Της Λαμπρινής Χ. Θωμά

Ξεκίνησα στην ΕΡΤ το 1986, στη Σαλονίκη, στα μεσαία κύματα. Δεν υπήρχαν ακόμη ιδιωτικά ΜΜΕ. Μου είπε ο Αργύρης Ζήλος, «Νομίζω ότι πρέπει να χτυπήσεις την πόρτα της ΕΡΤ, έχεις φωνή για ραδιόφωνο». Και πήγα. Με το θράσος της μετεφηβείας κατέθεσα μια πρόταση στην ΕΡΤ-3. Δεν ήξερα κανέναν.  Στο θυρωρείο με ρώτησαν αν πήγα για τη Eurovision, να υποβάλλω τραγούδι. Πέρασα μια δίωρη συνέντευξη, από την οποία έφυγα κλαίγοντας. Θυμάμαι το πρώτο ερώτημα- κλειδί: “Δε μου λες κοριτσάκι μου, τα σώβρακά σου αμερικάνικα είναι και θες να κάνεις ροκ;”. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα διαβώ την μεγάλη πόρτα. Την άλλη μέρα με κάλεσαν να μου πουν να πάω να ξεκινήσω ― μία ώρα κάθε Δευτέρα βράδυ. Ετσι έφτιαξε την ΕΡΤ3 ο Γουσίδης – ας απονέμουμε κάποτε τα εύσημα, ας λέμε και τις ιστορίες που δε βρωμάνε κυβερνητική σήψη.

Έμαθα ραδιόφωνο δίπλα στον εξαίρετο Χρήστο Βραχνό, την σοφή Τατιάνα Τσιώλη, δημοσιογραφία δίπλα στο Γουσίδη και το Μπακατσή, με τον Μάκη (Βοϊτσίδη) να με βοηθάει με τα Ισπανικά μου  τις Κυριακές που εκανα βάρδια ρεπορτεράκι — τα διάβαζα πριν πάρω το καθιερωμένο ανά μισάωρο τηλέφωνο σε πυροσβεστική, αστυνομία, λιμενικό: “Έχουμε τίποτα;”.

Με βοήθησε η Ντίνα Γιαννούτσου με τα πρώτα μου δελτία, τις πρώτες μου ειδήσεις. Ο Σάκης Παπαδημητρίου μου δίδαξε ραδιοφωνικό τάιμινγκ. Στις πρώτες μου αποστολές ήταν δάσκαλος, με ανοικτά αρχείο, βιβλιοθήκη και τη μεγάλη του καρδιά, ο Παντελής Σαββίδης. Δεν ξέρεις, ίσως, κανέναν, ίσως πάλι έχεις ακουστά έναν ή δυό. Είναι όλοι τους επαγγελματίες υψηλού επιπέδου, με αίσθηση ευθύνης και βαθιά γνώση. Είναι η ΕΡΤ. Και ήταν και άλλοι που ήταν η ΕΡΤ – ο Σωτήρης, η Τίνα, ο Γιάννης, η Ελένη, ο Γιώργος… όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι ακόμη η ΕΡΤ. Δεν έχουν πάρει σύνταξη. Και έχουν δώσει τη ζωή τους σε αυτό που κάνουν.

Η πρώτη φορά που ένοιωσα το βαρύ χέρι της λογοκρισίας σε δημόσιο μέσο ήταν με την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Που θεωρούσε πως όποιος είναι εναντίον της είναι ΠΑΣΟΚ (!) και που έφερε βίαια αυτά που θεωρούσε δικά της παιδιά. Αν δεν είχαν έρθει οι βάρβαροι, ίσως ήμουν ακόμη στην ΕΡΤ. Με έδιωξαν, θέλω να πω, δεν έφυγα. Βγήκα στα ιδιωτικά ΜΜΕ και παρέμεινα εκεί ως το 2005, οπότε και πέρασα στο δυναμικό του Α984, του δημοτικού ραδιοφώνου της Αθήνας. Ενός σταθμού με μεγάλη ιστορία. Τη μεγαλύτερη και ομορφότερη, μετά από αυτήν της ΕΡΤ. 

Γνώρισα, στον Α984, μια ακόμη «φουρνιά» δημοσιογράφων δημόσιου μέσου με ικανότητες, βαθιά γνώση του μέσου, μόρφωση, καρδιά και τσαγανό.

