της Μαρίας Απατζίδη*
Σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν προσλήψεις για την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, αλλά επικρατεί ένα διαρκές κλίμα αβεβαιότητας, όπου το κράτος παρακαλεί τη «φιλανθρωπία» των ιδιωτών, όπως του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, προκειμένου να ανταποκριθεί στις συνταγματικές του υποχρεώσεις. Σημαίνει να θυσιάζονται όλα για τον ένα Μινώταυρο: την εξυπηρέτηση ενός μη βιώσιμου χρέους που καθηλώνει για πάντα τη χώρα μας σε ύφεση και στασιμότητα.
Στο πλαίσιο αυτό ο «πλεονασματικός» λόγος περί ατομικής ευθύνης, που εμπεδώθηκε στη βιοπολιτική της κυβέρνησης κατά την πανδημία του κορονοϊού, αντιστοιχεί σε ένα τραγικό έλλειμμα κρατικής ευθύνης. Η εβδομάδα που μας πέρασε είδε νομοσχέδια και τροπολογίες με τις οποίες η κυβερνώσα παράταξη μετακύλισε τις ευθύνες του κράτους είτε στη «φιλανθρωπία» ισχυρών ιδιωτών, είτε στην «ατομική ευθύνη» των οικονομικώς ασθενεστέρων.
Η επικαιροποιημένη κύρωση συμβάσεων δωρεών ανάμεσα στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος και το Ελληνικό Δημόσιο, που ψηφίστηκε αυτήν την εβδομάδα στη Βουλή, εμπεδώνει τη λογική του outsourcing, δηλαδή της εξωτερικής ανάθεσης και μάλιστα σε έναν τομέα, όπως η υγεία, που είναι η κατ’ εξοχήν συνταγματική υποχρέωση του κράτους. Δεν πρέπει, όμως, να ξεχνάμε το άρθρο 21 του Συντάγματος που ορίζει ότι το Κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και λαμβάνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων. Με την κατίσχυση των μνημονιακών πολιτικών, η υγεία, το κατ’ εξοχήν ανελαστικό αγαθό, μετατρέπεται σε μια υπόθεση που επαφίεται στην «καλοσύνη» των ιδιωτών. Οδηγούμαστε με παρόμοια νομοσχέδια σε μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος τρέφεται από τις αποτυχίες του. Καθώς οι ασκούμενες πολιτικές δεν έχουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, απαιτείται στη συνέχεια η όλο και πιο επιθετική εφαρμογή παρόμοιων πολιτικών, οι οποίες προκάλεσαν εξαρχής το πρόβλημα. Όπως λ.χ. στα μνημονιακά χρόνια οι μειώσεις μισθών και συντάξεων οδηγούν σε ύφεση που μειώνει το Α.Ε.Π. με αποτέλεσμα να απαιτούνται μετά νέες μειώσεις μισθών και συντάξεων. Μια παρόμοια διάδραση μεταφέρεται τώρα και στον χώρο της υγείας. Η απαξίωση του δημόσιου συστήματος υγείας οδηγεί στο καλωσόρισμα δωρεών με αποτέλεσμα την περαιτέρω απαξίωση του Ε.Σ.Υ. Οι Συμπράξεις Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ.) παρουσιάζονται έτσι ως αναγκαιότητα, αφού το κράτος θεωρείται ως ανίκανο να διαχειριστεί αποτελεσματικά το Ε.Σ.Υ. Στην πραγματικότητα, όμως, το κράτος έχει αφήσει το Ε.Σ.Υ. στη μοίρα του και οι δωρεές δεν είναι αθώες, αλλά μέρος ενός φαύλου κύκλου με αυτοεκπληρούμενες προφητείες για την αποδυνάμωση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας.
Επιστροφή στην (έκτακτη ανάγκη ως νέα) κανονικότητα
Ταυτόχρονα οι ιδιωτικές κλινικές και θεραπευτήρια που δεσμεύθηκαν αναγκαστικά λόγω της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19 αποζημιώνονται με ασύστολα δώρα προς τους κλινικάρχες. Η κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενη την πανδημία, ενισχύει απροκάλυπτα τους ολιγάρχες που λυμαίνονται τον χώρο της υγείας· ενώ θα έπρεπε να είχε επιτάξει τις ιδιωτικές κλινικές, τις αποζημιώνει με προκλητικότατες διατάξεις για υποτιθέμενα δυνητικά κέρδη που απωλέσθηκαν και τα οποία μάλιστα θα εισπράττονται και ως αφορολόγητα.
