Μιλώντας στην εκδήλωση της Γραμματείας Στρατηγικού Σχεδιασμού και Επικοινωνίας της Νέας Δημοκρατίας, με θέμα: «Τεχνητή νοημοσύνη στη διακυβέρνηση», ο Κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι ο παραδοσιακός κύκλος των 3 φάσεων, εκπαίδευση-εργασία-σύνταξη τελειώνει, καθώς ένα παιδί το οποίο γεννιέται σήμερα στον δυτικό κόσμο έχει πάνω από 50% πιθανότητα να περάσει τα 100 χρόνια. Ισχυρίστηκε ότι γι αυτό τον λόγο, οι εργαζόμενοι θα πρέπει να προσαρμοστούν σε μια αγορά εργασίας που θα  προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών.

«Διάβασα πρόσφατα ένα βιβλίο που λέγεται “ο γρίφος των 100 ετών” το οποίο συνιστώ ανεπιφύλακτα. Σημειώνεται σε αυτό το βιβλίο ότι ένα παιδί το οποίο γεννιέται σήμερα στον δυτικό κόσμο έχει πάνω από 50% πιθανότητα να περάσει τα 100 χρόνια. Σκεφτόμουν ότι τα δικά μου παιδιά, τα 2 μεγάλα παιδιά, έχουν γεννηθεί το 1997 και το 1998, αν είναι τυχερά και υγιή και έχουν πάρει τα γονίδια του παππού τους θα μπορέσουν ενδεχομένως να ζήσουν σε 3 αιώνες. Αυτό τι σημαίνει όμως; Ότι ο παραδοσιακός κύκλος των 3 φάσεων, εκπαίδευση-εργασία-σύνταξη τελειώνει. Θα ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου θα αλλάζουμε δουλειές πιο συχνά. Που θα πρέπει μονίμως να ενισχύουμε τις δεξιότητες μας και να προσαρμοζόμαστε σε μια αγορά εργασίας η οποία θα πρέπει και αυτή να αλλάζει και να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των καιρών».

Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Μάιο, ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας είχε αναφερθεί στο «ξεπερασμένο» σύστημα του οκταώρου και στη δυνατότητα των εργαζόμενων να μπορούν να πάρουν σύνταξη από την ίδια δουλειά, προσπαθώντας να προωθήσει τις ελαστικές σχέσεις εργασίας

«Το κλασικό “δυτικό” ωράριο “9 με 5”, στην ίδια δουλειά, να παίρνει κανείς σύνταξη από την ίδια δουλειά, από αυτήν στην οποία ξεκίνησε, αυτό είναι μάλλον ξεπερασμένο. Σε περιβάλλον τέτοιας τεχνολογικής επανάστασης οι ίδιοι οι πολίτες, αλλά και οι επιχειρήσεις θα θέλουν συχνά να οργανώνουν ευέλικτα το χρόνο εργασίας τους, σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Για αυτό, η ευελιξία στην αγορά εργασίας και η προώθηση νέων τύπων συμβάσεων απασχόλησης μπορεί να ειδωθεί και ως ευκαιρία αύξησης της απασχόλησης, σε ένα περιβάλλον γήρανσης του πληθυσμού, ιδίως στην Ευρώπη και στις αναπτυγμένες οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας».