Μέσα σε ένα χρόνο από την εκλογή του, ο Τζο Μπάιντεν κατάφερε να κάνει τη δημοφιλία του να βουλιάξει σε τέτοιο βαθμό ώστε τελευταία επανέρχονται τα σενάρια για νέα υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον για την προεδρία – γιατί, δεν είναι μόνο ο Μπάιντεν, και η Καμάλα βγήκε Αστραχάν στους Δημοκρατικούς. 

Με κάτω από 33% δημοφιλία, την επίθεση που δέχθηκε για τον τρόπο αποχώρησης από το Αφγανιστάν, τα προβλήματα της πανδημίας και της οικονομίας να γιγαντώνονται, τα νοικοκυριά της αμερικάνικης «μεσαίας τάξης» να φτωχαίνουν μήνα το μήνα και μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να κυλάει κάτω από τα όρια της φτώχειας, το μόνο πεδίο που απομένει στον Μπάιντεν στην όποια προσπάθεια ανάκαμψης, είναι το εκτός συνόρων – κλασσική συμπεριφορά πολλών αμερικάνικων κυβερνήσεων, άλλωστε. Μόνο που και εκεί, η ρευστή ατζέντα, η αλλαγή σελίδας στη Λατινική Αμερική – που δεν αφήνει σήμερα περιθώρια για πολλά πραξικοπήματα– και η εγκατάλειψη του Αφγανιστάν, στην κεντρική Ασία, δεν του δίνουν κάποιο ξεκάθαρο γήπεδο. Το μόνο που είναι ξεκάθαρο είναι οι στοχοποιημένοι νέοι εχθροί, εναντίον των οποίων οι τόνοι ανεβαίνουν συνεχώς: Ρωσία και Κίνα. Σε αυτό το πλαίσιο, άλλωστε, εντάσσεται και η δημιουργία του AUKUS, και μαζί η παντοιοτρόπως στρατιωτική ενίσχυση της Αυστραλίας, όπως και οι προειδοποιήσεις της ηγεσίας του ΝΑΤΟ για «μεγάλη πιθανότητα» πολεμικών συγκρούσεων. Και δεν είναι μόνο η ηγεσία του ΝΑΤΟ αλλά και οι πιο αντιρώσοι των μελών του: χαρακτηριστικά, η ακροδεξιά κυβέρνηση της Πολωνίας έκανε πρόσφατα λόγο για «την μεγαλύτερη πιθανότητα πολέμου τα τελευταία τριάντα χρόνια» – δηλαδή μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. 

Με την αποτυχία των συνομιλιών ΗΠΑ – Ρωσίας, αυτομάτως, το ζήτημα της Ουκρανίας αναδεικνύεται ως το πρώτο πεδίο σύγκρουσης, καθώς ως προς αυτό ανεβαίνουν και οι τόνοι. Όμως δεν είναι το μόνο, ειδικά καθώς την σκληρότερη ΝΑΤΟική γραμμή υπάκουα ακολουθούν όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και ακριβώς εκεί βρίσκεται η ρίζα και των μεγάλων ανησυχιών της Ρωσίας. Το πεδίο αυτό είναι γνωστό και πολυ-αναλυμένο, όμως, κι οι ανησυχίες διεθνείς και από όλες τις πλευρές, εκφρασμένες μάλιστα πολλαπλώς.  Εκείνο που μοιάζει να περνά σε δεύτερο επίπεδο, όχι δικαιολογημένα κατά την άποψή μου, είναι το ζήτημα της πιθανής εμπλοκής της Κίνας, εναντίον της οποίας γίνεται ΝΑΤΟικός μοχλός πίεσης ακριβώς το ΝΑΤΟικό μπλοκ των κρατών της πρώην ΕΣΣΔ που έχουν προσχωρήσει στην Συμμαχία. Τα πρώτα έντονα σημάδια εμφανίστηκαν στον ορίζοντα και δεν είναι καθησυχαστικά. 

Την περασμένη εβδομάδα, μετά από συνέντευξη του προέδρου της Λιθουανίας, Γκιτάνας Νουσέντα (Gitanas Nauseda) που καλούσε την ΕΕ να «συμπαρασταθεί» στο κράτος – μέλος της, που ήδη βιώνει κυρώσεις από την Κίνα μετά από ένα «λαθάκι», οι Βρυξέλλες, μέσω Μπορέλ και μετά τη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών της κοινότητας, στήριξαν, τουλάχιστον προφορικώς, τη Λιθουανία. «Κάποια πράγματα πάνε καλά με την Κίνα, κάποια πάλι όχι. Στη συνάντηση μιλήσαμε για τις κινεζικές ενέργειες στη Λιθουανία και τον αντίκτυπο που έχουν στο σύνολο της ΕΕ. Οι χώρες μέλη εξέφρασαν ανοικτά την αλληλεγγύη τους στη Λιθουανία και συζήτησαν πως να πιέσουν ενεργά για την αποκλιμάκωση σε αυτή την κρίση», ήταν η ακριβής του δήλωση. 

Η Κίνα απάντησε σε υψηλό επίπεδο. «Η Ευρώπη και η Κίνα δεν πρέπει να αντιπολιτεύονται, πολύ περισσότερο να βρεθούν αντιμέτωπες, αλλά οφείλουν να ενισχύσουν την αλληλεμπιστοσύνη και να προωθήσουν τη συνεργασία, παραμένοντας εταίροι υψηλού επιπέδου. Η Γαλλική πλευρά κατανοεί την σημασία και το ευαίσθητον του ζητήματος της Ταϊβάν και θα παραμείνει οπαδός της αρχής της μίας- Κίνας» είπε την ίδια μέρα ο Γουάν Γουενμπίν, εκπρόσωπος του υπουργείου εξωτερικών της Κίνας.

