Συνέντευξη: Λαμπρινή Θωμά
Βίντεο: Νίκος Βεντούρας
Φωτογραφίες: από το αρχείο της Μίκα
«Με λένε Μίκα και συμμετείχα στις διαδηλώσεις του 2019 εδώ στη Χιλή. Είμαι τριανταοκτώ χρονών».
Της ζητάω να ξεκινήσει χωρίς ερωτήσεις. Και, όντως, δεν τις χρειάζεται. Η μόνη ερώτηση που χρειάζεται για να μιλήσει είναι όταν αναφερόμαστε στη δική της, προσωπική δράση.
Η Μίκα είχε την ιδέα να ιδρυθούν τα «Κόκκινα Κράνη», Cascos Rojos. Mια ομάδα προστασίας των υγειονομικών που δρούσαν στο πεδίο και φρόντιζαν τους εκατοντάδες τραυματίες, εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη του 2019. Η ίδια λέει «συμμετείχα σε μια ομάδα». Ακόμη κι όταν εξηγεί πως της ήρθε αυτή η ιδέα, όταν περνούσε από την πρώτη γραμμή της Πλατείας Αξιοπρέπειας «που θύμιζε νοσοκομείο σε καιρό πολέμου», η λέξη που διαλέγει είναι «συμμετείχα». Όλοι μαζί, κανείς πάνω από κανέναν.
Ήταν αρκετοί γιατροί και πιο πολλοί οι υγειονομικοί που βγαίναν στο δρόμο να φροντίσουν τους τραυματίες, τους διαδηλωτές που, αν δεν δολοφονούνταν, χάνανε τα μάτια τους, την όρασή τους ή την κινητικότητά τους, γιατί η αστυνομία σημάδευε επιτούτου στο κεφάλι. Γιατροί και υγειονομικοί που δρούσαν χωρίς προστασία όλο το 24ωρο και που γίνονταν αυτόματα εκείνοι ο πρώτος στόχος των δυνάμεων καταστολής.
«Μέσα στα δακρυγόνα και τις πλαστικές σφαίρες, ανάμεσα στις ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας και τους διαδηλωτές, οι ομάδες εθελοντών για τη διάσωση αγωνίζονται να προσφερουν πρώτες βοήθειες, να αρπάξουν τους τραυματίες από την μέγγενη του καταπιεστικού κράτους, να τους γλιτώσουν από μιαν αβέβαιη μοίρα. Μες στα χειροκροτήματα και την προστασία αυτών που αντιστέκονται στην πρώτη γραμμή, αποτελούν ένα θεμελιώδες κομμάτι της αντίστασης ενάντια στο νεοφιλελεύθερο καθεστώς του Σεμπαστιάν Πινιέρα». Γκονζάλο Πεχουέν, δημοσιογράφος, 2019
Αστυνομική βία, συλλήψεις, τραυματισμοί, δολοφονικές επιθέσεις κατά των διαδηλωτών ήταν στην ημερήσια διάταξη. Οι Πάκος (Pacos), έκφραση αντίστοιχη του δικού μας «μπάτσοι», μπορεί να χτυπούσαν τις διαδηλώσεις τη μέρα αφήνοντας πίσω τους θάνατο και καταστροφή, αλλά προτιμούσαν τη νύχτα για να πλήξουν την καρδιά του αγώνα.
Τα βράδυα των διαδηλώσεων ήταν πολλοί αυτοί που έφευγαν, να γυρίσουν σπίτι τους. Τόσο στην, βαπτισμένη από το λαό, πλατεία Αξιοπρέπειας όσο και στην λεωφόρο Αλαμέδα, ο κόσμος αραίωνε, ήταν πολύ λιγότεροι οι αγωνιστές που έμεναν εκεί όλο το 24ωρο. Το σκοτάδι στην περιοχή ήταν βαθύ. Το κράτος είχε κόψει το φως εκεί, και στα δύο κοντινά πάρκα, Μπαλμασέδα και Φορεστάλ, για να μπορεί να δρα τρομοκρατικά τις νύχτες υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την αστυνομία.