Εντάξει, γνώρισα κι από τους άλλους. Υπήρχαν και υπάρχουν, στα δημόσια μέσα όπου πέρασα, και φυτευτοί, και συμπολιτευόμενοι παλιάτσοι και λαμόγια. Μόνο που σπάνια ανήκαν σε αυτές τις κατηγορίες οι απλοί δημοσιογράφοι, οι απλοί τεχνικοί, οι άνθρωποι του κόσμου της εργασίας που «τραβάνε το κουπί». Οι παλιάτσοι, οι φυτευτοί, τα λαμόγια ήταν οι εκλεκτοί των διοικήσεων, οι αγαπημένοι των κυβερνήσεων, και τα παρεάκια ―ούτε καν απλό ρουσφέτι― των πολιτικών. Και ήταν και είναι η μειοψηφία. Τσάτσοι ολόιδιοι με αυτούς που συναντάς και στα ιδιωτικά ΜΜΕ, για να μη ξεχνιόμαστε.

Τη δημοσιογραφική δουλειά, όμως, πάντα την βγάζουν οι πολλοί, οι σεμνοί, οι, συχνότερα, ανώνυμοι, πίσω από τα μικρόφωνα, στην αίθουσα σύνταξης, στα γραφεία της παραγωγής και στο χειρισμό των τεχνικών μέσων. Και την παραδίδουν στο παρεάκι. Τι γίνεται από κει και μετά; Αυτό που φτάνει στον ακροατή, στο θεατή, στον αναγνώστη.

Μπορώ να πώ ότι είναι υψηλό το επίπεδο των συναδέλφων μου αυτών, των “πίσω”, σήμερα, σε αυτό το δημόσιο μέσο που έχει δώσει σειρά αγώνων για τη δημοκρατία και την ελευθερία του λόγου, τελευταία φορά μόλις πριν επτά μήνες, όταν είχαμε το πιο πρόσφατο κρούσμα λογοκρισίας στο δημοτικό ραδιόφωνο της Αθήνας. Όπως υψηλό είναι και το επίπεδο των παιδιών της ΕΡΤ που γνώρισα σε κοινούς αγώνες, σε άλλα ΜΜΕ, πάνω στη δουλειά. Που επίσης καθημερινά αντιμετωπίζουν ανάλογες προκλήσεις. Και κάποτε υποκύπτουν. Και κάποτε αντιστέκονται.

Βεβαίως, είμαστε άνθρωποι. Όμως, ας το θυμίσουμε, εμείς, στα δημόσια μέσα, δείξαμε περισσότερες αντιστάσεις. Με το φόβο του ψωμιού μας, με το πιστόλι στον κρόταφο, με την αυτολογοκρισία σε πρώτο πλάνο, για να επιβιώσουμε μέσα στο ζόφο του Μνημονίου, όσο μπορέσαμε προασπίσαμε την ελευθεροτυπία και την δημοκρατία. Τα περισσότερα κρούσματα λογοκρισίας που έχουν καταγγελθεί στην ΕΣΗΕΑ είναι από την ΕΡΤ, τον Α984, ανεξάρτητα ή ξένα μέσα (φωτορεπόρτερς, Βαξεβάνης, Ρώυτερς..). Όχι γιατί δεν υπάρχουν κι αλλού, ούτε γιατί εμείς είμαστε πιο θαρραλέοι. Αλλα γιατί ως τώρα τα δημόσια μέσα τα προστατεύει το θεσμικό πλαίσιο.

Δεν είναι ότι δεν  φοβόμαστε για τη δουλειά μας. Οι κρατούντες ξέρουν να τρομοκρατούν (οι εκπομπές όσων βγήκαν μπροστά και μίλησαν συνήθως δεν ανανεώθηκαν, αν δεν κόπηκαν και μαχαίρι, συνοδευόμενες από τιμωρητικές πρακτικές και απολύσεις).