Η πανδημία θα μπορούσε να είχε υπάρξει μια σπάνια ευκαιρία για να εγκύψουμε στη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αντ’ αυτού, ψηφίζεται ένα συνονθύλευμα από μέτρα προσωρινού χαρακτήρα, που είτε εμπεδώνουν νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες, είτε εργαλειοποιούν την πανδημία για την κατίσχυση του λεγόμενου «επιτελικού κράτους» ημετέρων, ενώ παράλληλα η δημόσια υγεία εκχωρείται στους ιδιώτες. Και ενώ το προεκλογικό σύνθημα της κυβερνώσας παράταξης ήταν «επιστροφή στην κανονικότητα», τα νομοσχέδια που φέρνει κατά τη διακυβέρνησή της και δη στον χώρο της υγείας είναι μάλλον ένα «επιστροφή στην έκτακτη ανάγκη». Ή, για να το θέσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, «επιστροφή στην αέναη παράταση της έκτακτης ανάγκης ως νέα κανονικότητα», προκειμένου μέσω της διαρκούς έκτακτης ανάγκης να εμπεδώνονται ως νέα κανονικότητα οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αλλά και το βόλεμα των ημετέρων του λεγόμενου «επιτελικού κράτους» που δεν είναι καθόλου νεοφιλελεύθερο, αλλά συνιστά τη χειρότερη μορφή αντιλαϊκού κρατισμού. Πρόκειται για έναν τοξικό συνδυασμό που δεν πρέπει να συνηθίσουμε: Από τη μια ο κρατισμός βολέματος ημετέρων και από την άλλη, η εκχώρηση της υγείας, που αποτελεί συνταγματική υποχρέωση του κράτους, σε ισχυρούς ιδιώτες.
Το νομοσχέδιο για την υγεία που ψηφίστηκε αποτελεί μία ομολογία αποτυχίας. Ο πρωθυπουργός διακήρυσσε από το βήμα της Βουλής τον Φεβρουάριο ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2021 θα είχε εμβολιαστεί πάνω από το 70 τοις εκατό πλήρως. Σήμερα ο εμβολιασμός έχει φτάσει περί το 35 τοις εκατό. Όλα αυτά τα μέτρα, παρατάσεων αντί για προσλήψεις, μετακύλισης της κρατικής ευθύνης στην ιδιωτική φιλαθρωπία κ.ο.κ. συγκαλύπτουν το γεγονός ότι δεν έχει δημιουργηθεί δίκτυο μαζικών τεστ και δίκτυο κέντρων μαζικού εμβολιασμού. Και για αυτό το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε εμπεδώνει τη λογική του να αναλαμβάνουν την ευθύνη των αυτοδιαγνωστικών ελέγχων οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αντί να δημιουργηθεί ένα δίκτυο κέντρων μαζικών τεστ και μετά μαζικού εμβολιασμού σε κάθε γειτονιά, πόλη και χωριό και να μείνει παρακαταθήκη και για το μέλλον. Δημιουργείται έτσι το αίσθημα ότι ο πολίτης δεν μπορεί να εμπιστευτεί το κράτος, ότι είναι μόνος και απροστάτευτος έναντι πανδημιών και άλλων κινδύνων. Και ότι οι αδύναμοι πολίτες είναι στο έλεος των ισχυρών και της όποιας φιλανθρωπίας ή σκληρότητάς τους.