Μες στο σκοτάδι, οι ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας έμπαιναν στα πάρκα να μαζέψουν όσους μπορούσαν, να τους οδηγήσουν στα τμήματα, να τους κρατήσουν ή «εξαφανίσουν» – οι παλιές πρακτικές μπορεί να έχουν υποχωρήσει αλλά δεν έχουν ξεχαστεί. Ύστερα, ειδικά στη λεωφορο Προβιντένσια, όπου κατέφευγαν πολλοί τη νύχτα, περνούσαν τα κανόνια νερού.
Αυτές ήταν οι συνθήκες κάθε βράδυ. Και σε αυτές προσπαθούσαν να απαντήσουν οι υγειονομικοί, οι γιατροί, οι άνθρωποι που βγαίναν στο δρόμο για να στηρίξουν με τη γνώση τους τον αγώνα, να σώσουν τις ζωές που δεν ήθελε το καθεστώς. Και, φυσικά, κινδύνευαν οι ίδιοι. Έγιναν στόχος των αρχών. Κι έπρεπε να προστατευτούν, με κάθε τρόπο. Να συνεχίσουν να σώζουν αγωνιστές και αγωνίστριες. Είτε είχε φως είτε δεν είχε.
Έτσι κάπως δημιουργήθηκε η μπριγάδα με τα Κόκκινα Κράνη. Για να γίνει ένα με τους υγειονομικούς, προστατεύοντάς τους. Κρατώντας ασπίδες με ζωγραφιστό τον κόκκινο σταυρό, με τα κόκκινα κράνη τους, οι εθελοντές της μπριγάδας βγαίναν από το απόγευμα μέχρι το ξημέρωμα, να προστατεύσουν τους υγειονομικούς, να βοηθήσουν στη διάσωση και τις πρώτες βοήθειες. Στα ρεπορτάζ της εποχής έχει γραφτεί πως καταλάβαινες που βρισκόταν η μπριγάδα, γιατί άκουγες τα χειροκροτήματα των διαδηλωτών, απ’ όπου κι αν περνούσε, ότι ώρα κι αν ήταν. Αυτοί σώζαν τις ζωές που το κράτος ήθελε να πάρει.
Οι γιατροί και οι υγειονομικοί δούλευαν κόντρα στην αστυνομία και κόντρα στο χρόνο. Ασπίδα τους, με κανονικές ασπίδες γύρω τους, τα Κόκκινα Κράνη. Όσους τραυματίες – κάποιοι βαριά – έπρεπε να μεταφερθούν στο αυτοσχέδιο ιατρείο, 200 μέτρα πίσω από την πρώτη γραμμή, τους κουβαλούσαν μαζί με τα Κόκκινα Κράνη. Κάποιοι αγωνιστές πέθαιναν στα χέρια τους: στις 15 Νοεμβρίου του 2019, την ώρα που μετέφεραν τον 29χρονο Άμπελ Ακούνια, με αναπνευστικά προβλήματα λόγω των δακρυγόνων, τους επετέθησαν με κανόνι νερού.
«Προσπαθούσε να αναπνεύσει, κάποια στιγμή σταμάτησε η καρδιά του. Τον επαναφέραμε και οι άνθρωποι άρχισαν να ανοίγουν δρόμο. Ήρθαν οι εθελοντές, να ανοίξουν τον κύκλο, να μεταφερθεί. Καλέσαμε ασθενοφόρο και ήταν εκεί σε έξι λεπτά. Μες σε αυτά τα έξι λεπτά επετέθησαν. Δεν έζησε γιατί έτσι αποφάσισε η αστυνομία».
Ο Άμπελ Ακούνια εξέπνευσε στα χέρια τους, δεν κατάφεραν να τον μεταφέρουν, να τον σώσουν. Η επίσημη εκδοχή της αστυνομίας ήταν ότι ο Άμπελ, τεχνικός εργαστηρίου, που είχε χρόνο μόνο Πέμπτες και Παρασκευές να κατέβει στις διαδηλώσεις, ανέβηκε στο κεντρικό άγαλμα της πλατείας και έπεσε από κει. Η αλήθεια ήταν ότι τον δολοφόνησε η αστυνομική βαρβαρότητα.
