Η κλασική λοιπόν τακτική είναι ότι για να ωφεληθούν έμμεσα οι λίγοι και καλοί του ιδιωτικού τομέας σε τομείς ζωτικής σημασίας (Υγεία, Παιδεία, υπηρεσίες κονής ωφέλειας) πρέπει πρώτα ο δημόσιος να αφεθει στην τύχη του. Δημιουργούνται λοιπόν σοβαρά κενά, τα οποία έρχονται μετά να καλύψουν οι ιδιώτες, με το αζημίωτο φυσικά.

Κάτι τέτοιο φαίνεται να έχει συμβεί στην υπόθεση της εργαστηριακής εξέτασης των τεστ για τον Covid-19, εκτός αν υπάρχει μια πιο πειστική εξήγηση, την οποία η κυβέρνηση ντρέπεται, εν μέσω σοβαρών καταγγελιών, να δώσει. Στις 1 Σεπτεμβρίου το ΕΚΕΑ, λόγω έλλειψης εξολισμού και με το αμίμητο περί «αλόγιστης χρήσης», δήλωσε αδυναμία να διενεργεί άλλους ελέγχους, μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου, όταν οι προμήθειες θα έχουν ανανεωθεί και θα μπορεί ξανά να διενεργεί 1.000 ελέγχους τη μέρα. Αυτή είναι η δυναμικότητα του από τον περασμένο Ιούνιο, όπως εξήγησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Στο μεταξύ όμως οι ανάγκες αυξήθηκαν, με τα δημόσια κέντρα, χωρις επιπλέον προμήθειες, να μην μπορούν να ανταποκριθούν σον επιπλέον φόρτο.

Ωστόσο, φαίνεται ότι η χώρα δεν έμεινε χωρίς «σχέδιο» από την κυβέρνηση. Μία μέρα μετά τη δήλωση αδυναμίας του ΕΚΕΑ, η 1η Υγειονομική Περιφέρεια στέλνει έγγραφο στις διοικήσεις των νοσοκομείων Aττικής, ενημερώνοντας για σχέδιο σύναψης σύμβασης με συγκεκριμένο ιδιωτικό διαγωνιστικό κέντρο. Θα μπορούσε εδώ να υποστηρίξει κάποιος ότι οι άμεσες ανάγκες και τα προβλήματα που ανακύπτουν απαιτούν και άμεσες λύσεις, παρά το γεγονός ότι αυτές θα είναι περισσότερο κοστοβόρες. Ίσως θα υπήρχε ένα επιχείρημα εδώ, χωρίς όμως να μένει στο απυρόβλητο η έλλειψη σοβαρού σχεδισμού. Αλλά:

Μιλώντας στην «Εφημερίδα των Συντακτών», ο διοικητής της 1ης Υγεινομικής Περιφέρειας, Παναγιώτης Στάθης, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικός: «Υπήρξε καθοδήγηση από το υπουργείο Υγείας να διοχετευτούν τα τεστ στον συγκεκριμένο διαγνωστικό όμιλο. Το υπουργείο πραγματοποίησε τη διαπραγμάτευση» τονίζει.

«Είχα δύο επιλογές: ή να υλοποιήσω την εντολή άνωθεν ή να αναζητήσω μέσω των προβλεπόμενων διαδικασιών εργαστήρια. Προτίμησα να υλοποιήσω την εντολή, λόγω του ότι τα δείγματα έχουν συγκεκριμένο χρόνο ζωής και αυτή τη στιγμή εκατοντάδες λιμνάζουν επί ημέρες στα ψυγεία των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας Αττικής», προσθέτει, ενώ σε δηλώσεις του στο «Έθνος» αναφέρει επίσης ότι «ότι η τιμή για ένα τεστ από το συγκεκριμένο διαγνωστικό κέντρο είναι στα 50 ευρώ όταν όλα τα υπόλοιπα ξεκινούν από 70 ευρώ και πάνω». Στο ΕΚΕΑ, η τιμή για κάθε τεστ είναι 13 ευρώ.

Μέσα σε όλα, στην υπόθεση εμπλέκεται και το μέλος της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων, Γκίκας Μαγιορκίνης, που εμφανιζόταν μέχρι την Παρασκευή στη σελίδα του ιδιωτικού κέντρου ως επιστημονικός υπεύθυνος. Πρόκειται για τον Λοιμωξιολόγο που ξεσήκωσε μαζικές αντιδράσεις, προσπαθώντας να υπερασπιστεί επιστημονικά την επιλογή του υπουργείου Παιδείας να μη μειώσει τα τμήματα στις σχολικές τάξεις. Ίσως εκείνη η εμφάνισή του να ήταν και η μόνη ως «αντί-Τσιόδρας», καθώς την Παρασκευή αντικαταστάθηκε από τον Χαράλαμπο Γώγο.

Ο ίδιος πάντως, λέει, στο «Έθνος» ότι «με το που μου προτάθηκε να εκπροσωπώ την Επιτροπή περί τα τέλη Αυγούστου, διέκοψα κάθε συνεργασία με το συγκεκριμένο κέντρο. Απλώς είχε ξεχαστεί το όνομά μου στην ιστοσελίδα το οποίο και αφαιρέθηκε λίγο μετά. Από τότε που έγινα εκπρόσωπος δεν έχω καμία σχέση με το Κέντρο». Προσθέτει ότι «παραιτήθηκα ακριβώς για να μην υπάρχει καν η υπόνοια περί σύγκρουσης συμφερόντων».

Ο Μαγιορκίνης όμως είναι μέλος της Επιτροπής από την αρχή της λειτουργίας της, πριν πολλούς μήνες. Σε όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρξαν καν οι «οι υπόνοιες περί σύγκρουσης συμφερόντων»; Δεν πλήττεται με τέτοιες υποθέσεις, ξανά, το κύρος της Επιτροπής, σε μια εποχή που μαζί με την έξαρση της πανδημίας παρατηρείται και αύξηση των θεωριών συνωμοσίας;

Πολλά τα ερωτήματα και μέχρι τώρα καμία απάντηση από την κυβέρνηση, πάνω από ένα 24ωρο μετά τις αποκαλύψεις. Και γιατί να το κάνει άλλωστε; Μήπως ασχολήθηκε με αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ; Φυσικά και όχι. Μήπως έχει σημασία που η αξιωματική αντιπολίτευση βάζει «μείζον ηθικό και πολιτικό ζήτημα»; Ή που το ΚΚΕ κάνει λόγο για σκανδαλώδη υπόθεση; Απ’ό,τι φαίνεται, δεν έχει και πολλή σημασία. Στην τελική, ποιος θα τους ρωτήσει. Τα εκατοντάδες φιλοκυβερνητικά μέσα που απλά προτιμούν την τακτική της «ομερτά»;

Πολλά τα ερωτήματα, έντονη η οσμή, καμία σοβαρή απάντηση μέχρι τώρα, αν υπάρχει. Οι ανάγκες για τεστ θα συνεχιστούν πάντως να είναι αυξημένες, σε σχολικές μονάδες ή σε κλειστές δομές όπως γηροκομεία και προσφυγικοί καταυλισμοί. Η κυβέρνηση δεν κάνει καμία σκέψη ούτε για ενίσχυση των δημοσίων ελέγχων, ούτε για επίταξη, ούτε για ένα ελάχιστο πλαφόν στις τιμές, την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι θα υποχρεωθούν απο την πραγματικότητα να κάνουν το τεστ με δυσβάσταχτο κόστος.

Η κρίση πάντως, σίγουρα, παράγει ευκαιρίες. Και το μοτίβο είναι πολύ γνωστό.