Με ολες μας τις αδυναμίες, όμως, η ίδια η ιστορία των μέσων στα οποία εργαζόμαστε δε μας αφήνει να ξεχάσουμε ότι είμαστε στην υπηρεσία του δημόσιου λόγου και ότι εργοδότης μας είναι ο ελληνικός λαός. Κι αυτό δε μπορούμε να το ξεπεράσουμε όσοι διαλέξαμε να είμαστε δημοσιογράφοι σε αυτά τα μέσα. Που δεν είναι μόνο “βόλεψη” για κάποιους, είναι και ιστορία και προσφορά και δημιουργία συλλογική και γι' αυτό ομορφότερη.

Οι εργαζόμενοι στα δημόσια μέσα δεν είναι, όπως το θέλει η προπαγάνδα, «άχρηστοι» και «τεμπέληδες», που κατέφυγαν σε αυτά επειδή δεν τους «σήκωνε» τάχα ο ιδιωτικός τομέας. Οι περισσότεροι από όσους διέπρεψαν στον ιδιωτικό τομέα, άλλωστε, από τα δημόσια μέσα ξεκίνησαν, και συνεχίζουν να πηγαινοέρχονται κατά καιρούς από τα ιδιωτικά στα δημόσια μέσα.  Σε ότι με αφορά, έχω δουλέψει πάνω από 20 χρόνια σε ιδιωτικά μέσα (flash, Σκάι, Μακεδονία, Θεσσαλονίκη) συνεργαστεί με ξένα μέσα, από το Spiegel έως την Αυστραλέζικη Herald, έχω εργαστεί χρόνια για το BBC. Δεν με «πέταξε» κανένας ιδιωτικός τομέας: όπως οι περισσότεροι συνάδελφοι αγαπάω και σέβομαι τα δημόσια μέσα και το θεσμικό τους ρόλο. Η ΕΡΤ και ο Α984 είναι οι μήτρες που μας γέννησαν όλους. Τιμώ τη μάνα μου, που με πήρε από τα δημοσιογραφικά σπάργανα, με μόρφωσε και με ανέθρεψε. Και επίσης τιμώ και σέβομαι τους συναδέλφους μου που επέλεξαν να παραμείνουν στα δημόσια Μέσα, δίνοντας ολόκληρη τη ζωή τους σε αυτά και τη σωστή ενημέρωση, γιατί γνωρίζω και το επίπεδο και την κατάρτησή τους. Έχω, επίσης, την τιμή να γνωρίζω τα ονόματα πολλών. Και ας μην «τους ξέρει ο κόσμος», και ας θέλουν κάποιοι να τους δουν σαν απλές αράδες σε λίστες μισθολογίων.

Ας μη γελιόμαστε. Με όλες τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες (κοινές σε όλο το δημόσιο τομέα), με όλα τα προβλήματα και τις παρεμβάσεις, με όλα τα λάθη και τα σφαλματά μας, παραμένουμε ανάμεσα σε ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει, από απόψεως ελευθεροτυπίας και συνταγματικότητας, η ελληνική Πολιτεία. Το πλήγμα στα δημόσια ΜΜΕ είναι πλήγμα στο σύνταγμα και στη δημοκρατία. Σε όλο τον κόσμο, μόνο στυγνοί δικτάτορες ―ή ξένοι στρατοί― κλείνουν τηλεοράσεις κατεβάζοντας διακόπτες.

Δε θα σταθώ στις στρεβλώσεις. Όλοι τις ξέρουμε, και τελευταίως τις φούσκωσαν μπαλόνι τα γιουσουφάκια του Σόιμπλε. Τις παραδέχονται (και συχνότατα τις καταγγέλλουν χωρίς κανένας αποπάνω να ακούει), οι ίδιοι οι συνάδελφοι ― συνάδελφοι που έχουν δώσει δέκα και είκοσι και τριάντα χρόνια δουλειάς κι ιδρώτα για να ακούσουν ένα κωλόπαιδο, γνήσιο προϊόν του νεποτισμού, να τους προσβάλει προσωπικά και χυδαία, με τον χειρότερο τρόπο, για να δικαιολογήσει την κυβερνητική επιλογή.

Παρ’ όλες τις στρεβλώσεις, λοιπόν, για τις οποίες ευθύνονται όσοι τις αποφάσισαν (οι κυβερνώντες) και όσοι επωφελήθηκαν (οι κολαούζοι τους, σαν τον κύριο κυβερνητικό εκπρόσωπο): αρκεί μια στιγμή να κοιτάξουμε εντός μας, πίσω μας, για να συναντήσουμε τα θετικά, τα καλά, το σημαντικό έργο και το σημάδι που έχουν αφήσει τα ραδιόφωνα και τα κανάλια της ΕΡΤ.

