Μιλώντας στην εφημερίδα «Πατρίς» της Κρήτης, η παιδοψυχίατρος δήλωσε πως εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, «γιατί πλέον εργάζομαι σε συνθήκες κακοποίησης» προσθέτοντας ότι εκείνους που λυπάται πραγματικά είναι τους γονείς και τα παιδιά που πρέπει να πληρώνουν αδρά στον ιδιωτικό τομέα ακόμη και μια απλή γνωμάτευση. Όπως σημειώνεται επίσης στο ρεπορτάζ, μετά την παραίτησή της, σε ολόκληρη την Κρήτη υπάρχει πλέον μόνο ένας παιδοψυχίατρος του δημόσιου τομέα, στο Πανεπιστημιακό νοσοκομείο, ενώ υπάρχουν χιλιάδες παιδιά που χρειάζονται βοήθεια. Στο Ρέθυμνο η αναμονή για ραντεβού ξεπερνάει τους 20 μήνες.

Όπως εξηγεί η παιδοψυχίατρος, εκτός από το Κοινοτικό Κέντρο, εργάζεται για τις εισαγγελίες και των δύο νομών, τους ανακριτές, τα αστυνομικά τμήματα.

«Δουλεύω για το Υπουργείο Δικαιοσύνης και το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, αντί να δουλεύω για το ΕΣΥ και την κοινότητα. Τα περιστατικά αυτά μου “τρώνε” τις περισσότερες εργατοώρες και δεν μπορώ να πάρω και να εξετάσω από τη λίστα που περιμένουν. Εκτός από τα παιδιά των οποίων η υγεία κινδυνεύει -επειδή τώρα είναι σε οξεία κρίση, θα επιδεινωθεί η κατάστασή τους εάν δεν λάβουν ιατρική φροντίδα – είναι και τα υπόλοιπα που έχουν άλλα προβλήματα – ήπια προς το παρόν- που ενδεχομένως να γίνουν πολύ σοβαρά στο μέλλον. Οι γονείς τους αναγκάζονται και δίνουν 100 και 200 ευρώ σε ιδιώτες για να κάνουν μία διάγνωση. Διότι, για κάτι τέτοιο στο δημόσιο σύστημα πρέπει να περιμένει πάνω από 17 μήνες – το λιγότερο – υπό τις παρούσες συνθήκες»

«Η παραίτησή της είναι τεράστιο πλήγμα για την δημόσια ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων. Πλέον δεν θα υπάρχει ούτε ένας παιδοψυχίατρος για πρωτοβάθμια φροντίδα. Η κ. Νικολάου υπέβαλε παραίτηση γιατί παλεύει 6 χρόνια τώρα μόνη, χωρίς προσωπικό, χωρίς να προκηρύσσονται θέσεις γιατρών, χωρίς καμία βοήθεια» είπε στα τοπικά ΜΜΕ, η Πέλα Νεονάκη, πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ Ρεθύμνου.

Η Ένωση Γιατρών ΕΣΥ Ρεθύμνου έδωσε στην δημοσιότητα την επιστολή παραίτησης της κ.Νικολάου:

«Πριν 6 χρόνια ήρθα στο Ρέθυμνο και αποδέχτηκα την πρόκληση της σύστασης από το μηδέν, ενός Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας για Παιδιά και Εφήβους. Όχι μόνο δεν είχαμε βοήθεια, αλλά έπρεπε να εργαζόμαστε σε συνθήκες απαξίωσης, κοροϊδίας, υποτίμησης και συνεχούς και ενσυνείδητης παρεμπόδισης του έργου μας. Πλέον οι συνθήκες εργασίας έχουν γίνει ακραία κακοποιητικές. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των πολιτικών που εφαρμόζονται στην ψυχική υγεία.

Συγχαρητήρια στο διοικητή και τον υποδιοικητή της 7ης ΥΠΕ για τη συνεπέστατη εφαρμογή αυτών των πολιτικών. Συγχαρητήρια στον Διευθυντή Ιατρικής Υπηρεσίας Ψυχικής Υγείας της 7ης ΥΠΕ και σε όλους τους υπαλλήλους που από θέσεις ευθύνης υπήρξαν τόσο πιστοί υπηρέτες αυτών των πολιτικών. Δυστυχώς, η κοινωνία τόσα χρόνια δεν κατάφερε να χτίσει εκείνη την κρίσιμη μάζα που χρειάζεται για να υπερασπιστεί αποτελεσματικά το δικαίωμά της στη δημόσια και δωρεάν υγεία.

Θα έχω πάντα μες την καρδιά μου όλα τα παιδιά –μικρά και μεγάλα- που μου χάρισαν το χαμόγελο ή το κλάμα τους. Μες την καρδιά μου θα είναι πάντα και οι λιγοστοί συναγωνιστές σε αυτήν την πορεία. Εξαναγκάζομαι και εγώ σε παραίτηση. Εάν παραμείνω, η φυσική εξόντωσή μου δεν θα ωφελήσει κανέναν. Αντίο».