του Μιχάλη Γιαννεσκή
Ο υπουργός εξωτερικών του Λουξεμβούργου Ζαν Άσελμπορν πρότεινε την αποβολή της Ουγγαρίας από την ΕΕ, γιατί η χώρα μεταχειρίζεται τους πρόσφυγες «χειρότερα από άγρια ζώα». H Ευρωπαϊκή Επιτροπή απείλησε την Πολωνία και την Ουγγαρία για πιθανή εφαρμογή του άρθρου 7, λόγω των αντιδημοκρατικών αλλαγών στα συντάγματα τους. Μέχρι και ο γνωστός δημοσιογράφος Πολ Μέισον πρότεινε την ενεργοποίηση του άρθρου 7 για την καταπολέμηση της έξαρσης του εθνικισμού, για παράδειγμα στην Κροατία.
Η εφαρμογή των παραπάνω προτάσεων ίσως αναγκάσει τις εν λόγω κυβερνήσεις να αναπροσαρμόσουν την πολιτική και τη νομοθεσία τους, ώστε να διατηρηθεί το ανθρωπιστικό προσωπείο της Ευρώπης. Ταυτόχρονα όμως, είναι αναμενόμενο ότι η «εκ των άνω» επιβολή νομοθετικών αλλαγών θα έχει ως αντίκτυπο μια νέα έξαρση του εθνικισμού, του ρατσισμού και του φασισμού στην Ευρώπη.
Διότι τα ακροδεξιά και φασιστικά κινήματα καραδοκούν με αδημονία για να εκμεταλλευτούν κάθε εξωτερικά επιβαλλόμενη αλλαγή ως προσβολή της εθνικής «ανεξαρτησίας» και «αξιοπρέπειας». Αυτό εξάλλου αντανακλάται και στην άμεση αντίδραση του υπουργού εξωτερικών της Ουγγαρίας στην πρόταση του Άσελμπορν, ότι «μόνο οι Ούγγροι έχουν δικαίωμα να αποφασίσουν με ποιους θέλουν να ζήσουν».
Νομοθετικές ρυθμίσεις από τις εν λόγω κυβερνήσεις ώστε να ικανοποιούν τυπικά το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναφέρει το άρθρο 2 της Συνθήκης της Λισαβόνας, αποτελούν μια αναγκαία, αλλά όχι ικανή, συνθήκη για τη θεραπεία του ακροδεξιού καρκινώματος που μαστίζει σήμερα την Ευρώπη: αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα, αλλά όχι τα αίτια της εξάπλωσης του. Προτάσεις όπως οι παραπάνω δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια των ευρωπαϊκών ελίτ να διατηρήσουν τη (δημοκρατική) πίτα ολάκερη και τον (καπιταλιστικό) σκύλο χορτάτο.
Πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η στάση του προέδρου της Κομισιόν Γιούνκερ, ο οποίος επικρίνει αφ’ υψηλού τις επιθέσεις κατά μεταναστών στην Βρετανία, όπως εκείνη κατά την κατά την οποία δολοφονήθηκε ένας Πολωνός. Όμως, ως πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, ο Γιούνκερ δημιουργούσε ένα φορολογικό παράδεισο στο κέντρο της Ευρώπης για την οικονομική αφαίμαξη των ευρωπαϊκών κρατών, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις της πολιτικής του και την οικονομική εξαθλίωση που θα επέφερε η γιγαντιαίων διαστάσεων φοροαποφυγή στα πτωχότερα κοινωνικά στρώματα στην Βρετανία και αλλού. Τα κροκοδείλια δάκρυα του σήμερα δεν πείθουν.
Οιευρωπαϊκές ελίτ εθελοτυφλούν, αγνοώντας αυτό που έχει αποδείξει επανειλημμένα η ιστορία: ότι η λιτότητα και η οικονομική εξαθλίωση εκτρέφει το φασισμό, όπως στη Γερμανία της δεκαετίας του 1930, και στη μνημονιακή Ευρώπη σήμερα.
Και βέβαια οι ελίτ εθελοτυφλούν συνειδητά, όπως έκαναν κατά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι μπορούν να συνεργαστούν με κάθε φασιστικό καρκίνωμα, κάτι που έχουν πράξει επανειλημμένα στο παρελθόν. Όσες φορές και να εφαρμόσουν το άρθρο 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας, χωρίς μια ριζική αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής, η οικονομική εξαθλίωση και τα φασιστοειδή μορφώματα που αυτή εκτρέφει δεν θα εξαλειφθούν.
Επιπλέον, η εφαρμογή του άρθρου 7 δεν είναι δυνατή εάν οι τρεις πιο πολυπληθείς χώρες της ΕΕ δεν συμφωνήσουν, ώστε να επιτευχθεί η «ειδική πλειοψηφία» που απαιτεί η συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 238). Ήδη, ο Γερμανός υπουργός εξωτερικών Σταινμάιερδήλωσε ότι αντιτίθεται στην εφαρμογή του άρθρου 7 για την περίπτωση της Ουγγαρίας.
Η αντίθεση του Σταινμάιερ δεν αποτελεί έκπληξη: η Γερμανία, ερμηνεύοντας επιλεκτικά την προσήλωση στα ευρωπαϊκά ιδεώδη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιβολή της λιτότητας, η οποία ισοπέδωσε τη δημοκρατία, την αξιοπρέπεια, και τα δικαιώματα εκατομμυρίων Ευρωπαίων πολιτών. Μήπως αποτελεί και την πιο αρμόζουσα περίπτωση κράτους-μέλους για την εφαρμογή του άρθρου 7 της Συνθήκης της Λισαβόνας;