Μεγαλώσαμε με Μάνο Χατζιδάκι στο Τρίτο, με Γιάννη Πετρίδη, με Αργύρη Ζήλο, με τη βραχνή φωνή του αξέχαστου Χρήστου Βακαλόπουλου, με τον Γιώργο Παπαστεφάνου, με «Απόψε στου Θωμά» και «Ονείρου Ελλάς» του Κώστα Φέρρη, με τη ροκ του Δασκαλόπουλου και τη τζαζ του Γιαννουλόπουλου, με το «Ζητώ το Ελληνικό Τραγούδι» του Σαββόπουλου, με το «Ροκ το Ελληνικό» (το οποίο ροκ, είκοσι χρόνια μετά, ακόμη να προβάλλουν τα ιδιωτικά κανάλια), με τα πολύτιμα ντοκυμανταίρ και τις «Ακυβέρνητες πολιτείες» του Ροβήρου Μανθούλη, με το Μονόγραμμα, με το «Άξιον Εστί» του Βασίλη Βασιλικού, με το Θέατρο της Δευτέρας, την κλασσική ταινία του μεσημεριού της Κυριακής, τη Λωξάντρα, το Χριστό που Ξανασταυρώνεται, τον Κωνσταντάρα ― Ζάχο Δόγκανο, τη Μαντάμ Σουσού, με την Αθλητική Κυριακή, την μαθητεία μας στην ποιότητα με καθηγητή τον Αλέξη Κωστάλα, τα ενίοτε σουρρεαλιστικά «Μονοπάτια της Σκέψης» του Γιώργου Βέλτσου, το Νίκο Δήμου, το «κανάλι της Βαγγελίτσας», το άναρχο χιούμορ της παρέας του Ζουγανέλη…

Και για τα εκτός συνόρων; από που να αρχίσω; Από τις χιλιάδες αριστουργηματικές ταινίες που πρόβαλε (από Αντονιόνι έως Βέντερς, και από Φελίνι έως Ταρκόφσκι), από τον Μπακογιανόπουλο, που μας μάθαινε να διαβάζουμε το σινεμά (και κάποτε γιάτρευε και την αϋπνία), τα καταπληκτικά ντοκιμανταίρ, τον Ζακ Υβ Κουστώ, τις ευρωπαϊκές σειρές (από το Ντάουντον Άμπεϋ έως τους Μόντυ Πάυθον), πράγματα που κανένα ιδιωτικό κανάλι δεν θα πρόβαλε, γιατί είναι, λέει, «αντιεμπορικά».

Και με τι μεγαλώσαμε κι εμείς και τα παιδιά μας; Με τις σειρές, από τον Νηλς Χόγκελσορν και το Μια Φορά και Ένα Καιρό Ήταν ο Άνθρωπος, έως τα Στρουμφάκια και τη Λάσσυ. Χάρη στην ΕΡΤ δε βλέπαμε μόνο ότι ετοιματζίδικο καρτούν κυκλοφορεί, όπως στα ιδιωτικά κανάλια, αλλά και τον Παραμυθά του Νίκου Πιλάβιου, την Λιλιπούπολη, του Κουτιού τα Παραμύθια («και ο Ρούχλας είναι λα»), την Ντενεκεδούπολη, τη Φρουτοπία… Σειρές για τις οποίες συνεργάστηκαν ταλαντούχοι συνθέτες, ηθοποιοί και συγγραφείς (Μαρκόπουλος, Πλάτωνος, Κυπουργός, Φακινου, Τριβιζάς και τόσοι άλλοι), συχνά με ελάχιστα μέσα, και με βάση το φιλότιμο και την εφευρετικότητα.

Δεν είπα πολλά. Είπα πολύ λίγα. Ούτε το ένα δέκατο δεν κάλυψα με τα παραπάνω, ούτε τα νεότερα έπιασα ― κάποια μόνο από τα χαρακτηριστικότερα, όπως μου ήρθαν στη μνήμη. Κι ακόμη, ας μη το ξεχνά αυτό η Αθήνα: η ΕΡΤ, τότε και σήμερα, χάρη στα περιφερειακά της ΜΜΕ, είναι η πρώτη γραμμή άμυνας του τόπου και ο καταγραφέας του πολιτισμού του.

