
Για την «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό» του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (μτφρ. Σ. Αυγερινού, εκδ. Μάγμα).
Μια καλή περιγραφή του τι κάνει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, όταν κάνει λογοτεχνία -ή τουλάχιστον του τι κάνει πολλές φορές- κρύβεται στην ίδια την αυτοβιογραφία του -αν φυσικά θεωρήσουμε ότι η αυτοβιογραφία ενός συγγραφέα προσφέρει και δίοδο στο εργαστήρι του. Στο Μίλησε Μνήμη, λοιπόν, στο κεφάλαιο «Εξορία», βρίσκουμε τον Ναμπόκοφ μέσα στην ένταση του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου να βρίσκεται στο Παρίσι. Η πόλη βρίσκεται υπό γερμανική επίθεση και ο «ήρωάς» μας έχει μόλις πάρει την βίζα που θα του επιτρέψει τον διάπλου του Ατλαντικού.
Είναι βράδυ και η Πόλη του Φωτός τελεί υπό συσκότιση. Ο Ναμπόκοφ, λίγες ώρες κυριολεκτικά πριν αφήσει τον Παλιό Κόσμο για την Αμερική, μέσα στην αναστάτωση του πολέμου, ασχολείται με την σύνθεση ενός σκακιστικού προβλήματος. Το ματ σε δύο κινήσεις, που αργότερα θα δημοσιευτεί στο κλασικό και σοβαρό περιοδικό της αγγλικής ομάδας των προβληματιστών, The Problemist, θα δημιουργηθεί υπό το αχνό φως της καλυμμένης με ύφασμα λάμπας -για να μη δίνει στόχο- και με όλο το άγχος του εκπατρισμένου που μέλλει να αφήσει τις κοινότητες των ομόγλωσσων εμιγκρέ για να ανοιχτεί, όχι απλώς σε έναν νέο κόσμο, αλλά και σε μια νέα γλώσσα.
Αυτό το περιστατικό «δείχνει» μια χαρακτηριστική πλευρά του Ναμπόκοφ και του χαρακτήρα του: ΄Ενας συγγραφέας που κατασκευάζει κόσμους-κλειστά συστήματα, ένας συνθέτης που μετουσιώνει το όποιο προσωπικό βίωμα σε βαθμό τέτοιο που να το καθιστά εντέλει μη προσδιορίσμο από τις ιστορικές συνθήκες της εμφάνισής του. Όπως ένα σκακιστικό πρόβλημα δουλεύει σε όλα τα δυνατά σύμπαντα -υπό την προϋπόθεση φυσικά να διαθέτουν σκακιέρες- έτσι και η μυθοπλαστική δεινότητα του ξεπεσμένου αριστοκράτη διατηρεί αμείωτη την δύναμη της όπου υπάρχει γλωσσική κατανόηση.
Μια σκακιστική σύνθεση προκαλεί συνήθως εντύπωση για την πολλές φορές ασυνήθιστη διάταξη των πεσσών στην αρχική θέση. Ενώ όλοι οι κανόνες του σκακιού όπως παίζεται ισχύουν, υπάρχει κάτι που προκαλεί ανοικείωση, χτυπάει στο μάτι δηλαδή ότι αυτή η θέση δεν έχει παιχτεί από ανθρώπους πάνω σε μια σκακιέρα -είναι πεποιημένη. Το παράδοξο εντείνεται από το γεγονός ότι αυτή η περίεργη θέση έχει πιο κρυστάλλινη λογική συνέπεια από τη «φυσιολογική» θέση μιας αγωνιστικής παρτίδας. Επειδή είναι κατασκευασμένο είναι -αν πετύχει- απόλυτα ελεγχόμενο. Στον κόσμο της σκακιστικής σύνθεσης δεν επιτρέπονται τα λάθη και είναι ακριβώς το περίεργο της θέσης που τελικά αναβαθμίζει την διαυγή εσωτερική λογική του παιχνιδιού.