Εκείνες τις μέρες, από τον Οκτώβρη του ’19 ως το Μάρτη του ’20 και την πανδημία, ήταν πάνω από 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι στο δρόμο, στην καρδιά του Σαντιάγο, παρά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης που επέβαλε το κράτος – αφορμή για να κατεβάσει και το στρατό στο δρόμο. Δεκάδες νεκροί, χιλιάδες τραυματίες, δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις ήταν ο απολογισμός. Στα κρατητήρια τα βασανιστήρια, οι σεξουαλικές κακοποιήσεις, οι βιασμοί έδιναν και έπαιρναν. Πάνω από 250 άνθρωποι έχασαν ένα ή και τα δύο τους μάτια – ο υψηλότερος αριθμός τέτοιων τραυματισμών παγκοσμίως, με τις πολεμικές ζώνες να προσμετρώνται.
Οι μπριγάδες, κι ακόμη περισσότερο τα Κόκκινα Κράνη, έτρωγαν δακρυγόνα, σπρέι πιπεριού, νερό με πίεση, πλαστικές σφαίρες, για πρωινό, μεσημεριανό, βραδυνό. Οι περισσότεροι αλληλέγγυοι υγειονομικοί έρχονταν στην πλατεία μετά τη δουλειά τους, την όποια βάρδια τους. Δούλευαν εκεί που κανένας Ερυθρός Σταυρός δεν θα πήγαινε ποτέ. Ακούραστοι. Η μόνη τους προστασία και η μόνη τους ενίσχυση ήταν η Αλληλεγγύη. Ειδικά όταν έπρεπε να μεταφέρουν τους τραυματίες από την πρώτη γραμμή άμυνας στην πέμπτη – εκεί που βρίσκονταν το αυτοσχέδιο νοσοκομείο.
Η Μίκα δεν ήταν εκεί, στην πλατεία της Αξιοπρέπειας, από την αρχή. Διαμαρτυρόταν χτυπώντας κατσαρόλες στο μπαλκόνι της, είχε πολλούς λόγους να φοβάται να κατέβη στο δρόμο.
«Εκδηλώθηκα όταν είδα το πλήθος των ανθρώπων να περνά κάτω από το δρόμο, κάτω από την κεντρική λεωφόρο όπου μένω. Ένα βράδυ, ακούσαμε στο ραδιόφωνο ό,τι υπήρχαν άνθρωποι που είχαν συλληφθεί και αγνοούνταν κι αυτό με άγγιξε, γιατί μου θύμισε τον πατέρα μου, που τον είχαν συλλάβει και είχε εξαφανιστεί τότε.. Οπότε πήραμε αράδα τα αστυνομικά τμήματα να βρούμε τους ανθρώπους αυτούς. Μετά από αυτό, συνεχίσαμε να συμμετέχουμε σαν απλοί διαδηλωτές. Ο σύντροφός μου, που είναι δικηγόρος, συμμετείχε σε μια πανεπιστημιακή πρωτοβουλία ώστε να υπάρχει υπεράσπιση, ας πούμε λαϊκή [για τους συλληφθέντες]. … Είναι πολλοί οι άνθρωποι που κρατούνται λόγω της κοινωνικοπολιτικής τους θέσης και είναι ακριβώς αυτές οι περιπτώσεις που μας κινητοποιούν και μας οδήγησαν να οργανώσουμε και να συμμετέχουμε στη λαϊκή υπεράσπιση που σχηματίστηκε».
Ο δικός της ρόλος γεννήθηκε λίγο μετά. «Είπα ότι έπρεπε αυτό όλο να το πλησιάσουμε σαν παρατηρητές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κι έτσι αποφάσισα να γίνω διασώστρια. Στη συμμετοχή μου ως διασώστρια, έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι υπήρξα θύμα, δέχθηκα μια λαστιχένια σφαίρα στο αυτί. Έπρεπε να περάσω από το πρώτο μας «φυλάκιο», κοντά στο επίκεντρο των διαδηλώσεων, και ήταν πραγματικά εντυπωσιακό να βλέπεις όλη αυτή τη βία… ήταν σαν να περνάω μέσα από νοσοκομείο σε καιρό πολέμου. Κι ήταν εντυπωσιακή και ορατή, και ήθελα να την αποδείξω, η πρόθεση της αστυνομίας να πυροβολεί τον κόσμο στο κεφάλι. … Τη μέρα που ήμουν κι εγώ θύμα η περιοχή ήταν γεμάτη ανθρώπους χτυπημένους στο κεφάλι και στα μάτια, και όσοι δεν ήταν πολύ βαριά όπως εγώ, έπρεπε να περιμένουμε, να περάσουν μπροστά άλλοι, όπως ένα παιδί που είχε χάσει το μάτι του. Και εκεί κατάλαβα ξεκάθαρα πως στόχευαν στο κεφάλι…. Και κάπως έτσι, αυτά με παρακίνησαν να συμμετέχω ενεργά. Είναι δύσκολο μετά από αυτά να μείνεις στο σπίτι σου, να μη συμμετέχεις».
