Η προσπάθεια εξάλειψης των Παλαιστινίων διαδραματίζεται και σε μία μάχη στο φαντασιακό της Δύσης, όπως παρατηρεί στα έργα του ο Ιλάν Παπέ, και για αυτό η μαρτυρία της αντίστασης λαμβάνει χώρα και στις παραστάσεις που έχουμε. Πρόκειται, όμως, για έναν αγώνα που λαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις και προεκτάσεις και σε άλλα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας. Οι Παλαιστίνιοι, παρατηρεί ο Ιλάν Παπέ, παρουσιάζονται στο δυτικό φαντασιακό με τις εξής μορφές: Ως άγριοι ή πρωτόγονοι μέσα από μία πλήρη απανθρωποποίηση. Ορισμένες φορές εμφανίζονται ως «νομάδες» που δεν έχουν δεσμούς με τη γη, παρόλο που αυτό διαψεύδεται μέσα από την μακραίωνα ύπαρξη παλαιστινιακών χωριών και πόλεων. Η Παλαιστίνη παρουσιάζεται μονόπλευρα ως μια έρημος, η οποία «άνθισε» από τις προσπάθειες του δυτικού εκσυγχρονισμού, μολονότι, βεβαίως, η Παλαιστίνη δεν είναι μόνο έρημος, αλλά και ένας τόπος αστικού και αγροτικού πολιτισμού χιλιετιών. Ένα μέρος αυτής της «άνθισης» περιλαμβάνει και φυτείες επιθετικών φυτών, τα οποία αλλοιώνουν το εντόπιο οικοσύστημα, αλλά και την οικοπολιτισμική μνήμη. Σε πολλές περιπτώσεις, στα ερείπια κατεστραμμένων παλαιστινιακών οικισμών φυτεύτηκαν πεύκα εισαγόμενα από την Ευρώπη, ενώ άλλοτε διαλυμένα χωριά μετατράπηκαν σε πάρκα αναψυχής, προδιαγράφοντας τον τραμπικό σχεδιασμό για τη «Ριβιέρα» στη θέση της Γάζας. Οι αλλαγές αυτές διέγραφαν την αραβικότητα ως συνδυασμό πνευματικότητας και φυσικού τοπίου. Η μονότροπη παρουσίαση της Παλαιστίνης ως ερήμου θυμίζει το εγχείρημα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας να χρησιμοποιεί τον όρο «terra nullius» για περιοχές που φιλοδοξούσε να εποικίσει. Από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα κυκλοφορούσε το σύνθημα «μια γη χωρίς λαό για έναν λαό χωρίς γη», ξεχνώντας βολικά την ύπαρξη των Παλαιστινίων, ενώ το 1972 η πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιερ είχε δηλώσει χαρακτηριστικά «δεν υπάρχει παλαιστινιακός λαός». Και είναι αλήθεια ότι το αγγλικό πρότζεκτ για την Παλαιστίνη συνδυάστηκε με μια συσσώρευση της γαιοκτησίας σε πλούσιους ιδιώτες, καταστρατηγώντας τον κοινοτικό τρόπο διαμοιρασμού της γης που ίσχυε παλαιότερα.

Το δίπολο εκσυγχρονισμού και υπανάπτυξης αποτελεί επίσης έναν τρόπο να παρουσιάζεται ως ευεργετικό το εποικιστικό πρόγραμμα της Δύσης. Σήμερα, το να προβαίνεις σε εποικιστική αποικιοκρατία με προσπάθεια εξάλειψης των εντόπιων κατοίκων και πολιτισμών αποτελεί μέρος του ευρωπαϊκού ανήκειν. Το ότι το Ισραήλ αποτελεί ένα «προκεχωρημένο φυλάκιο του ευρωπαϊκού πολιτισμού» μπορεί και να διαβαστεί αντιστρόφως ως ότι το Ισραήλ συνεχίζει την παράδοση της εποικιστικής ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας, πλην ετεροχρονισμένα σε μια εποχή όπου θα έπρεπε να θεωρείται ως παρωχημένη η πρακτική της εθνοκάθαρσης. Ο Πάτρικ Γουλφ, ειδικός στην ευρωπαϊκή εποικιστική αποικιοκρατία, έχει περιγράψει την πολιτική των εποίκων ως «λογική της εξάλειψης». Μέσα από την εξόντωση των Παλαιστινίων επιβεβαιώνεται εκ νέου η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία σε περίοδο κρίσης της Ευρώπης και για αυτό δεν είναι τυχαίο ότι επανεμφανίζεται ο όρος «επανακατάκτηση» (Reconquista) σε ακροδεξιούς σχηματισμούς.

Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος πιο ύπουλος τρόπος να υποβιβάζεται ο αγώνας των Παλαιστινίων και αυτός είναι το να παρουσιάζονται ως θύματα. Αυτό οδηγεί σε μια λατρεία της παθητικότητας, ενώ δεν τονίζεται ο ενεργητικός χαρακτήρας της αντίστασης ή ακόμη και του μαρτυρίου που είναι ταυτοχρόνως μια μαρτυρία. Η αντίσταση αυτή εκδηλώνεται και από την σταθερή επί πολλές δεκαετίες άρνηση των Παλαιστινίων να δεχθούν υπηκοότητα σε άλλη χώρα ή να χτίσουν οικίες σε χώρες υποδοχής και γενικότερα να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε συμφιλίωση με τον εκτοπισμό. Η παρουσίαση των Παλαιστινίων ως θυμάτων είναι διαβρωτική για την αντίσταση διότι προεξοφλεί τελεσίδικα μια ήττα, η οποία δεν είναι καθόλου δεδομένη στο μακροσκοπικό επίπεδο. Παραθεωρούνται στοιχεία όπως η πειθαρχία της παλαιστινιακής αντίστασης, η ισχυρή επιμονή της βούλησης, που είναι ίδιον μεγάλων πολιτισμών και η επίδειξη ηθικής ανωτερότητας μέσα από τη μακροπρόθεσμη αντοχή. Τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο ότι η πολιτισμική ανθεκτικότητα και η έμφαση στην εντοπιότητα αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες μακροπρόθεσμης νίκης. Οι πρόσφατοι πόλεμοι διεξάγονται συχνά σε αστικό τοπίο, όπου δεν είναι εύκολο να κατισχύσει ο στρατιωτικώς ισχυρός, καθώς παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και η στάση του άμαχου πληθυσμού. Αυτό σημαίνει ότι η νίκη ή ήττα σε μία σύγκρουση διαχέεται σε όλο τον λαό και σε όλον τον πολιτισμό και δεν είναι πλέον καθοριστική μόνο η στρατιωτική ή η οικονομική υπεροχή. Οι πόλεμοι σε αστικά τοπία είναι συχνά πόλεμοι ανταρτών και μακροχρόνιας υπονόμευσης, όπου το θεμελιώδες είναι το λαϊκό ήθος, όπως διαμορφώνεται από τον πολιτισμό, τη θρησκεία και το βίωμα του ανήκειν. Μάλιστα, οι πρόσφατοι πόλεμοι υπήρξαν συχνά «πόλεμοι των φτωχών» καθώς σχετικά φτηνά όπλα, όπως όχι ακριβές μορφές ντρόουνς ή βλημάτων μπορούσαν να καταστρέψουν όπλα με πολλαπλάσια τιμή.

Η αντίσταση των Παλαιστινίων στην αποικιοκρατία μπορεί έτσι να ιδωθεί και ως μια κοσμογονία συνειδήσεων (κατά την έκφραση του Νικόλα Κοσματόπουλου), καθώς σημαίνει ότι η δυτική εποικιστική αποικιοκρατία δεν μπορεί πλέον να επιτύχει, όπως συνέβαινε σε προηγούμενους αιώνες. Πρόκειται για μια από τις κομβικές ήττες της Δύσης, η οποία σηματοδοτεί μία νέα αφύπνιση του παγκόσμιου νότου και ανατολής. Αυτό που χρειάζεται είναι μια έξοδος από το φαύλο δίπολο αφενός αντισημιτισμού και, αφετέρου, της θρησκευτικής ιδεολογίας που ονομάζεται «χριστιανικός σιωνισμός». Η τελευταία αναπτύσσεται συχνά σε προτεσταντικές ομολογίες, όπως, μεταξύ άλλων, οι Ευαγγελικοί, και σημαίνει ότι η επικράτηση των Εβραίων ως συνδυασμού έθνους και θρησκείας θα οδηγήσει σε προσέγγιση της χριστιανικής εσχατολογικής «βασιλείας». Σημειωτέον ότι, όπως δείχνει ο Ιλάν Παπέ, αντισημιτισμός και χριστιανικός σιωνισμός είναι ενίοτε αλληλοτροφοδοτούμενοι και όχι αλληλοαποκλειόμενοι. Το πρόγραμμα του χριστιανικού σιωνισμού σήμαινε αρχικά μια έξοδο των Εβραίων από τη Δύση και μια επικέντρωσή τους στην Παλαιστίνη στο πλαίσιο του νεωτερικού εθνικισμού, που επιθυμούσε εθνική καθαρότητα. Αυτό άρχισε σε ένα αγγλοσαξονικό πλαίσιο, αλλά επιταχύνθηκε από τον ναζιστικό αντισημιτισμό. Ταυτοχρόνως, το πνεύμα του χριστιανικού σιωνισμού συνδυαζόταν και με ισλαμοφοβία με την έννοια ότι θεωρείτο απαράδεκτο οι Άγιοι Τόποι να ελέγχονται από μουσουλμάνους. Ο χριστιανικός σιωνισμός ήταν που αρχικά ενέταξε τους Εβραίους στον νεωτερικό εθνικισμό και εντέλει εθνοκρατισμό, ενώ παλαιότερα επρόκειτο περισσότερο για μια θρησκευτική ταυτότητα. Για τον λόγο αυτό, το να ασπαστούμε τον αγώνα των Παλαιστινίων λειτουργεί ως ένας ηθικός διασαφηνιστής, ο οποίος μας αφυπνίζει στην πανανθρώπινη ισότητα και στην καταδίκη κάθε εξαιρετισμού, αλλά και κάθε ρατσισμού. Αυτή είναι κατά μία έννοια η οικουμενική διάσταση του αγώνα των Παλαιστινίων.