Αυτή, λοιπόν, είναι η ΕΡΤ. Αυτά είναι τα δημόσια Μέσα στα χέρια των ανθρώπων της ενημέρωσης, της εργασίας και της δημιουργίας. Αυτή η ΕΡΤ στην οποία εργάζονται χιλιάδες άνθρωποι με εντιμότητα και συνέπεια και πληρώνουν το κόστος της εντιμότητάς τους, πολύ βαρύ τα τελευταία χρόνια ― λογοκρισία, απολύσεις, εκβιασμοί, προπηλακισμοί. Το ασφυκτικό αυτό περιβάλλον δεν μας το επέβαλλε καν η Χρυσή Αυγή (που φασίστες είναι οι άνθρωποι, τους δικαιολογείς). Το επέβαλλε η Τρόικα Εσωτερικού.

Η δημόσια, καθαρή, δεοντολογική δημοσιογραφία δεν αποτελεί «πολυτέλεια» στον καιρό της Κρίσης: αποτελεί αναγκαιότητα και συνταγματικό δικαίωμα που πρέπει να προφυλαχθεί πάσει θυσία. Τα δημόσια Μέσα μπορούν να το κάνουν αυτό πολύ καλύτερα από ό,τι οι φορείς της διαπλοκής και οι κρατικοδίαιτοι εργολάβοι που κρατούν σε συνθήκες δουλείας ένα σωρό συναδέλφους μας. Γιατί τα δημόσια ΜΜΕ ελέγχονται όχι μόνον απο την εκάστοτε κυβέρνηση (διότι κι αυτό συμβαίνει) αλλά και από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Δημοκρατίας. Οι πολίτες, οι ιδιοκτήτες τους, ζητούν διαφάνεια αληθινή ― όχι τύπου Ανθής Σαλαγκούδη και Αφροδίτης Αλ Σαλέχ.

Ας μη ξεχνάμε ότι, στα περισσότερα «ιδιωτικά μέσα» υπάρχουν μόνον συμφέροντα, με στόχο τον κρατικό κορβανά ― δηλαδή, την τσέπη του φορολογούμενου πολίτη. Και ο πολίτης, που η κυβέρνηση θέλει να «ξαλαφρώσει από το χαράτσι» των τεσσάρων ευρώ το μήνα, καταλήγει να πληρώνει πολλαπλάσια τα ιδιωτικά Μέσα, τύπου Mega και ΣΚΑΙ, μέσω δανείων, φορολογικών διευκολύνσεων, καταπάτησης συχνοτήτων, κρατικών διαφημίσεων ― ή μέσω διοδίων, όπως ευφυώς ειπώθηκε. Αυτά χωρίς καν να μετρήσω (που θα έπρεπε) το κρατικό χρήμα που ρέει στους εργολάβους, τις επιχειρήσεις, και τους φίλους των ιδιωτικών καναλαρχών.

Όπως μας τόνισε ο braviΣιμος, για την κρατική ραδιοτηλεόραση δίνουμε, μέσω της συνδρομής μας, τριακόσια εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Από αυτά, η ΕΡΤ βγάζει και κέρδος, το οποίο επιστρέφει στο κράτος. Πέρισυ ήταν πάνω από 40 εκατομμύρια ευρώ. Η ΕΡΤ είναι έντιμη και εδώ. Και δεν μπαίνει στη «μεγάλη διαπλοκή» γιατί δε χρειάζεται τράπεζες και δάνεια ― αντιθέτως, κερδοφορεί με το σπαθί της.

