Με την εισαγγελική παραγγελία ανά χείρας, πήγαμε την Τετάρτη στη Ροτόντα μαζί με την συνάδελφο δικηγόρο Κατερίνα Γεωργιάδου, στο προαύλιο της οποίας στεγάζεται η αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Πολιτισμού.
Έχοντας διεκπεραιώσει την πρωτοκόλληση και συνεννοηθεί με την υπάλληλο και την αναπληρώτρια προϊσταμένη για την άμεση χορήγηση των αντιγράφων που διέταξε η εισαγγελέας, επισκεφθήκαμε, όπως κάνουμε συχνά-πυκνά εδώ και χρόνια, το εσωτερικό του μνημείου.
Ο λαμπερός ήλιος που έμπαινε από τα παράθυρα, κάνοντάς τα να μοιάζουν με προβολείς, χάιδευε τα μοναδικά ψηφιδωτά του μνημείου, γεμίζοντάς μας με δέος για τον αρχιτέκτονα του αρχαιότερου κτιρίου της πόλης μας. Τρεις νέοι στέκονταν σε μία γωνιά, βουβοί από θαυμασμό, ενώ ο μόνος ήχος ήταν ενός μηχανήματος που χειριζόταν μια συντηρήτρια χωμένη σε μια εσοχή του δαπέδου στην πλευρά της Αγίας Τράπεζας.
Στο θόλο πάνω και πίσω από την Αγία Τράπεζα λαμπύριζε ένα εκπληκτικό ψηφιδωτό, όπου δύο μορφές έχουν γλυτώσει το σβήσιμο του προσώπου που υπέστησαν την Οθωμανική περίοδο οι χριστιανικές αγιογραφίες. Ανεβήκαμε στο ολόισιο, ελάχιστα υπερυψωμένο δάπεδο, περάσαμε από το ανοιχτό εκκλησιαστικό διαχωριστικό (το οποίο, σύμφωνα με την απόφαση του ΄99, δεν θα έπρεπε να είναι εκεί, παρά μόνο κατά τη διάρκεια των 12 θρησκευτικών τελετών το χρόνο) και σταθήκαμε κάτω από το ψηφιδωτό, ψάχνοντας για πινακίδα με πληροφορίες για την προέλευσή του και θαυμάζοντας το βλέμμα του ενός προσώπου που διασώθηκε.
Ξαφνικά, από την κεντρική είσοδο εμφανίστηκε ένας κύριος, κατευθύνθηκε προς εμάς και μας φώναξε να βγούμε αμέσως από εκεί, γιατί, λέει, είμαστε γυναίκες και ο χώρος είναι ιερός. Ήταν τέτοιο το σοκ, που δυσκολευτήκαμε να συνειδητοποιήσουμε πως ήταν υπάλληλος του υπουργείου. Αφού συστηθήκαμε, συνέχισε να επιμένει να φύγουμε, παρότι τον ενημερώσαμε πως την προηγούμενη εβδομάδα ήμασταν στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο όπου ξεκαθαρίστηκε η μουσειακή και όχι εκκλησιαστική χρήση του μνημείου, παρότι του ζητήσαμε αντίγραφο της εντολής που απαγορεύει την είσοδο στις γυναίκες στο χώρο του “Ιερού” (είναι, λέει, προφορική από τον προϊστάμενο) και παρότι τον ρωτήσαμε γιατί, τότε, επιτρέπεται στη συντηρήτρια να βρίσκεται εκεί.
Σ' αυτή την ερώτηση απάντησε η ίδια η συντηρήτρια που μέχρι εκείνη τη στιγμή συνέχιζε βουβή την εργασία της: “εγώ έχω πάρει ειδική ευλογία, για να βρίσκομαι εδώ!”
Μετά από αυτό, αποχωρήσαμε απογοητευμένες, αλλά και από συμπόνοια στον υπάλληλο που κόντευε να πάθει έμφραγμα, βλέποντας κι άλλη μία επισκέπτρια που μόλις είχε μπει στο μνημείο, να εισέρχεται αγέρωχα στην “εκκλησιαστική' εσοχή του κτιρίου.
Στο τέλος της ημέρας, δεν μπορώ να αποφασίσω τι είναι πιο τραγικό:
– ότι χρειάστηκε να πάρουμε εισαγγελική παραγγελία, για να ικανοποιηθεί το δικαίωμά μας που προστατεύεται από τα άρθρα 10 και 24 του Συντάγματος, να έχουμε την ακριβή εικόνα των μελετών που εγκρίθηκαν για τη Ροτόντα;
– ότι δεν έχουμε όλες την “ειδική ευλογία”, προκειμένου να επισκεφθούμε ολόκληρο το πιο σημαντικό μνημείο της πόλης μας;
– ότι υπάλληλοι του κράτους εφαρμόζουν διακρίσεις με βάση το φύλο;
– ή ότι μεθοδεύεται η de facto “εκκλησιαστικοποίηση” της Ροτόντας, δείχνοντάς μας ότι η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους που κατακτήθηκε με το Διαφωτισμό έχει πολύ δρόμο, για να φτάσει στη χώρα μας;
*Η Ελεάννα Ιωαννίδου είναι δικηγόρος και δημοτική σύμβουλος στον Δήμο Θεσσαλονίκης με την παράταξη “Γειτονιές σε δράση”. Το κείμενο αποτελεί δημοσίευση της στο facebook.