Προπληρωμένες χρεωστικές κάρτες: Η κυβέρνηση ευτελίζει ένα πολύτιμο εργαλείο
Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση «καίει» ένα σημαντικό μέσο, τις ψηφιακές πλαστικές χρεωστικές κάρτες, με το να το χρησιμοποιήσει με έναν τρόπο άκρως υποτιμητικό για τους νέους, διχαστικό για το σώμα των πολιτών και, ως συνήθως, άστοχα και υπερφίαλα διδακτικό. Βεβαίως, το ίδιο το εργαλείο των ψηφιακών χρεωστικών καρτών θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί σωστά. Το ΜέΡΑ25 από την αρχή της πανδημίας, δηλαδή ενάμιση περίπου χρόνο πριν, ζητούσε να χρησιμοποιηθούν χρεωστικές κάρτες, για όλους τους ευάλωτους πολίτες, για να αντιμετωπιστεί επιτυχώς εξαρχής και συνολικά η ακραία κρίση, όπως και το 2015 είχε χρησιμοποιηθεί το εργαλείο αυτό για την ενίσχυση τετρακοσίων χιλιάδων ευάλωτων οικογενειών. Τώρα, όμως, έρχεται ο πρωθυπουργός με καθυστέρηση ενάμιση χρόνου να δώσει τις πλαστικές κάρτες μόνο στους νέους, κάνοντάς τους μάθημα με διδακτικό ύφος. Λείπει, δυστυχώς, η ενσυναίσθηση. Ένας πρωθυπουργός, ο οποίος τους προηγούμενους μήνες μαζί με τον υπουργό του τον κ. Χρυσοχοΐδη, έστελνε τα ΜΑΤ στις πλατείες, όπως στη Νέα Σμύρνη, σε μετωπική σύγκρουση με τη νεολαία· ένας πρωθυπουργός που είχε μόνο απαξιωτικό λόγο να εκφέρει για τους νέους, αντιμετωπίζοντάς τους ως ταραξίες και επιρρίπτοντάς τους την ευθύνη για τα κλειστά πανεπιστήμια, δεν έχει δικαίωμα να κουνάει το δάχτυλο στους νέους διδακτικά και με αστειάκια αμφίβολου γούστου και παρωχημένης αργκό του 1980.
Η όλη συμβολική της κίνησης είναι προβληματική: Είναι σαν να υπονοείται ότι οι νέοι χρειάζονται εκπαίδευση και μόρφωση, δηλαδή εντέλει χειραγώγηση σε σχέση με το ζήτημα του κορονοϊού. Παλιότερα ο πρωθυπουργός είχε μιλήσει άκομψα για τους «ψεκασμένους», διχάζοντας τον ελληνικό λαό. Σήμερα διατείνεται ότι για να εμβολιαστούν οι νέοι, πρέπει να πάρουν λεφτά που θα πάνε κυρίως στην πολιτισμική τους εκπαίδευση. Αυτό δίνει πολλαπλά λάθος μηνύματα. Είναι και μια φτηνή εξαγορά των συνειδήσεων των νέων, όπως ειπώθηκε κατά κόρον στον αντιπολιτευτικό δημόσιο λόγο. Αλλά το κύριο πρόβλημα είναι ότι ένα ζήτημα υγειονομικό συνδέεται ατυχέστατα με ζητήματα παιδείας και πολιτισμού, δακτυλοδεικνύοντας ως πρόβλημα τη νέα γενιά. Πρόκειται για τον χαρακτηριστικό αυταρχικό πατερναλισμό της Δεξιάς.
