του Θάνου Καμήλαλη
Ένα σημαντικό κεφάλαιο στον πολιτικό τραγέλαφο που βιώνουμε εδώ και πολύ καιρό, είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση είναι η καλύτερη ελπίδα της κυβέρνησης να επανεκλεγεί. Νομίζω ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσιζε να μην εμφανίζονται τα στελέχη του πουθενά από σήμερα μέχρι τις εκλογές και άφηνε (αυτούς) τους Νεοδημοκράτες να μιλάνε χωρίς αντίλογο, θα κέρδιζε χωρίς πρόβλημα.
Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το ότι ο Μητσοτάκης είναι γκαφατζής, ή «γουρλομάτης» ή μιλάει με ανθρώπους που συζητούν με εξωγήινους στον Υμηττό. Το πρόβλημά του είναι πολιτικό, Μετά από 10 χρόνια κρίσης, τρία μνημόνια και τις δεσμεύσεις ενός άτυπου, τέταρτου, να τρέχουν μέχρι το 2060 (πλεονάσματα) και 22ο αιώνα (Υπερταμείο), θα περίμενε κανείς ότι τουλάχιστον τίποτα δεν μπορεί να πάει πολύ χειρότερα. Η ΝΔ του Μητσοτάκη είναι εδώ για να εξαφανίσει κι αυτήν την πικρή αισιοδοξία. Ας δούμε μερικά παραδείγματα.
Βγαίνει η αναθεωρημένη λίστα του ΤΑΙΠΕΔ με 24 ιδιωτικοποιήσεις για το επόμενο διάστημα. Αυτές που η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με την τρόικα αλλά δεν προχωράει, γιατί πρέπει να περάσει στην κοινωνία η «μεταμνημονιακή» ευφορία κι έρχονται κι εκλογές. Το διαβάζει ο αναποφάσιστος ψηφοφόρος και καταλαβαίνει τον κυβερνητικό εμπαιγμό. Μετά βγαίνει ο Μητσοτάκης και θέλει να ιδιωτικοποιήσει μέχρι και.τη διαδικασία παροχής μαγνητικών τομογράφων στη δημόσια Υγεία. Δηλαδή, σε έναν τομέα του οποίου βασικό πρόβλημα είναι οι υπερτιμολογήσεις και η κερδοσκοπία, η πρόταση του ίσως επόμενου πρωθυπουργού είναι περισσότερη μεγαλύτερη εμπλοκή ιδιωτών γύρω από την Υγεία. Τι μπορεί να πάει στραβά άλλωστε.
Επόμενο παράδειγμα, ασφαλιστικό, εκεί όπου η κυβέρνηση «επανυπολόγισε» (μεταφρ. έκοψε) τις συντάξεις, ειδικά των νέων συνταξιούχων, το ΕΚΑΣ, συντάξεις χηρείας κλπ, αποφεύγοντας στο τέλος την περαιτέρω μείωση τους, αφού έπιασε τους στόχους της λιτότητας. Η απάντηση Μητσοτάκη είναι «δημόσιες πολιτικές που θα ενθαρρύνουν την αποταμίευση», με έμφαση στους νέους που «δεν πιστεύουν ότι θα πάρουν σύνταξη και καταφεύγουν στην ανασφάλιστη εργασία» και κατεύθυνση την ιδιωτική ασφάλιση. Δεν εξήγησε ακριβώς βέβαια το πώς ακριβώς θα γίνει αυτό, αλλά μάλλον θα είναι θέμα πίστης ότι ο εργαζόμενος των 400 ευρώ θα μπορεί να βάλει κάτι στην άκρη (αλλιώς μάλλον φταίει) και ότι το ιδιωτικό ασφαλιστικό ταμείο δεν θα του φάει τις εισφορές. Πάντως, η εμπειρία έχει δείξει ότι όταν η συζήτηση ξεκινάει με την ανάγκη για «βιώσιμο ασφαλιστικό», το τέλος δεν είναι καλό.
Ακόμα όμως και όταν καταπιάνεται με ένα θέμα που η κυβέρνηση εκτίθεται, όπως είναι ο Παύλος Πολάκης, η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη καταφέρνει να βάλει αυτογκόλ. Τα δάνεια των πολιτικών είναι ένα σοβαρό και συστημικό πρόβλημα, που δεν αφορά όλους τους βουλευτές αλλά δεν γνωρίζει κόμματα και χρώματα. Το πρόβλημα όμως για τη ΝΔ ήταν ότι την κριτική στον Πολάκη ανέλαβε η Μαρία Σπυράκη των 713.000 ευρώ ανεξόφλητων δανείων και ο Άδωνις Γεωργιάδης των 623.000 ευρώ. Πάνω απ όλα όμως, η Νέα Δημοκρατία έχει την «ευτυχία» να βλέπει τον πρόεδρό της στην κορυφή της σχετικής κατάταξης, λόγω του Κήρυκα Χανίων αλλά και φυσικά των 200 εκατ. ευρώ κόκκινων δανείων του κόμματος, για τα οποία δεν έχει παρουσιάσει κανένα σοβαρό μοντέλο αποπληρωμής εδώ και χρόνια.