Ειδικά όταν είσαι η θυγατέρα του Πάμπλο Χ. «Τον πατέρα μου τον συνέλαβαν στα φοιτητικά του χρόνια, και τον κράτησαν από ένα λάθος, μια συνωνυμία, δεν ήταν αυτός που έψαχναν. Τον πατέρα μου τον λένε Πάμπλο Χ, κι αυτοί ψάχνανε έναν Πάμπλο Χ. Πήγαν στο πανεπιστήμιο και τον συνέλαβαν κάτι που σημάδεψε όλη την οικογένειά μου, όλους τους αγαπημένους μου από τότε. Γι αυτό από πολύ μικρή είχα κάποια συνείδηση της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα. … Μας λένε ότι η δικτατορία έχει τριάντα χρόνια που τελείωσε αλλά τίποτε σημαντικό δεν άλλαξε… μιλάνε για δικαιοσύνη και αποζημιώσεις, αλλά καμμιά δικαιοσύνη δε βρήκαν [τα θύματα]. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του πατέρα μου, παρ’ ότι κατήγγειλε επίσημα όσα συνέβησαν, ποτέ δεν εντοπίστηκαν οι υπεύθυνοι για την απαγωγή του, αυτοί που έκαναν ότι έκαναν. Οπότε, είτε μιλάς για δικαιοσύνη και αποζημίωση είτε όχι, όλα αυτά είναι μακιγιάζ δεν υπάρχει, υπήρξε, αληθινή δικαιοσύνη, ήταν μόνο η ανάγκη τους να περάσουν γρήγορα και να ξεχαστούν όσο πιο γρήγορα όσα έγιναν [επί Πινοτσέτ]. … Από μικρούλα πάντα μιλούσα με τους ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι εδώ φοβούνται να εκφραστούν, μετά τη δικτατορία, κι από μικρή σκεπτόμουν, παρά το φόβο, πρέπει να βγουμε στο δρόμο, γιατί ο πατέρας μου φυλακίστηκε για να μπορώ να λέω ότι θέλω στο δρόμο… κι αυτό που με έσπασε ήταν που την πρώτη μέρα που βγήκα στο δρόμο να ακουστώ, οι μπάτσοι με πυροβόλησαν με πλαστική σφαίρα στο αυτί, κι ευτυχώς που με πήρε στο αυτί, λίγο ακόμη και θα με χτυπούσε και εμένα στο μάτι και μπορεί να μη ζούσα. … κι ύστερα μου έλεγαν κι η μητέρα κι ο πατέρας μου, μη βγαίνεις στο δρόμο, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι. Κι αυτό ήταν… ήταν πολύ ισχυρό, γιατί και η μητέρα μου και ο πατέρας μου υπήρξαν επαναστάτες στην εποχή τους και δεν έχω καμμία αμφιβολία ότι κι αυτοί διαμαρτυρήθηκαν από το σπίτι τους [χτυπώντας κατσαρόλες στα μπαλκόνια] αλλά πάντα με το φόβο, να μη βγεις στους δρόμους.. Και με φόβο το πρωτοέκανα και μετά μου συνέβη αυτό [ο τραυματισμός] και έγινε ακόμη πιο μεγάλο άγχος για αυτούς [τους γονείς της] λόγω της ιστορίας μας. Ο πατέρας μου φοβόταν ότι θα με πιάσουν κι εμένα γιατί ξέρει.. … Πρόκειται δηλαδή για ένα ζήτημα τόσο βαρύ όσο και οικείο για μας». Τόσο οικείο για όλο τον αντιστεκόμενο λαό της Χιλής.
