερώτημα οπωσδήποτε κρίσιμο, το οποίο ωστόσο δεν επιδέχεται εύκολες και γρήγορες απαντήσεις. Θα προσπαθήσω πάντως, κάποια στιγμή, και ίσως και να τα καταφέρω. Ευχαριστώ για την παρατήρηση».
 
Η αλήθεια είναι ότι αποφεύγω να γράφω για θέματα που δεν γνωρίζω καλά ή στα οποία δεν έχω να προσθέσω κάτι καινούριο, πρωτότυπο ή αιρετικό. Το συγκεκριμένο θέμα είναι λίγοι που μπορούν να ισχυριστούν ότι το γνωρίζουν καλά, ανάμεσα στους οποίους προσωπικά δεν συγκαταλέγομαι. Αντιθέτως, αυτό που μου συμβαίνει είναι ότι παρακολουθώ τα τελευταία χρόνια τις απόψεις που διατυπώνονται από πολλές πλευρές, με εξαιρετικά εμφατικό τρόπο, και καμία τους δεν μου φαίνεται να απαντάει επαρκώς στο θέμα, διαπίστωση που επαληθεύεται και εμπειρικά εκ του γεγονότος ότι κανένα από όλ’ αυτά τα γιατροσόφια δεν έχει αποδώσει μέχρι στιγμής σημαντικά αποτελέσματα. Συμβαίνει μάλλον το αντίθετο, μερικές τουλάχιστον απ’ αυτές τις μεθόδους φαίνεται να ενισχύουν τη Χρυσή Αυγή.
 
Αν καταπιάνομαι σήμερα με το θέμα, έχοντας πλήρη επίγνωση της ανεπάρκειάς μου, δεν είναι επειδή προκλήθηκα από την αγαπητή αναγνώστρια, αλλά γιατί το πρόβλημα με τα προχθεσινά αποτελέσματα εμφανίζεται διογκωμένο, κι ακόμα γιατί αποτελεί κρίσιμη παράμετρο της αναμέτρησης των ευρωεκλογών και των μετέπειτα πολιτικών εξελίξεων.
 
Μέχρι τώρα έχει δοκιμαστεί το εμπάργκο της Χρυσής Αυγής από τα ΜΜΕ. Δεν απέδωσε. Το να τους δοθεί βήμα ώστε να αποκαλυφθούν, εκφράζοντας δημόσια τις απόψεις τους και εκδηλώνοντας τις βίαιες πρακτικές τους. Δεν απέδωσε. Έγινε η απόπειρα να απομυθοποιηθούν μέσω ενσταντανέ από την αγαθοεργό δράση τους και από την προσωπική και κοσμική ζωή των στελεχών τους. Αυτά κι αν δεν απέδωσαν. Έχει επιχειρηθεί η απομόνωσή τους στις γειτονιές με μοτοπορείες, με άσκηση μαζικής πίεσης στις εκδηλώσεις τους ή στα κομματικά τους γραφεία. Δεν απέδωσε. Έχουν επιχειρηθεί αντισυγκεντρώσεις στις συγκεντρώσεις τους. Δεν απέδωσε. Έχουν γίνει συστηματικές προσπάθειες να αποκαλυφθεί ο εγκληματικός χαρακτήρας των δράσεών τους και δεν απέδωσε, αλλά ούτε και η αποκάλυψη της βαθιά ναζιστικής ιδεολογίας τους που συχνά πυκνά (και με περισσή ευκολία) απαρνιούνται. Όπως επίσης δεν έχει αποδώσει η προσπάθεια να αποκαλυφθεί ο βαθιά συστημικός ρόλος που υποκρύπτεται πίσω από την αντισυστημική ρητορεία τους. Βρίσκεται σε εξέλιξη (έστω και με δραματική καθυστέρηση) ένα σχέδιο δικαστικής διερεύνησης του εγκληματικού χαρακτήρα της δράσης τους, το οποίο μάλιστα έχει οδηγήσει σε ασκήσεις διώξεων, προφυλακίσεις και επιβολή περιοριστικών όρων σε αρκετά στελέχη τους. Δεν απέδωσε, εκτός ίσως από το γεγονός ότι ανέστειλε ή περιόρισε για ένα διάστημα τις οργανωμένες εξορμήσεις και τα πογκρόμ των ταγμάτων εφόδου στις γειτονιές, φαινόμενα που σταδιακά αρχίζουν και πάλι να εκδηλώνονται. Τα ευνοϊκά γι’ αυτούς εκλογικά αποτελέσματα πιθανόν να αποτελέσουν αφορμή για πιο δριμεία επιστροφή των ταγμάτων εφόδου στο προσκήνιο. Δοκιμάστηκε η παρουσίαση εκτεταμένων ρεπορτάζ γύρω από τις άγνωστες πτυχές της δράσης τους, με εκτεταμένη χρήση υλικού από την εις βάρος τους δικογραφία (ντοκουμέντα, βίντεο, τηλεφωνικές συνομιλίες, ομολογίες πρώην μελών κ.λπ.). Ούτε αυτό απέδωσε. Έχουν γίνει απόπειρες των υπολοίπων κομμάτων να πάρουν από κοινού θεσμικά μέτρα εναντίον της (άρση χρηματοδότησης, άρση βουλευτικής ασυλίας), αλλά δεν απέδωσαν. Έχει επιχειρηθεί από επιμέρους κόμματα η υιοθέτηση της ατζέντας της Χρυσής Αυγής προκειμένου να τους περιορίσουν το ζωτικό χώρο αναπαραγωγής και επέκτασης της επιρροής τους. Αυτό όχι μόνο δεν έχει αποδώσει, αλλά σύμφωνα με τις περισσότερες ενδείξεις αποτέλεσε το μεγάλο εφαλτήριο για τη διεύρυνση της επιρροής της οργάνωσης.
 
