Τριανταεπτά νεκροί, 379 εξαφανισθέντες, μεταξύ των οποίων αρκετοί ανήλικοι, 1773 κακοποιήσεις και βασανισμοί από την αστυνομία – αυτοί έχουν καταγγελθεί-, στις χιλιάδες ο αριθμός των τραυματιών, με 105 να φέρουν τραύματα από σφαίρες της αστυνομίας και 28 να παρουσιάζουν οφθαλμικές βλάβες ή να έχουν χάσει το φως τους, και 936 συλλήψεις, με 11 σεξουαλικές κακοποιήσεις γυναικών κρατουμένων, είναι ο απολογισμός της εβδομάδας που μας πέρασε στην Κολομβία: ο επίσημος απολογισμός των διασταυρωμένων και επιβεβαιωμένων περιπτώσεων. 

Την ίδια ώρα, ο «πολιτισμένος κόσμος» ουσιαστικά να κωφεύει, πέραν των εκκλήσεων για «ηρεμία» και «συστάσεις για την μέγιστη δυνατή αυτοσυγκράτηση από τις δημόσιες αρχές επιβολής της τάξης», και «αποφυγή χρήσης μεγαλύτερης της απαιτούμενης βίας» με παράλληλα βέβαια καταδίκη των«βίαιων και βάνδαλων» διαδηλωτών, όπως το θέτει το Στέητ Ντηπάρτμεντ. Η Κολομβία είναι μια χώρα με πλήρως στρατικοποιημένη αστυνομία, ειδικές δυνάμεις – δολοφόνους και, από τα τέλη Απρίλη, τα τανκ κατά πολιτών στους δρόμους. Οι «βίαιοι και βάνδαλοι» του Στέητ Ντηπάρτμεντ είναι πολίτες που κατεβαίνουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στο δρόμο απαιτώντας δικαιοσύνη και οι δημοσιογράφοι που είναι στο πεδίο διαψεύδουν ότι υπήρξε πραγματική αντιπαράθεση των διαδηλωτών με την αστυνομία – η βία έχει μία και μόνη προέλευση και οι μόνοι που μιλούν για λαϊκή βία είναι οι άνθρωποι της κυβέρνησης. Την δική τους θέση υιοθετούν, μέσα από τη δήθεν καταδίκη της «υπερβολικής βίας» οι δυτικοί. Ανάλογη με αυτή των ΗΠΑ ήταν και η ανακοίνωση της ΕΕ, πρέπει να αναφερθεί (με κορυφαία ειρωνία την έκκληση  του εκπροσώπου της ΕΕ, Πήτερ Στάνο, για αποφυγή άνισης χρήσης βίας – avoid any disproportionate use of force by security forces – μετά από αναφορά στους «βανδαλισμούς και τη βία των διαδηλωτών» που «αποτελούν παραβιάσεις του δικαιώματος στη διαμαρτυρία»). Επίσης, γινόταν λόγος για 19 νεκρούς «μεταξύ των οποίων αστυνομικοί», την ώρα που οι επιβεβαιωμένοι από διεθνείς οργανώσεις θάνατοι διαδηλωτών ήταν 24 και οι εσωτερικές πηγές κάναν λόγο για 37).

Και οι δύο ανακοινώσεις ήρθαν μετά από διεθνείς πιέσεις και τουλάχιστον δύο μέρες μετά την σχετική παρέμβαση του ΟΗΕ, που, ομολογουμένως, ήταν αρκετά πιο αυστηρή στην ορολογία της.

Η κυβέρνηση Ντούκε αναγνωρίζει μόνον έναν νεκρό διαδηλωτή και έναν νεκρό αστυνομικό. Επίσης, αναφέρει τρεις τραυματίες αστυνομικούς και δήλωσε μέσω του υπουργού Αμύνης ότι «δεν θα υπάρξει κανένα έλεος των δημοσίων αρχών της τάξης απέναντι στους βάνδαλους». Εκεί ακριβώς βρίσκονται σε απόλυτη σύμπνοια ΗΠΑ και ΕΕ…

Είναι χαρακτηριστικό ότι την Κυριακή του Ορθόδοξου Πάσχα, ο πρόεδρος Ιβάν Ντούκε έδωσε εντολή να αναπτυχθεί ο στρατός στις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας  – χιλιάδες ανδρών- ώστε «να προστατεύσουν τους πολίτες από τους διαδηλωτές». 

Στους δρόμους έχουν αναπτυχθεί περί τις 47.500 ένστολοι από το υπουργείο Αμύνης. Χαρακτηριστικά, μόνο στο Κάλι, με πληθυσμό δύο εκατομμυρίων, τις διαδηλώσεις πλήττουν 1800 αστυνομικοί, 700 στρατιώτες, 500 άνδρες των δολοφονικών ειδικών δυνάμεων, με ελικόπτερα, τεθωρακισμένα και κανόνια νερού και έχουν καταγραφεί, από ντόπιες και διεθνείς ειδησεογραφικές πηγές, δεκάδες περιπτώσεις χρήσης αληθινών πυρών κατά διαδηλωτών. 

https://www.instagram.com/tv/COlz3VnAhum/?igshid=14rrlpzwb17al

Κα ο στρατός, όπως και η αστυνομία στην Κολομβίας, υπάγονται στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας. 