Για όποιον θεωρεί «σπάταλη» τα τριακόσια εκατομμύρια ευρώ (με ποιό μέτρο σύγκρισης άραγε;), να θυμίσω ότι οι «συμμαζεμένοι» Γερμανοί δίνουν δυόμιση φορές περισσότερα ανά κάτοικο για τη δική τους ραδιοτηλεόραση ― 6 δις ευρώ το χρόνο. Άλλωστε το ένα τρίτο του κόστους της ΕΡΤ, εκατό εκατομμύρια ευρώ, χάρισε πρόσφατα η κυβέρνηση στο «Μέγαρο Μουσικής» ― αυτό το «όραμα» του εκδότη Χρήστου Λαμπράκη για να μας «εκπολιτίσει», το οποίο υλοποίησε με κρατικό χρήμα και με τα λεφτά των Ελλήνων φορολογούμενων, ενώ τα δημόσια αντίστοιχά του, όπως η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Ορχήστρα της ΕΡΤ κ.α. αφέθηκαν να μαζαρώσουν.

Ναι, είμαστε το καταραμένο δημόσιο. Ομως αυτό είναι (και) προσόν. Γιατί θεωρούμε ότι οι πολίτες είναι οι μόνοι στους οποίους οφείλουμε λόγο. Και αμειβόμαστε όσο όλοι οι εργαζόμενοι, οι περισσότεροι από εμάς ― όταν δεν είμαστε μήνες απλήρωτοι, χωρίς υπερωρίες και σαββατοκύριακα (Και στην ΕΡΤ και στον Α984 χρωστούν χρήματα από το Μάρτη στους εργαζόμενους). Οι λίστες με τις μισθάρες των ημετέρων που κυκλοφορούν, για συγγενείς και γκόμενες πολιτικών, οι τηλεπαρουσιαστές, εκδότες και μηντιακές προσωπικότητες με πιπεράτα αυτοκίνητα και καταθέσεις στην Ελβετία, δεν αντιπροσωπεύουν τον κλάδο περισσότερο από ό,τι ο Μελισσανίδης αντιπροσωπεύει το μέσο επιχειρηματία και ο μάνατζερ των δεκάδων χιλιάδων ευρώ το μήνα αντιπροσωπεύει τον μέσο ιδιωτικό υπάλληλο.

Τα δημόσια ΜΜΕ δεν είναι προνομιακό γήπεδο της εκάστοτε κυβέρνησης. Ή μάλλον, δεν ήταν, όσο ίσχυε η νομοθετική προστασία. Αυτή την οποία θίγουν τώρα οι κυβερνώντες.  Αυτή την οποία φοβούνται και καταργούν. Τρομαγμένοι και εκδικητικοί ― ο ωμός κυνισμός με τον οποίο ο πρωθυπουργός αναγνώρισε ότι τιμωρεί τους εργαζόμενους διότι δεν πανηγύρισαν επαρκώς το success story της κυβέρνησής του είναι ανατριχιαστικός και πρωτοφανής. Υποψιάζομαι ότι ακόμη και ο Μιχαλολιάκος είναι σε θέση να επιδείξει περισσότερο τακτ.

Έγραφα προ τετραμήνου πως αν «κάθε κρίση είναι και μια ευκαιρία», η σημερινή κρίση, δίνει δύο: από τη μια την ευκαιρία να ελεχθούν τα ΜΜΕ και να στηθεί ένα «νέο τοπίο» όπως το επιθυμούν τα σημερινά μεγάλα συμφέροντα, και από την άλλη την ευκαιρία για μια δημοσιογραφία που τιμά το ρόλο της, απέναντι σε ένα πολίτη που είναι, και δικαίως, περισσότερο καχύποπτος και απαιτητικός από ποτέ.

Οι εργαζόμενοι στην ΕΡΤ, που κράτησαν ανοικτό το δίαυλο, ο κόσμος που αγκάλιασε το εγχείρημα, όλοι εμείς που μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας με το κεφάλι λίγο πιο ψηλά, είμαστε η δυνατότητα και η ελπίδα για αυτή τη δεύτερη εκδοχή. Και τώρα πια, είμαστε ορατοί. Άλλος ένας λόγος να ευχαριστήσω τη μαμά μου την ΕΡΤ.

Το άρθρο στολίζουν το έργο του Ρούμπενς “Ο Κρόνοςπου τρώει το παιδί του” και τα έργα του Γκόγια, “Ο φύλακας Λαμπίνος ραμμένος μες σε νεκρό άλογο” και “ο Κρόνος που τρώει το γιό του”. Ο Γκόγια, ένας εξαίρετος ρεπόρτερ – ίσως ο πρόγονος των φωτορεπόρτερ.