Προσέξτε, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι η κάθε μία απ’ αυτές τις απόπειρες είναι λανθασμένη και αποτελεσματική, δεδομένου ότι είναι δύσκολο να απομονωθούν οι συνέπειες της κάθε μιας ξεχωριστά, πολλές απ’ αυτές αλληλοαναιρούνται, κι ακόμα  ενδέχεται να μην έχουν δοκιμαστεί με αρκετή συνέπεια και σε βάθος χρόνου. Ίσως πάλι κάποιες απ’ αυτές τις μεθόδους να αποδειχτούν χρήσιμες, εφόσον βρεθεί η δραστική μεταξύ τους δοσολογία. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι καμία απ’ αυτές δεν έχει αποφέρει προφανή αποτελέσματα τέτοια, ώστε να αποτελέσει τη βάση μιας αποτελεσματικής στρατηγικής αντιμετώπισης του φαινομένου.
 
Πολλή συζήτηση έχει γίνει και για τις αιτίες του φαινομένου. Για να μη μακρυγορήσω, θα παραθέσω εκείνες που κατά τη γνώμη μου εξηγούν συνδυαστικά την ύπαρξη, και κυρίως την ένταση και την επιμονή του. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι ακραίες συνθήκες ένδειας που έχει δημιουργήσει η οικονομική κρίση στα λαϊκά στρώματα, η ανεργία, η υποαπασχόληση, η κατάλυση των στοιχειωδών εργασιακών σχέσεων, αλλά και σημαντικών δομών του κοινωνικού κράτους, αποτελούν κρίσιμη παράμετρο.
 
Η κρίση του πολιτικού συστήματος και των ΜΜΕ επιτείνει σημαντικά αυτή την τάση. Η πόλωση, ο πολιτικός φανατισμός, η απαξίωση του πολιτικού προσωπικού και η αναζήτηση εξιλαστήριων θυμάτων που θα άρουν τις αμαρτίες του συστήματος δίνουν μερικές πρόσθετες πινελιές στην εικόνα, όπως επίσης και η αποσύνθεση των μεγάλων κομμάτων εξουσίας, που απελευθέρωσε δυνάμεις οι οποίες μέχρι πρότινος ελάνθαναν μέσα σ’ αυτά.
 
