του Γιάνη Βαρουφάκη για το Project Syndicate
Η επίσημη αντίδραση της ΕΕ στην αστυνομική βία, της οποίας γίναμε μάρτυρες κατά τη διάρκεια του Δημοψηφίσματος για την Ανεξαρτητοποίηση της Καταλονίας, αγγίζει τα όρια της εγκληματικής αδράνειας. Η δήλωση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι πρόκειται για εσωτερικό ζήτημα της Ισπανίας στο οποίο η ΕΕ δεν μπορεί να παρέμβει, είναι μνημείο υποκρισίας.
Βέβαια, η υποκρισία αποτελεί εδώ και καιρό βασικό στοιχείο της συμπεριφοράς της ΕΕ. Οι αξιωματούχοι της δεν είχαν καμία αναστολή στο να παρέμβουν στα εσωτερικά μιας χώρας όταν, για παράδειγμα, απαιτούσαν την απομάκρυνση εκλεγμένων πολιτικών που αρνούνταν να επιβάλλουν μειώσεις συντάξεων στους φτωχότερους πολίτες ή να ξεπουλήσουν δημόσια περιουσία σε εξευτελιστικές τιμές (κάτι το οποίο βίωσα και προσωπικά). Όταν όμως η Ουγγρική και η Πολωνική κυβέρνηση αποκηρύσσουν δημοσίως βασικές ευρωπαϊκές αρχές, ξαφνικά η μη παρέμβαση στα εσωτερικά των χωρών γίνεται ιερός και απαραβίαστος κανόνας.
Το καταλανικό ζήτημα έχει βαθιές ιστορικές ρίζες, όπως ο εθνικισμός γενικότερα. Όμως θα είχε άραγε οξυνθεί αν η Ευρώπη δεν είχε απαντήσει στην κρίση της Ευρωζώνης με την επιβολή μόνιμης ύφεσης στην Ισπανία και την υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια και με το να πριμοδοτεί εμμέσως την ξενοφοβία και τον πανικό όταν οι πρόσφυγες άρχισαν να περνούν μαζικά τα εξωτερικά της σύνορα; Με το παρακάτω παράδειγμα γίνεται φανερή η σύνδεση.
Η Βαρκελώνη, η πανέμορφη πρωτεύουσα της Καταλωνίας, είναι μια πλούσια πόλη με πλεονασματικό προϋπολογισμό. Κι όμως πολλοί κάτοικοί της αντιμετώπισαν ένα κύμα εξώσεων από τις ισπανικές τράπεζες που είχαν διασωθεί με χρήματα από τη φορολογία τους. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κίνημα πολιτών, το οποίο κατάφερε τον Ιούνιο του 2015 να εκλέξει Δήμαρχο Βαρκελώνης την Άντα Κολάου.
Ανάμεσα στις δεσμεύσεις της Άντα Κολάου προς τους πολίτες της Βαρκελώνης ήταν μείωση της φορολογίας για μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, βοήθεια στους φτωχούς και η κατασκευή κατοικιών για 15.000 πρόσφυγες – ένα μεγάλο μέρος από το συνολικό αριθμό που η Ισπανία είχε δεσμευτεί να απορροφήσει προς ανακούφιση χωρών πρώτης υποδοχής όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. Όλα αυτά θα μπορούσαν να επιτευχθούν χωρίς o προϋπολογισμός της πόλης να γίνει αρνητικός, απλά μειώνοντας τα δημοτικά πλεονάσματα.
Δυστυχώς, η Άντα σύντομα κατάλαβε ότι αντιμετώπιζε αξεπέραστα εμπόδια. Η κεντρική κυβέρνηση της Ισπανίας, εν ονόματι της υπακοής στις οδηγίες της ΕΕ για τη λιτότητα, νομοθέτησε ώστε να απαγορεύεται σε οποιονδήποτε δήμο να μειώσει τα πλεονάσματά του. Ταυτόχρονα, η κεντρική κυβέρνηση απαγόρευσε την είσοδο στους 15.000 πρόσφυγες για των οποίων τη στέγαση η Άντα Κολάου είχε χτίσει άψογες εγκαταστάσεις.
Μέχρι σήμερα, τα πλεονάσματα παραμένουν, οι φοροαπαλλαγές και η βοήθεια δεν πήγαν στους αδύναμους πολίτες και οι κατοικίες για τους πρόσφυγες παραμένουν άδειες. Φαίνεται καθαρά πώς στρώθηκε ο δρόμος για την αναβίωση του καταλανικού απομονωτισμού και το σημερινό αδιέξοδο εν γένει.
