-γράφει ο Δημήτρης Τσίρκας

Η Δήμητρα Κρουστάλλη, διευθύντρια σύνταξης του Βήματος ανακοίνωσε μέσω fb την αποχώρησή της από το Βήμα. Ο λόγος;  Οι «ασφυκτικές» πιέσεις από το Μαξίμου μετά το άρθρο της για το σκάνδαλο με το διπλό σύστημα καταγραφής των κρουσμάτων του κορωνοϊου.

Στο ίδιο σημείωμα, η κα Κρουστάλλη θυμάται «τον αγώνα που έδωσαν οι δημοσιογράφοι του Βήματος και των Νέων ενάντια στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, για να μείνουν ζωντανές οι εφημερίδες». Για όσους έχουν ξεχάσει, ο αγώνας αυτός απαιτούσε ν’ ασκήσει πίεση η τότε κυβέρνηση στις τράπεζες ώστε να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν τον Όμιλο Λαμπράκη-Ψυχάρη με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο – τόσα ήταν τα ελλείμματά του – επιπλέον των τεράστιων χρεών που είχε ήδη συσσωρεύσει και τα οποία δεν εξυπηρετούσε.

Δανεικά και αγύριστα δηλαδή τα οποία δεν πληρώθηκαν ποτέ από τους ιδιοκτήτες των εφημερίδων ή μάλλον πληρώθηκαν από όλους εμάς, μέσω των αλλεπάλληλων ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών με δημόσιο χρήμα. Ο ίδιος ο Ψυχάρης μάλιστα, ομολόγησε κυνικά στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ότι δανειζόταν από τις τράπεζες, χωρίς αντίκρισμα, με «αέρα»!

Σε αυτόν τον «όμορφο» αγώνα στρατεύτηκε η μεγαλοδημοσιογράφος και οι συνάδελφοί της. Και δεν αντιλαμβάνεται την αντίφαση των όσων λέει. Καταγγέλλει την εκβιαστική απομάκρυνσή της από την εφημερίδα διότι έγραψε κάτι που δεν άρεσε στο Μαξίμου. Και αμέσως μετά ομολογεί ότι και η ίδια έγινε πρόθυμα εργαλείο των κομματικών και επιχειρηματικών συμφερόντων που τώρα την πετάνε σαν στυμμένη λεμονόκουπα.

Με την έναρξη της κρίσης το 2010 τα μεγάλα ΜΜΕ στην Ελλάδα εγκατέλειψαν κάθε πρόσχημα αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και μπήκαν επικεφαλής του κοινωνικού πολέμου σε βάρος των εργαζομένων, προκειμένου να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των ιδιοκτητών τους και του πολιτικού συστήματος που διαπλεκόταν μαζί τους. Κάπως έτσι έφτασε η Ελλάδα να φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη ως προς την ελευθερία του Τύπου, μαζί με την Ουγγαρία, την Τουρκία και την Πολωνία.

Στην πρώτη γραμμή αυτού του πολέμου βρέθηκαν μεγαλοδημοσιογράφοι όπως ο Πρετεντέρης και η Σπυράκη που ομολόγησαν ότι έκρυβαν πληροφορίες για το χρέος της χώρας, αλλά δεν είχαν πρόβλημα να συκοφαντούν τους πολίτες που έχαναν τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους. Ή άλλοι που παρακολουθούσαν ταχύρρυθμα σεμινάρια από το ΔΝΤ, επ’ αμοιβής φυσικά, για να προπαγανδίσουν τις θέσεις του, όπως αποκάλυψε ο πρώην εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Ταμείο, Π. Ρουμελιώτης. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η κα Κρουστάλλη.