Ουσιαστικά, ο πρωθυπουργός προσπαθεί να παγιδεύσει τους νέους. Αν μεν οι νέοι προσέλθουν στον εμβολιασμό, θα παρουσιαστούν ως φτηνά εξαγορασμένοι, για 150 ευρώ, και ταπεινωμένοι από τη Δεξιά της πατερναλιστικής καταστολής. Το οποίο είναι άτοπο γιατί οι νέοι, όπως και άλλοι πολίτες μεγαλύτερων ηλικιών, είναι αναμενόμενο να πάνε ούτως ή άλλως να εμβολιαστούν και για το καλό της υγείας τους και από κοινωνική ευθύνη και αλληλεγγύη προς τους υπόλοιπους συμπολίτες. Ενώ, αν τελικά οι νέοι δεν προσέλθουν μαζικά στον εμβολιασμό, και πάλι το αποτέλεσμα είναι ότι με έμμεση ή άμεση προτροπή της κυβέρνησης, θα στραφούν οι μεγαλύτερες ηλικίες εναντίον τους. Θα παρουσιαστούν οι νέοι ως αποκομμένοι από την υπόλοιπη κοινωνία, ως απρόθυμοι όχι μόνο για τον εμβολιασμό, αλλά και για την πολιτισμική τους εκπαίδευση. Δεν ξέρω αν η κυβέρνηση είναι τόσο αποκομμένη από την πραγματικότητα, ώστε να θεωρεί ότι μπορεί να προσελκύσει ψήφους με παρόμοια τεχνάσματα ηθικής φτήνιας. Το μέτρο, πάντως, είναι ταπεινωτικό για τους νέους. Αλλά ακόμη και ως «επιβράβευση» των νέων να παρουσιαστεί το μέτρο, όπως έγινε μια ανάλογη αδέξια προσπάθεια από την κυβέρνηση, πρόκειται για έναν παρωχημένο αυταρχικό πατερναλισμό που θυμίζει άλλες δεκαετίες της Δεξιάς. Ασφαλώς, οι νέοι γνωρίζουν καλά τη δολιότητα παρόμοιων μεθοδεύσεων. Και δεν μπορούν να ταπεινωθούν. Βεβαίως και θα λάβουν τις αποφάσεις τους ανεπηρέαστοι από φτηνά μανατζερίστικα τρικ. Και θα καταφανεί στις συνειδήσεις πόσο «από άλλο κόσμο» άσχετο με τους νέους είναι η παρούσα κυβέρνηση που μοιάζει να θεωρεί τη νεολαία ως δήθεν επηρεαζόμενη από φτηνά κόλπα.
Όμως, μια πολύ μεγάλη ζημιά θα έχει γίνει στις συνειδήσεις: Ως ΜέΡΑ25 λυπούμαστε που η κυβέρνηση απαξιώνει εκ προοιμίου και εντέλει ευτελίζει ένα σημαντικό μέτρο, όπως η παροχή προπληρωμένων καρτών από το Δημόσιο στους πολίτες ως άμεση ενίσχυση. Ένα μέτρο που θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιηθεί με τρόπο καινοτόμο και φιλολαϊκό, εφαρμόζεται με έναν κακής ποιότητας «εντερπρενερικό» τρόπο μόνο για συγκεκριμένες δακτυλοδεικτούμενες ομάδες και μόνο προς συγκεκριμένες εταιρείες. Αν αύριο μια άλλη κυβέρνηση θελήσει να εφαρμόσει το εργαλείο των προπληρωμένων ψηφιακών καρτών, όπως το ΜέΡΑ25 έχει προτείνει εξαρχής, αυτό θα έχει συνδεθεί με την αναξιοπρέπεια, τον ευτελισμό και τον διχασμό. Και είναι κρίμα!
Προς ένα νέο «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» για τις γυναίκες;
Ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός για το «συνέδριο υπογεννητικότητας» και η κυβερνώσα παράταξη ψήφισε νομοσχέδιο που στις πρώτες κιόλας διατάξεις του αυξάνει τον χρόνο της επιτρεπόμενης υποβοηθούμενης αναπαραγωγής κατά δύο έτη, από τα 50 στα 52. Ο προφανής σκοπός της κυβέρνησης είναι να μετατραπούν τα κέντρα υποβοηθούμενης αναπαραγωγής σε κέντρα «τουρισμού υγείας» με την κυβέρνηση να βάζει το κέρδος των ιδιωτών πάνω από τη μέριμνα της υγείας των γυναικών, την οποία είναι πρόθυμη να θυσιάσει. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση δεν έχει βάλει μυαλό από τη σωρεία αντιδράσεων προς τη λογική του πρόσφατου σχεδιαζόμενου «συνεδρίου υπογεννητικότητας». Αντιδράσεις που δείχνουν ότι η κοινωνία ανθίσταται στη στροφή προς τον συντηρητισμό που επιχειρεί η κυβέρνηση και αρνείται την εργαλειοποίηση της γυναίκας και του σώματός της για αλλότριες σκοπιμότητες που εντέλει ανάγονται στο ιδιωτικό κέρδος. Είναι υποκρισία τη στιγμή που το εργασιακό νομοσχέδιο καταλύει κατάφωρα κάθε ελπίδα στα νεαρά εργαζόμενα ζευγάρια να κάνουν οικογένεια να δείχνει η κυβέρνηση υποκριτική ευαισθησία για τη δημιουργία νέων οικογενειών. Αν η κυβερνώσα παράταξη νοιαζόταν για το μέλλον της χώρας μας, αυτό θα είχε αποτυπωθεί κατ’ εξοχήν στα εργασιακά νομοσχέδια γιατί από αυτά εξαρτάται αν θα έχουμε νέες οικογένειες. Όμως η Νέα Δημοκρατία προβάλλει τη συντηρητική και ανάλγητη ιδεολογική της ταυτότητα με κυνική συνέπεια. Από τη μια καταστρέφει την ελπίδα των εργαζομένων να κάνουν οικογένεια. Από την άλλη, φέρνει ρυθμίσεις για την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή με γνώμονα το κέρδος των ιδιωτών και όχι την υγεία της μητέρας.