Σύμφωνα με το αμερικάνικο ΤΙΜΕ, έχει αποδειχθεί ότι «χρησιμοποιούνται αδιακρίτως επικίνδυνα όπλα κατά των πολιτών από την αστυνομία» της Κολομβίας, ενώ αντίστοιχα βίντεο, με συνεχόμενες ριπές από τανκ κατά διαδηλωτών, έχουν βγει ήδη στη δημοσιότητα από διεθνείς οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ο φωτορεπόρτερ του TIME, Αντρές Καρντόνα, δηλώνει ότι στο πεδίο είδε την αστυνομία «να χρησιμοποιεί αληθινά πυρά και τα τεθωρακισμένα να αντιμετωπίσει τον πληθυσμό που ήταν άοπλος ή, το πολύ πολύ, να πετούσε πέτρες στην αστυνομία».

Οι κινητοποιήσεις του λαού της Κολομβίας ξεκίνησαν με τη γενική απεργία της 28ης Απριλίου, που αποτελούσε απάντηση στην φιλελεύθερη πολιτική του Ιβάν Ντούκε, του προέδρου της χώρας, και το φορολογικό νομοσχέδιο που είχε εισάγει, το οποίο έπληττε κυρίως την εργατική και αγροτική τάξη και τους άνεργους. Πάνω από πέντε εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους, μέρος περισσότερες από 500.000 διαδηλωτές στην πρωτεύουσα Μπογκοτά. Ο Ντούκε απέσυρε (προς το παρόν) το νομοσχέδιο, τη 2α Μαΐου, αλλά όχι και την στρατικοποιημένη του αστυνομία από τους δρόμους. Οι εικόνες, όμως, της αδιάκριτης χρήσης των όπλων κατά των διαδηλωτών, αντί να τρομοκρατήσουν το λαό, κατέβασαν ακόμη περισσότερους στο δρόμο. «Ακόμη και πολλοί υποστηρικτές της κυβέρνησης κατεβαίνουν τώρα στο δρόμο, εξοργισμένοι από όσα συμβαίνουν», λέει ο Αντρές Καρντόνα. 

Την ίδια εκτίμηση κάνει σε ανακοίνωση του, ο Οργανισμός για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Κολομβίας, αναφέροντας συγκεκριμένα ότι «όσο η κρατική βία εντείνεται η οργή των πολιτών μεγαλώνει και παράλληλα εκτοξεύονται τα περιστατικά αστυνομικής βίας» ενώ καταγγέλει και πράκτορες με πολιτικά στις διαδηλώσεις αλλά και πυρά από παραστρατιωτικούς και την λογοκρισία που έχει επιβληθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο λαός της Κολομβίας συνεχίζει να διαμαρτύρεται, όχι μόνο για την δολοφονική καταστολή αλλά και απέναντι σε μία αποτυχημένη κυβέρνηση, όχι μόνο στο θέμα της πανδημίας αλλά και σε κάθε τομέα, ειδικά δε στην οικονομία. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ένα ιθαγενικό πανώ, «Αν ένας λαός διαμαρτύρεται και διαδηλώνει σε καιρό πανδημίας, είναι γιατί η κυβέρνηση του είναι πολύ πιο επικίνδυνη από τον ιό». 

Οι πρώτες διαδηλώσεις έγιναν μετά από κάλεσμα των συνδικάτων και των ιθαγενικών οργανώσεων, αλλά εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα σε αυθόρμητες και παλλαϊκές, με την κάθοδο στους δρόμους φοιτητών, μαθητών, μελών της λεγόμενης μεσαίας τάξης, που έχουν φτωχοποιηθεί – και είχαν ξεκινήσει διαμαρτυρίες με κατσαρόλες από το Φεβρουάριο- , αλλά και όλων όσων αντιδρούν στην εγκατάλειψη της δημόσιας παιδείας, της δημόσιας υγείας και της ειρηνευτικής συμφωνίας με το FARC, του οποίου οι πρώην αντάρτες συνεχίζουν να δολοφονούνται από παραστρατιωτικούς της δεξιάς. 