Ιστορικά, σε κάθε κρίση, ο συνδυασμός λιτότητας για τους πολλούς, σοσιαλισμού για τους τραπεζίτες και στραγγαλισμού της ντόπιας δημοκρατίας, δημιουργεί απελπισία και δυσαρέσκεια που είναι το οξυγόνο του εθνικισμού. Οι προοδευτικοί, αντιεθνικιστές Καταλανοί όπως η Κολάου βρίσκονται εν μέσω μιας διπλής πίεσης: από τη μία το αυταρχικό κατεστημένο του ισπανικού κράτους, που χρησιμοποιεί τις οδηγίες της ΕΕ σαν πρόσχημα για να δικαιολογήσει τις ενέργειές του, και από την άλλη ο παρωχημένος, αταβιστικός απομονωτισμός. Και στις δύο μεριές αντανακλάται η αποτυχία της εκπλήρωσης της υπόσχεσης για μια κοινή πανευρωπαϊκή ευημερία.
Στην περίπτωση της Καταλονίας βλέπει κανείς συμπυκνωμένο το γενικό ευρωπαϊκό πρόβλημα. Το να έχει κανείς να επιλέξει μεταξύ του αυταρχικού ισπανικού κράτους κι ενός εθνικισμού τύπου «Να ξανακάνουμε την Καταλονία μεγάλη», είναι το αντίστοιχο του να έχει κανείς να επιλέξει μεταξύ του Γερούν Ντάισελμπλουμ και της Μαρίν Λεπέν ,δηλαδή μεταξύ της λιτότητας και της διάλυσης.
Είναι καθήκον των προοδευτικών Ευρωπαίων να απορρίψουν και τα δύο: το βαθύ κατεστημένο σε ευρωπαϊκό επίπεδο και τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς που καταστρέφουν την αλληλεγγύη και την κοινή λογική σε κράτη μέλη όπως η Ισπανία.
Η εναλλακτική είναι μια συνολική ευρωπαϊκή λύση σε ένα πρόβλημα που έχει προκληθεί κυρίως από τη συστημική κρίση της Ευρώπης. Αντί να παρεμποδίζει την τοπική και περιφερειακή δημοκρατική διακυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να την ενθαρρύνει. Οι ευρωπαϊκές συνθήκες θα έπρεπε να αναθεωρηθούν ώστε να εξασφαλίζεται το δικαίωμα των περιφερειακών και δημοτικών οργάνων να έχουν περισσότερη δημοσιονομική αυτονομία και ακόμα και δικό τους δημοσιονομικό χρήμα. Θα έπρεπε επίσης να τους δίνεται η δυνατότητα να εφαρμόζουν δικές τους πολιτικές για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Αν ακόμα υπήρχε το αίτημα ανεξαρτητοποίησης της περιοχής από το διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος στο οποίο ανήκει η περιοχή, η ΕΕ θα μπορούσε να αναπτύξει μια διαδικασία διαχείρισης της απόσχισης. Για παράδειγμα, η ΕΕ θα μπορούσε να επικυρώσει το δημοψήφισμα περί ανεξαρτητοποίησης σε περίπτωση που η τοπική κυβέρνηση που το διεξάγει έχει κερδίσει την απόλυτη πλειοψηφία σε εκλογές με αυτό το πρόγραμμα. Ακόμα, το δημοψήφισμα θα έπρεπε να γίνει τουλάχιστον ένα χρόνο μετά τις τοπικές εκλογές ώστε να υπάρχει χρόνος για να διεξαχθεί μια σωστή και νηφάλια συζήτηση επί του θέματος.
Όσο για το νέο κράτος, θα έπρεπε να υποχρεούται να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο δημοσιονομικών μεταφορών με πριν. Για παράδειγμα το πλούσιο Βένετο θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιηθεί από την Ιταλία, αλλά θα ήταν υποχρεωμένο να διατηρεί τις δημοσιονομικές μεταφορές προς το Νότο. Ακόμα, το νέο κράτος θα απαγορευόταν να υψώνει σύνορα και θα ήταν υποχρεωμένο να παρέχει το δικαίωμα τριπλής υπηκοότητας στους κατοίκους του (την παλιά, τη νέα και την ευρωπαϊκή).
Η καταλανική κρίση είναι μια ιστορική υπενθύμιση ότι η Ευρώπη πρέπει να αναπτύξει ένα νέο τύπο κυριαρχίας, που ενδυναμώνει τις πόλεις και τις περιφέρειες, αποδομεί τις εθνοτικές ιδιοτυπίες και ενδυναμώνει τους δημοκρατικούς θεσμούς. Οι άμεσα ωφελημένοι από αυτό θα είναι οι Καταλανοί, ο λαός της Βόρειας Ιρλανδίας και πιθανώς οι Σκοτσέζοι (που μπορούν έτσι να έχουν την ευκαιρία να αποφύγουν τις παγίδες του Brexit). Μακροπρόθεσμα όμως, ωφελημένη από αυτό το νέο τύπο ανεξαρτησίας μπορεί να είναι συνολικά η Ευρώπη. Ένα ρεαλιστικό όραμα πανευρωπαϊκής δημοκρατίας είναι προαπαιτούμενο για να μπορούμε να οραματιστούμε μια Ευρώπη που αξίζει να διασωθεί.