Στις πρώτες διατάξεις του νομοσχεδίου υγείας, όμως, εκπλήσσει πολύ αρνητικά και το γεγονός ότι θεσπίζεται «Ηλεκτρονικό Αρχείο Παροχής Υγείας», όπου θα καταγράφονται μεταξύ άλλων στοιχείων ο μητρικός θηλασμός, οι αμβλώσεις, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και οι τοκετοί ως στοιχεία για την εκπλήρωση της αποστολής του Υπουργείου Υγείας. Αντί το Υπουργείο να υπηρετεί το αντικείμενό του, που είναι η υγεία των γυναικών, ασχολείται με το φακέλωμά τους που θα μπορούσε δυνητικά να μετατραπεί σε κάτι σαν ένα σύγχρονο «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων». Η κυβέρνηση χαϊδεύει μισογυνικά και συντηρητικά αντανακλαστικά παρωχημένων εποχών ελέγχου και εργαλειοποίησης του γυναικείου σώματος, εποχών που ελπίζουμε να μην ξανάρθουν. Αλλά και γενικότερα το σύστημα καταγράφει λεπτομερώς ποιοι εργάζονται και πού, ποιοι νοσηλεύθηκαν, πού και γιατί νοσηλεύθηκαν, τι συνταγογραφήθηκε, σε ποιον και γιατί. Μια κυβέρνηση που είχε χάσει τον έλεγχο στις πιο κρίσιμες στιγμές της πανδημίας, τώρα εκ των υστέρων θεσπίζει καταγραφή των πάντων για τουλάχιστον 20 έτη. Οι όποιες διαβεβαιώσεις για κωδικοποίηση και κρυπτογράφηση των δεδομένων δεν είναι αρκετές. Στην πράξη, γνωρίζουμε καλά, ότι ένα τόσο τεράστιο σύστημα δεν μας διασφαλίζει ούτε μπορεί να διασκεδάσει τις ανησυχίες των πολιτών από τη στιγμή που στις εν λόγω διατάξεις προβλέπονται η ανάθεση, ο σχεδιασμός, η υλοποίηση και η επεξεργασία του συστήματος σε παραπάνω από έναν εκτελούντες και προβλέπεται μέχρι και η πώληση από το Υπουργείο Υγείας δεδομένων του συστήματος, χωρίς να προσδιορίζονται τα υποκείμενα των δεδομένων. Ο συγκεντρωτισμός των δεδομένων σε ένα τόσο μεγάλο σύστημα προκαλεί σημαντικό κίνδυνο να υπάρξουν διαρροές σε ιδιώτες για εμπορική χρήση και κερδοσκοπική αξιοποίηση.
Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι μια κυβέρνηση που αρνείται τις συνταγματικές υποχρεώσεις του κράτους ως προς το ανελαστικό αγαθό, που είναι η υγεία, και το μετακυλίει είτε στη φιλανθρωπία των λίγων ισχυρών, είτε στην «ατομική ευθύνη» των πολλών αδύναμων, εντέλει προσπαθεί να στοχοποιήσει και να παγιδεύσει τους πιο ευαίσθητους, δηλαδή τους νέους και τις γυναίκες. Για αυτό και μια φεμινιστική απάντηση στη λαίλαπα οφείλει να συμπεριλαμβάνει κατ’ εξοχήν τα ευρύτερα ζητήματα υγείας και κοινωνικής πολιτικής.
*βουλεύτρια Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25