Υπό αυτό το πρίσμα διαυγάζεται καλύτερα η λογική που συνέχει την Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό. Το έργο γράφεται μέσα σε ένα «δεκαπενθήμερο θαυμάσιου ενθουσιασμού και διαρκούς έμπνευσης» (όπως θυμίζει ο Τίμοθυ Λάνγκεν στο επίμετρο της ελληνικής έκδοσης), ως «εξορκισμός» του συγγραφικού αδιέξοδου που έχει προκαλέσει η συγγραφή του Δώρου. Ο Ναμπόκοφ γράφει ακόμα στα ρωσικά και απευθύνεται στην κλειστή κοινότητα των ρώσων εμιγκρέδων. Μέσα από την ιστορία του Κιγκινάτου Κ. ο Ναμπόκοφ παρουσιάζει μια οιονεί σκακιστική χορογραφία, όπου δεν ενδιαφέρει τόσο η λύση ενός προβλήματος όσο η κατάδειξη ενός θέματος, μέσα από μια εικονοκλαστική αλληλουχία κινήσεων-κεφαλαίων.
Ας δούμε όμως επί τροχάδην την πλοκή. Ο Κιγκινάτος Κ. υποπίπτοντας στο αμάρτημα της «γνωσιολογικής νωθρότητας» καταδικάζεται σε θάνατο. Δεν καλοκαταλαβαίνουμε ακριβώς σε τι συνίσταται το έγκλημα, αλλά είναι σαφές ότι ο Κιγκινάτος δεν προσαρμόζεται στους κανόνες, δεν «κολλάει» στον κόσμο που τον περιβάλλει. Ποιον κόσμο όμως; Μα αυτόν της μυθοπλαστικής κατασκευής του συγγραφέα. Ο ήρωας του Ναμπόκοφ είναι ένας ήρωας που δεν μπορεί να γίνει μέρος της πλοκής (δεν είναι τυχαίο ότι το δοκίμιο του επίμετρου ξεκινά από το θεώρημα της μη πληρότητας). Μετά την ανακοίνωση της ποινής -με έναν ψίθυρο στο αυτί- μεταφέρεται στη φυλακή όπου περιμένει σιγά σιγά να μάθει τον χρόνο εκτέλεσης της απόφασης. Συνομιλεί με τον διοικητή της, έχει ως κατοικίδιο μια αράχνη, μπλέκεται σε σουρεαλιστικά σκηνικά με το φύλακα, φλερτάρει με την 12χρονη κόρη του διοικητή (αρκετά χρόνια πριν τη Λολίτα), αντιμαχεί με τον ενοχλητικό και μόνο συγκρατούμενό του -που αποδεικνύεται πως είναι εντέλει ο δήμιός του.
Και ενώ ο αρχικός καμβάς δείχνει «φυσιολογικός» -ένα ολοκληρωτικό καθεστώς και η εμπλοκή ενός υποκειμένου στα παράλογα γρανάζια της ιστορίας- η αφηγηματική σκηνοθεσία του Ναμπόκοφ μπλέκει τα πράγματα σε βαθμό παρωδίας. Η θέση μοιάζει φτιαχτή, τίποτα δεν είναι όχι απλά «φυσιολογικό», αλλά ούτε καν αληθοφανές. Σε αντίθεση με τα κλασικά δυστοπικά μυθιστόρημα του είδους (βλ. π.χ. το Εμείς του Ζαμιάτιν), εδώ η τραγική συνθήκη υπονομεύεται εξαρχής από μια ιλαροκωμική περιγραφή καμωμάτων τέτοιων μορφών που δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πλήρεις χαρακτήρες. Καρικατούρες περισσότερο, μοιάζουν ηθοποιοί επιφορτισμένοι να αποπερατώσουν ένα σκηνικό δρώμενο. Δεν είναι τυχαίο που το μυθιστόρημα έχει συγκριθεί -παρά τις αντιρρήσεις του Ναμπόκοφ- με τη Δίκη του Κάφκα, με την οποία αν μη τι άλλο μοιράζεται το διαβρωτικό χιούμορ. « “Επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ”, είπε με τη γλοιώδη μπάσα φωνή του ο διευθυντής [της φυλακής], μπαίνοντας στο κελί του Κιγκινάτου το επόμενο πρωί», κι ενώ ο ήρωάς μας καταλαβαίνει ότι έφτασε επιτέλους η μέρα της εκτέλεσης, ο διευθυντής συνεχίζει: « “Έχω την τιμή να σας αναγγείλω ότι από τούδε και στο εξής θα έχετε έναν συγκάτοικο – μάλιστα, μάλιστα, μόλις μετακόμισε”». Ο συγκάτοικος, που θα αναπτύξει μια σχέση αγάπης-μίσους με τον Κιγκινάτο είναι, υπενθυμίζω, ο δήμιος.