Ίσως όμως χειρότερη από όλα τα παραπάνω, είναι η στάση του κόμματος στην υπόθεση του Νίκου Γεωργιάδη. Θα μπορούσε η Νέα Δημοκρατία να πάρει εξαρχής αποστάσεις, να διώξει ολοκληρωτικά από τον μηχανισμό της τον κατηγορούμενο για ασέλγεια κατά συρροή σε ανηλίκους (που μάλιστα είναι θύματα εμπορίας ανθρώπων) να του ευχηθεί καλή τυχή και να μην δώσει πολιτικό χαρακτήρα στην υπόθεση. Δεν το έκανε και μάλιστα, μέσω του γραμματέα της, Λευτέρη Αυγενάκη (που υποστηρίζει ότι εκφράζει βέβαια «προσωπική άποψη»), βάζει κι εδώ το αφήγημα περί σκευωρίας και πολιτικής δίωξης (για μια υπόθεση που αποκαλύφθηκε αρχικά το 2010-2011 στη Μολδαβία). Δεν ξέρω αν θεωρούν έξυπνο στην αξιωματική αντιπολίτευση να χρησιμοποιούν κι εδώ το επιχείρημα για τη Novartis, το ΚΕΕΛΠΝΟ και άλλες υποθέσεις, φθείροντας το ακόμα παραπάνω. Δεν ξέρω επίσης με πόση ευχαρίστηση οι παραδοσιακοί ψηφοφόροι του κόμματος το παρακολουθούν να υποστηρίζει έναν άνθρωπο που έχει αναμειχθεί και καταδικαστεί πλέον πρωτόδικα για ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα. Αλλά υποθέτω ότι, αν είναι πιστοί στις αξίες τους, δεν θα έπρεπε να είναι και πολύ ευχαριστημένοι.
Όλα αυτά είναι γεγονότα μόνο της περασμένης εβδομάδες, δεν χρειάζεται καν δηλαδή να ανατρέξουμε σε υποθέσεις όπως οι σχέσεις με τον Μαρινάκη ή της Συμφωνίας των Πρεσπών και της εκεί επιμονής της ΝΔ να υιοθετεί ακροδεξιά επιχειρήματα και να χαϊδεύει τα φασιστικά στοιχεία των συλλαλητηρίων. Από την πρώτη μέρα της εκλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη και μολονότι δεν διαφωνεί στην οικονομική πολιτική η ΝΔ επέλεξε την πόλωση με κάθε τρόπο, πιστεύοντας ότι η ένταση και το «μνημόνιο +» της είναι απαραίτητα στοιχεία για να κερδίσει της επόμενες εκλογές.
Αυτές οι κινήσεις της όμως, λειτουργούν κι αντίστροφα: Η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγιναν μπαμπούλας, που χρησιμοποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως προεκλογικό χαρτί. Με κάθε γκάφα, με κάθε πολιτικό λάθος, το «τι θέλετε, να έρθει ο Κούλης» θεριεύει και δεν είναι αμελητέο, απεναντίας. Συνήθως υπάρχει το «ψηφίστε εμάς για να φύγουν αυτοί», αλλά ο Μητσοτάκης και αυτή η ΝΔ προσφέρει στον ΣΥΡΙΖΑ το σπάνιο αντεπιχείρημα «ξαναψηφίστε εμάς, για να μην έρθουν αυτοί». Είναι αλήθεια ότι κάθε κυβέρνηση προσπαθεί να παίξει αυτό το χαρτί (π.χ. η καμπάνια Σαμαρά ήταν γεμάτη φόβο για τους κομμουνιστές που έρχονται), αλλά σήμερα, αυτό είναι ένα επιχείρημα που μπορεί να υποστηρίξει η κυβέρνηση, χωρίς υπερβολές. Για ένα κόμμα του οποίου το βασικό πρόβλημα θα είναι η εκλογική συσπείρωση των ψηφοφόρων, το δώρο αυτό της ΝΔ θα αποδειχθεί πολύτιμο, μειώνοντας (τουλάχιστον) την ψαλίδα. Παράλληλα, με όλο το πολιτικό σύστημα να έχει προς τα δεξιά, ένας βασικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ακόμα ως αριστερός είναι η αντιπαράθεση με αυτήν τη ΝΔ.
Χωρίς φυσικά να το θέλει, η Νέα Δημοκρατία στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ και έχει αποδειχθεί ένα πολύτιμο δεκανίκι του στην προσπάθεια να διατηρηθεί στην εξουσία, ή τουλάχιστον να παραμείνει ξεκάθαρα ένα κόμμα εξουσίας και απλώς να περιμένει ξανά τη σειρά του. Σε μια σειρά αναμετρήσεων που θα σημαίνουν την αρχή του νέου δικομματισμού (με όλα του τα αρνητικά) εκτός από έναν αντίπαλο – λαχείο, ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να αναγορεύσουν τιμητικά αυτή τη ΝΔ ως κρίσιμη συνιστώσα της πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος, που μπορεί να του προσφέρει μέχρι και «νίκες» ή νίκη.