Προσωπικά, πάντως, θα έδινα μεγάλο βάρος και στη σταδιακή καλλιέργεια μέσα στην ελληνική κοινωνία ενός υποστρώματος ρατσιστικών, φασιστικών και υπερσυντηρητικών ιδεών οι οποίες προϋπήρχαν μεν, ως κατάλοιπα ανώμαλων περιόδων της πολιτικής ιστορίας (δικτατορία Μεταξά, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία συνταγματαρχών), αλλά αναζωπυρώθηκαν λόγω του μεταναστευτικού ρεύματος, της ανακίνησης εθνικιστικών αιτημάτων με αιχμή το Μακεδονικό, της αντεπίθεσης της εκκλησίας κατά την περίοδο του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, του μεγαλοϊδεατισμού που υποδαύλισαν οι Ολυμπιακοί αγώνες, το Euro 2004, ακόμα και η Eurovision.
 
Μια τρίτη σημαντική δέσμη αιτιών όπου ανιχνεύονται οι ρίζες του φαινομένου έχει να κάνει με την κρίση αξιών, που συσχετίζεται κυρίως με την υποβάθμιση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, τη χαμηλή αισθητική της τηλεόρασης, την κρίση των ΜΜΕ και την επέλαση του life style και, κυρίως, με την αγοραία ιδεολογία που επικράτησε στη χώρα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και εντάθηκε την αμέσως επόμενη δεκαετία. Μέσα σ’ αυτό το υπόστρωμα, σ’ αυτόν τον διάχυτο πολτό βαθιά συντηρητικών αντιλήψεων, επωάστηκε το αυγό του φιδιού. Και επειδή το υπόστρωμα είναι διάχυτο, η εκδήλωση του φαινομένου παρουσιάζει αντίστοιχη γεωγραφική και διαταξική διασπορά.
 
Έχοντας ως εργαλείο αυτή την ανάλυση, αυτό που συμπεραίνω είναι ότι πρώτον (το προφανές), οι αιτίες του φαινομένου είναι βαθιές και θα το κουβαλάμε μαζί μας για χρόνια. Επιπλέον, το ρεύμα της Χρυσής Αυγής είναι ανερχόμενο και συνεχώς ανατροφοδοτούμενο από τις κοινωνικές εξελίξεις, πράγμα που κατά τη γνώμη μου εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την αναποτελεσματικότητα ακόμα και των πιο εύλογων μέσων αντιμετώπισής του. Χωρίς να κάνω αδόκιμες ταυτίσεις ή παραλληλισμούς, είναι σαν να προσπαθούσε κάποιος κατά τη διάρκεια του τέλους της δεκαετίας του ’90 να εμποδίσει τη στροφή των μεσαίων στρωμάτων προς το χρηματιστήριο, πολύ περισσότερο που, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, το ενδιαφέρον του πλήθους συδαυλιζόταν από επιχειρηματικούς, κυβερνητικούς και μιντιακούς μηχανισμούς. Ή, για να μη βλέπουμε τα πράγματα μονομερώς, σαν να προσπαθούσε κάποιος να εμποδίσει τη νεολαία της μεταπολίτευσης να στραφεί μαζικά προς την Αριστερά. Όποιος το έζησε, ξέρει για τι μιλάω. Κι όποιος έχει παιδιά στη φάση της εφηβείας μέσα στην περίοδο της κρίσης, επίσης καταλαβαίνει τη δυσκολία, χωρίς φυσικά αυτό να συνεπάγεται πως όλα τα παιδιά ή, έστω, τα περισσότερα, θα γίνουν φασίστες.
 