Η ψευτιά της κατασκευής διατρέχει όλο τον κόσμο του Κιγκινάτου. Από την μητέρα του -που δεν την αναγνωρίζει καν και που ο ίδιος καταδεικνύει την απατεωνιά της – έως το γεγονός ότι κι η ίδια ακόμα η φυλακή διαλύεται μόλις ο Κιγκινάτος την αφήσει, διανύοντας τον ψευδογολγοθά του, κατευθυνόμενος προς τον τόπο της εκτέλεσης. Το σύμπαν του Κιγκινάτου μοιάζει πιο ψεύτικο και από χολυγουντιανό στούντιο των αρχών του προηγούμενου αιώνα.
Υπάρχει μια κατηγορία σκακιστικών προβλημάτων που λέγονται «αντίστροφα» (αγγλιστί «selfmates»). Σε αυτά ο λευκός παίζει έτσι ώστε να εξαναγκάσει τον μη συνεργαζόμενο μαύρο να τον κάνει ματ. Μοιάζει ακόμα ένα από τα διαστροφικά παράδοξα αυτών που αρέσκονται να δυσκολεύουν τον εαυτό τους. Σε κάθε περίπτωση ας θεωρήσουμε συγγνωστή (και) αυτή τη διαστροφή. Ο Ναμπόκοφ έχει συνθέσει ένα πετυχημένο αντίστροφο πρόβλημα για το οποίο έχει παρατηρηθεί ότι θυμίζει τον τρόπο που κορυφώνεται η δράση στην Άμυνα του Λούζιν. Σαν λευκός βασιλιάς που θέλει να χάσει ο Λούζιν αυτοεγκλωβίζεται στην άκρη της σκακιέρας και αυτοκτονεί. Ο Κιγκινάτος αντίθετα θυμίζει σκακιστική σπουδή που ενώ όλα κατανείνουν στην ήττα του μαύρου, καταλήγει τελικά -ως εκ θαύματος!- στην ισοπαλία. Ο Κιγκινάτος πάνω στο ικρίωμα διαπιστώνει ότι χωρίς την δική του συναίνεση δεν μπορεί να γίνει θύμα σε έναν κόσμο που κυριολεκτικά δεν υπάρχει. Σηκώνεται και αποχωρεί, ενώ οι δήμιοί του τον εκλιπαρούν για τη συνεργασία.
Δεν ξέρω αν η Πρόσκληση για έναν αποχαιρετισμό μπορεί να διαβαστεί πολιτικά -η ταπεινή μου γνώμη είναι πως μια τέτοια ανάγνωση θα είναι δευτερεύουσα. Αν ωστόσο κάποιος επιθυμεί να βγάλει από αυτή ένα πολιτικό μήνυμα αυτό είναι απλό: όλο το σύστημα του ολοκληρωτισμού στηρίζεται σε μια παραδοχή δύναμης που σταματά τη στιγμή που διαβλέψει κανείς τη δομή της κατασκευής του.
Η Πρόσκληση… διαβάζεται με απόλαυση για όσους είναι εξοικειωμένοι με παρόμοια κατασκευαστικά εγχειρήματα. Παρόλα αυτά απαιτεί από τον αναγνώστη εγρήγορση, ενώ συχνά του προκαλεί δυσφορία -ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που ένα δύσκολο σκακιστικό πρόβλημα εκνευρίζει όταν δυσκολευόμαστε να βρούμε λύση. Η Σοφία Αυγερινού, με την πείρα της στα ρωσικά κείμενα κάνει το εγχείρημα της ανάγνωσης περισσότερο προσβάσιμο, ενώ το κατατοπιστικό επίμετρο δίνει μια σφαιρική εικόνα της πρόσληψης του έργου.