Περισσότερο από το 50% των Κολομβιανών ζουν σήμερα κάτω από το όριο της φτώχειας, καθώς οι πολιτικές Ντούκε, ενισχυμένες από την πανδημία, προσέθεσαν περίπου είκοσι εκατομμύρια νεόπτωχους στη χώρα. Στους σχετικούς πίνακες, η Κολομβίας είναι σήμερα η χώρα με τις μεγαλύτερες ανισότητες σε όλη τη Λατινική Αμερική, θέση που «κέρδισε» υπό την διακυβέρνηση Ντούκε. Ειδικά, δε, στην Λατινική Αμερική, μια περιοχή του κόσμου με τεράστιες και ορατές τις ανισότητες, κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο «επίτευγμα», όταν από το 2019 έχουμε δει τις ανισότητες να αυξάνονται – και τους λαούς να βγαίνουν στο δρόμο- σε Χιλή, Ισημερινό, Περού, την Βολιβία υπό το πραξικόπημα…

Στις ΗΠΑ η κατάσταση αντιμετωπίζεται με ανησυχία, καθώς η Κολομβία φαίνεται πολύ πιθανό να περάσει σε αριστερά χέρια στις εκλογές του 2022 – κάτι που έχει να συμβεί δεκαετίες. Όμως η κατάσταση στην οποία έχει φέρει τη χώρα ο Ντούκε (που δεν θα κατέβει ο ίδιος) και οι συνεχιζόμενες δολοφονίες ακτιβιστών και πρώην ανταρτών, φαίνεται πως έχουν αντιστρέψει το κλίμα. 

Στις λεπτομέρειες, τρεις αγώνες ποδοσφαίρου που επρόκειτο να λάβουν χώρα στην Κολομβία, στο πλαίσιο του Κόπα Λιμπερταδόρες, μεταφέρθηκαν στην Παραγουάη. 

Το νομοσχέδιο, οι φιλελεύθερες πολιτικές και η ανισότητα

Οι ισπανομαθείς, αξίζει να παρακολουθήσουν αυτή εδώ τη συζήτηση

Όπως γράφαμε και αλλού, οι λαϊκές αντιδράσεις εκτινάχθηκαν με την απόπειρα της κυβέρνησης του προέδρου Ιβάν Ντούκε να εκμεταλλευτεί τις συνθήκες της πανδημίας για να περάσει μια σειρά αντιλαϊκών και σκληρότατων νεοφιλελεύθερων μέτρων. Είχε μάλιστα την ευφυή ιδέα να ονομάσει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο «Νόμος για την Αειφόρο Αλληλεγγύη». Πρόκειται για ένα νόμο «φορολογικής μεταρρύθμισης» που έπληττε ακριβώς τους φτωχότερους και νεόπτωχους, επιβάλλοντας μια σειρά νέων έμμεσων φόρων σε αγαθά πρώτης ανάγκης. Χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι μόνο στο ηλεκτρικό και στο ίντερνετ ο έμμεσος φόρος που θα επιβάλλονταν ήταν 19% επί της κατανάλωσης και ο έμμεσος φόρος στα βασικά είδη διατροφής έφτανε το 11%. Ανάλογοι φόροι, που θα εκτόξευαν τα κόστη της αγροτικής παραγωγής, έμπαιναν και στα καύσιμα. 

Παράλληλα, η υποβολή των νομοσχεδίων γινόταν με τη χώρα να μετρά εκατοντάδες νεκρούς κάθε μέρα, και την χρησιμοποίηση των θανάτων για να μην επιτραπούν λαϊκές συγκεντρώσεις. Η Κολομβία έχει περίπου τρία εκατομμύρια κρούσματα και πάνω από 75.000 νεκρούς λόγω πανδημίας, που οφείλονται κυρίως στη διάλυση του δημοσίου συστήματος υγείας. Και δεν είναι μόνο το σύστημα υγείας αλλά και η δημόσια παιδεία και η κοινωνική πρόνοια που έχουν υποστεί καταστροφικά πλήγματα από τις πολιτικές Ντούκε. 

Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι είναι δεκάδες οι ακτιβιστές και συνδικαλιστές που εκτελούνται από τους παραστρατιωτικούς της Ακροδεξιάς κάθε μήνα. Από την αρχή του 2021 έχουν δολοφονηθεί 38 ακτιβιστές, με πιο πρόσφατο θύμα τον αγροτοσυνδικαλιστή Κάρλος Βιντάλ. Το 2020 στην Κολομβία δολοφονήθηκαν 309 ακτιβιστές του αγροτικού τομέα, του φεμινιστικού και του ΛΟΑΤΚΙ κινήματος, και 64 αριστεροί πρώην αντάρτες του FARC (Επαναστατικές Δυνάμεις της Κολομβίας, Fuerzas Armadas Revolucionarias de Colombia). Παράλληλα, έγιναν ακόμη 91 δολοφονικές επιθέσεις στις οποίες τα κίνητρα δεν είναι ξεκάθαρα – πολλές καταγγέλονται ως συμβόλαια θανάτου που εκδίδουν αφεντικά κατά εργατών που συνδικαλίζονται- ενώ 78 ανθρώπους δολοφόνησαν οι δυνάμεις ασφαλείας της Κολομβίας πέρισυ, και έχουν δολοφονήσει ήδη πάνω απο 40 φέτος. 

Από την υπογραφή της Ειρηνευτικής Συμφωνίας το 2016, και το Νόμπελ Ειρήνης που δεν αναγνώριζε την σημασία και το ρόλο του FARC, μέχρι και το 2020 έχουν δολοφονηθεί 1.107 ακτιβιστές και υπερασπιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων και 253 πρώην αντάρτες.