Τα γεγονότα από την αρχή όμως, για το «λαθάκι» που δεν ήταν, βέβαια, λαθάκι αλλά συγκεκριμένη πολιτική επιλογή: η Λιθουανία αποχώρησε από τον περασμένο Μάιο από το γκρουπ 17+1, που αποτελεί τον άμεσο τρόπο επαφών της Κίνας με το ανατολικό κομμάτι της ΕΕ. Τον Νοέμβριο του 2021 η Λιθουανία αποφάσισε και επέτρεψε – μονομερώς, σε σχέση με την ΕΕ- να αποκτήσει εκεί διπλωματική αντιπροσωπεία η Ταϊβάν ως Ταϊβάν και όχι ως Κινεζική Ταϊπέι (το αποδεκτό από την Κίνα, και διεθνώς, όνομα). Είναι η πρώτη τέτοια αντιπροσωπεία επί ευρωπαϊκού εδάφους, ήταν βέβαιο ότι η Κίνα θα αντιδράσει, όντας σταθερή στην πολιτική της «μίας Κίνας με δύο συστήματα», και, επίσης δεν θέλει πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι δεν άνοιξε «κατά λάθος» αλλά επί τούτου και όχι με ξαφνική απόφαση της λιθουανικής κυβέρνησης.  

Μετά το άνοιγμα της ντε φάκτο πρεσβείας της Ταϊπέι στο Βίλνιους, η Κίνα ξεκίνησε τις κυρώσεις εις βάρος της Λιθουανίας. Ακολούθησε η απόφαση της Λιθουανίας να μη στείλει διπλωματικό εκπρόσωπο στους χειμερινούς Ολυμπιακούς του Πεκίνου, όπως είχαν ζητήσει και οι ΗΠΑ από την παγκόσμια κοινότητα, μετά το φιάσκο της απόπειρας μποϊκοτάζ. 

Με μεγάλες ζημιές στην οικονομία της από τις κινεζικές κυρώσεις, παρά τις αμερικανο- ταϊβανικές νέες αντισταθμιστικές επενδύσεις, λοιπόν, η Λιθουανία μετέφερε το ζήτημα που δημιούργησε το «λαθάκι» της στην ΕΕ. Για να γραφεί ακόμη ένα κεφάλαιο στην πολιτική ανυπαρξία, σήμερα, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και να καταγραφεί, μέσω της δήλωσης του εκπροσώπου του ΥΠΕΞ της Κίνας, η διαφοροποίηση της Γαλλίας από την αμερικάνικη πολιτική, όπως εκφράζεται μέσω Λιθουανίας. 

Η ενέργεια της Λιθουανίας είναι ενδεικτική των σχεδιασμών των ΗΠΑ στην περιοχή, και παράλληλα μια ακόμη ένδειξη – γιατί αυτές αυξάνουν – πως είναι πιθανό να μην «σπρώχνει η συγκυρία πιο κοντά Ρωσία και Κίνα» αλλά να επιθυμούν ακριβώς αυτό οι αμερικάνοι: εναν νέο «άξονα του κακού» εις βάρος του οποίου η πολιτική, από ένα σημείο και πέρα, θα είναι κοινή, δηλαδή και οι πρόξυ συμπλοκές και συγκρούσεις κοινές. Η επικινδυνότητα της κατάστασης αυξάνει μέρα με τη μέρα. Το θετικό μάθημα της ιστορίας είναι πως, στις ψυχροπολεμικές περιόδους δεν είναι ζητούμενο οι άμεσες συγκρούσεις, με τις παγκόσμια καταστροφικές συνέπειες, πάντως. Η σκακιέρα που έχει στρωθεί, και που, από αμερικανικής πλευράς, έχει στην πρώτη γραμμή Ουκρανία, Λευκορωσία, Καζακστάν και Ταϊβάν, με παράλληλη ενίσχυση της Αυστραλίας, στην οποία καταφθάνουν αμερικάνικα τανκς, και δυναμική, ίσως και κυρίαρχη, παρουσία της Βρετανίας, θα απαιτήσει χρόνο να «απλωθεί» πλήρως.

Σε αυτό το παιγνίδι η ΕΕ είναι ανύπαρκτη. Η υπενθύμιση της γαλλικής στάσης από την Κίνα και ο περιορισμός του Μακρόν σε μια δήλωση περί «ανησυχίας» για την «διαφωνία Κίνας – Λιθουανίας» είναι μάλλον ενδεικτικά της ανικανότητας της ΕΕ να χαράξει κοινή πολιτική και της ουσιαστικής ανυπαρξίας οποιασδήποτε ενότητας στην Ευρώπη. Είναι σαφές ότι ειδικά στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες (που έχουν μεγάλη αγάπη για την ακροδεξιά και καλλιεργούν πολλαπλά τον αντικομμουνισμό), όπως άλλωστε και στη χώρα μας, εκείνος που χαράσσει πολιτική είναι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και όχι στις Βρυξέλλες. Η πιθανή διάλυση της ΕΕ ή αλλαγή των «συνόρων» της, γίνεται όλο και πιο ορατό σενάριο, και κρίνεται από το κατά πόσον οι παραδοσιακές δυνάμεις της ΕΕ θα ακολουθήσουν ή θα χαράξουν αυτόνομη πολιτική, ειδικά απέναντι στον κολοσσό Κίνα ή θα συζητήσουν σοβαρά την (επίμονη) πρόταση Μακρόν για την ουσιαστική αυτονόμηση σε στρατιωτική και εξωτερική πολιτική.