Επιστρέφοντας τώρα στο αρχικό ερώτημα που αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής, δεν μπορώ παρά να επαναλάβω την αμηχανία μου σε σχέση με το τι πρέπει να γίνει. Υποθέτω ότι αυτό που χρειάζεται είναι να επανεξεταστούν από την αρχή όλες οι προταθείσες μέθοδοι αντιμετώπισης, να απορριφθούν εκείνες που προφανέστατα δεν είναι πρόσφορες και να αναζητηθεί το κοκτέιλ των δράσεων που συνδυαστικά και με επιμονή μπορούν να αποδώσουν αποτελέσματα. Θεσμική πίεση σε κεντρικό επίπεδο, μέσα σε πλαίσια νομιμότητας, και μαζική-ειρηνική πίεση σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Διαφώτιση. Αποκάλυψη των πραγματικών όψεων της οργάνωσης και στο ιδεολογικό και στο εγκληματολογικό πεδίο. Περισσότερη αλληλεγγύη στις γειτονιές – πόρτα πόρτα. Περισσότερο κοινωνικό κράτος. Περισσότερη ασφάλεια, χωρίς περισσότερη αστυνομοκρατία. Απόρριψη της βίας στην αντιμετώπισή τους, γιατί η βία είναι το δικό τους γήπεδο. Αναγνώριση των προβλημάτων που απορρέουν από τις μεταναστευτικές ροές, ιδίως σε περίοδο κρίσης, και αναζήτηση ουσιαστικών και δραστικών λύσεων για την αντιμετώπιση του θέματος μέσα στο πλαίσιο του κράτους δικαίου και των διεθνών συμβάσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
 
Και τα πολιτικά κόμματα; Τι ρόλο παίζουν τα πολιτικά κόμματα μέσα σ’ όλα αυτά; Έχει γίνει φανερό ότι, ειδικά στις σημερινές συνθήκες, δεν είναι πιθανή –παρότι για μένα θα ήταν επιθυμητή- η σύμπτυξη ενός αντιφασιστικού μετώπου που θα στερούσε κάθε ζωτικό χώρο στους νεοναζί. Η ένταση της πολιτικής σύγκρουσης είναι μεγάλη (και εύλογη, προσθέτω), γεγονός που δεν επιτρέπει οποιοδήποτε είδος «ανακωχής». Επιπλέον, η σύμπτυξη ενός τέτοιου μετώπου σε οριακές κοινωνικές συνθήκες θα έφερνε ενδεχομένως ακριβώς αντίστροφα αποτελέσματα, εφόσον θα μπορούσε να εμπεδωθεί η άποψη που καλλιεργείται από την ίδια τη Χρυσή Αυγή ότι όλοι οι άλλοι είναι ίδιοι κι ότι εκείνη αποτελεί τη μοναδική αυθεντική εναλλακτική λύση στο πολιτικό σύστημα.
 
Η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν πρέπει να αναζητηθούν τα ελάχιστα σημεία σύγκλισης. Κοινές συμπεριφορές χαμηλού προφίλ, όπως ήταν η σύμπραξη  κυβέρνησης και άλλων κομμάτων στο θέμα της χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής, είναι επιθυμητές, όπως επίσης και κάθε είδους κοινές ειρηνικές δράσεις σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.
 
Αυτό που είναι σίγουρα λάθος, και πρέπει να εξαλειφθεί, είναι η παρεμβολή του προβλήματος της αντιμετώπισης της Χρυσής Αυγής στα κομματικά παιχνίδια. Κορυφαίο τέτοιο παράδειγμα είναι βέβαια η υπόθεση Μπαλτάκου. Αλλά δεν είναι το μόνο. Όλα τα κόμματα έχουν την τάση να προβάλλουν εαυτούς ως τους μοναδικούς θεματοφύλακες της μαγικής συνταγής για την καταπολέμηση του νεοναζιστικού μορφώματος, καθώς και τη δική τους ενδυνάμωση ως το καλύτερο γιατροσόφι. Τελευταίο παράδειγμα, η απαίτηση του Σταύρου Θεοδωράκη να βγει το Ποτάμι τρίτο κόμμα για να… μην πάρει τη θέση η Χρυσή Αυγή! Δηλαδή το ζητούμενο δεν είναι η καταπολέμηση του κακού στη ρίζα του, το θέμα μας είναι πως θα ενισχυθεί ένα κόμμα για να μην καταλάβει η Χρυσή Αυγή την τρίτη θέση στις ευρωεκλογές…