Σημαίνουν όλα αυτά ότι χαιρόμαστε με την απόλυση ενός δημοσιογράφου; Όχι, αλλά στην προκειμένη δεν είναι αυτό το μείζον. Το μείζον είναι ο ρόλος και η λειτουργία των ιδιωτικών ΜΜΕ τα οποία δεν είναι κάποιες συνηθισμένες επιχειρήσεις με αφεντικά και εργαζομένους. Είναι πανίσχυροι ιδεολογικοί μηχανισμοί επιφορτισμένοι με την ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος ανισότητας και εκμετάλλευσης. Και οι δημοσιογράφοι δεν είναι απλώς εργαζόμενοι, αλλά οργανικοί διανοούμενοι της αστικής τάξης και πολλές φορές, πιστόλια των διαπλεκόμενων αφεντικών τους.

Κάθε φορά λοιπόν που ένα τέτοιο «πιστόλι» πέφτει στη δυσμένεια του αφεντικού του και χάνει την καλοπληρωμένη θέση του η συζήτηση επανέρχεται στην «πληττόμενη» ελευθερία του Τύπου – λες και υπήρχε τέτοια – ή στα δικαιώματα των εργαζομένων στα ΜΜΕ – λες και δεν έχουν γίνει προ πολλού κουρέλια για τους πιο χαμηλόβαθμους εξ αυτών.

Ξαφνικά τότε θυμούνται όλοι τους δημοσιογράφους των 500 ευρώ, αφού σου λέει, αν εκδιώκονται γνωστοί μεγαλοδημοσιογράφοι όπως η Ακρίτα και η Κρουστάλλη, πόσο χειρότερη είναι η θέση των άγνωστων και χαμηλά αμειβόμενων δημοσιογράφων; Οποία υποκρισία!

Ασφαλώς, οι δημοσιογράφοι των 500 ευρώ δουλεύουν σε συνθήκες γαλέρας και δεν έχουν την παραμικρή ελευθερία, είναι υποχρεωμένοι ν’ αναπαράγουν πιστά τη γραμμή του μέσου που δουλεύουν. Όσοι είναι φιλόδοξοι ή δεν έχουν άλλες δυνατότητες βιοπορισμού το καταπίνουν και συνεχίζουν. Όσοι δεν αντέχουν, φεύγουν.

Κανείς όμως δεν ασχολείται μαζί τους, παρεκτός ως άλλοθι, όταν χάνει τη θέση του κάποιος διάσημος μεγαλοδημοσιογράφος, εξέχον μέλος τους κατάπτυστου συστήματος που μόλις τον ξέρασε. Και αυτό γιατί ο τελευταίος δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δική του αθωότητα ή την ταξική του θέση, οπότε καταφεύγει στους είλωτες του επαγγέλματος για να αποσπάσει τη συμπάθεια του κόσμου, επειδή τυπικά και μόνο μοιράζεται την ίδια ιδιότητα μαζί τους.

Όταν όμως δουλεύεις για δεκαετίες σε πορνείο, δύσκολα θα πείσεις για την παρθενία σου, όσο δυνατά και αν φωνάζεις. Ψιλά γράμματα αυτά βέβαια, για έναν χώρο όπου εργαζόμενοι και εργοδότες «εκπροσωπούνται» από το ίδιο συνδικάτο, την ΕΣΗΕΑ.

Για να το κλείσουμε, η κα Κρουστάλλη δεν θα δυσκολευτεί μάλλον να βρει νέα δουλειά και μάλιστα καλά αμειβόμενη. Στο ίδιο, άλλωστε, σημείωμα που ανακοινώνει την εκδίωξής της από το Βήμα, δηλώνει και την ακλόνητη πίστη της στο σύστημα που τόσο ταυτίστηκε μαζί του και ας την πληγώνει τώρα. Η σαπίλα όμως αυτού του συστήματος δεν αποδεικνύεται από την απομάκρυνση της κας Κρουστάλλη, αλλά από την ύπαρξή της, ως ακούραστης υπηρέτριάς του, για «30 καταπληκτικά χρόνια», όπως επαίρεται ακόμα και τώρα.