«Πέρασαν ήδη δύο χρόνια και καμμιά δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε για κανέναν. … δεν βλέπω δικαιοσύνη και δε βλεπω αποκατάσταση. Στιις εκλογές προχθές εξελέγη γερουσιαστής η Fabiola Campillay, θύμα της αστυνομίας, [έχασε την όρασή της ολοκληρωτικά], της επιθετικότητας των δυνάμεων του στρατού και της δημόσιας τάξης, κι ένας από τους λόγους που οδήγησε στην υποψηφιότητα κι εκλογή της είναι πως δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Ο αστυνομικός που της επετέθη, που την πυροβόλησε και την τραυμάτισε είναι απολύτως γνωστός και αναγνωρίσιμος, πέρασε από δίκη και σήμερα κυκλοφορεί ελεύθερος. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη κι ακόμη λιγότερο αποζημίωση, κι αν κατονομάζουμε την περίπτωσή της είναι γιατί πρέπει να ξέρουμε τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις».
Επιμένω να μου μιλήσει για τη μπριγάδα Κόκκινα Κράνη. Το έχει ξεχάσει, έχει ξεχάσει πως αυτός είναι ο λόγος της συνέντευξής μας. Παραμένει στο «εμείς», το «εγώ» δεν την αφορά. Όμως μου κάνει το χατήρι.
«Συμμετείχα σε μια μπριγάδα, που τη λέμε Κόκκινα Κράνη -Cascos Rojos. Ένας λόγος που με παρακίνησε είναι ό,τι αυτή την μπριγάδα την δημιουργήσαμε για τους εργαζόμενους στο χώρο της υγείας κι είχαν το ίδιο κίνητρο κι εκείνοι, να μετέχουν [ώστε να βοηθήσουν] γιατί ο αριθμός και το είδος τραυματισμών των ανθρώπων, που τραυματίζονταν κάθε βράδυ, ξεπέρασε κάθε αντιμετωπίσιμο επιτόπου επίπεδο. Ήταν πολλοί που επέστρεφαν σπίτι τους τραυματισμένοι, χωρίς να τους έχει παρασχεθεί καμμία βοήθεια. Κάποιοι γιατροί και πολλές νοσοκόμες και νοσοκόμοι έρχονταν να βοηθήσουν χωρίς καμμία προστασία κι έτσι άρχισαν να φροντίζουν και να προσφέρουν βοήθεια, στρατεύτηκαν. Οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να έχουν κάποια προστασία, προφανώς, γιατί πως να προσφέρουν και να κάνουν τη δουλειά τους, με τους τραυματισμένους, να τους απομακρύνουν, πως να ράψουν πληγές, χωρίς κάποιος από μας, όπως εγώ, να τους προστατέψει; Την ώρα που φρόντιζαν τους τραυματίες, μπορεί να γίνονταν κι αυτοί στόχος για τις πλαστικές σφαίρες. Και τότε σκέφτηκα να φτιαχτεί η μπριγάδα και προσφέρθηκα να είμαι η προστασία τους οπότε η συμμετοχή μου δεν ήταν να δώσω η ίδια πρώτες βοήθειες, αλλά να προστατέψω τους ανθρώπους του τομέα της υγείας, ώστε να μην πληγούν.».
Κι όλα αυτά, νικώντας το φόβο. Ή, βάζοντάς τον στην άκρη. «Ακόμη αισθάνομαι κάποιο φόβο γιατί το όνομά μου είναι σε όλες τους τις λίστες των αρχών. Συζητείται να φτιάξουν μια αστυνομική δύναμη αφιερωμένη στην αναζήτηση πολιτικών ακτιβιστών. Με έχουν ενημερώσει ό,τι επειδή ήμουν πολιτική ακτιβίστρια το όνομά μου είναι παντού, γιατί πήγα να βρω ανθρώπους στο δρόμο, σαν τον πατέρα μου, που μπήκε φυλακή, για να διαδηλώνω εγώ χωρίς φόβο. Και σήμερα νοιώθω κάποιο φόβο, γιατί τόσο το δικό μου όνομα όσο και του συντρόφου μου, είναι παντού».