Του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη

Η κινεζική κυβέρνηση έχει δημοσιεύσει δύο προηγούμενες λευκές βίβλους για την Ταϊβάν. Η πρώτη ήταν «Το ζήτημα της Ταϊβάν και η επανένωση της Κίνας» τον Αύγουστο του 1993 και η άλλη ήταν «Η αρχή της μίας Κίνας και το ζήτημα της Ταϊβάν» τον Φεβρουάριο του 2000. Όπως οι προηγούμενες, η νέα λευκή βίβλος επαναλαμβάνει το γεγονός «ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας», υποστηρίζοντας την «αποφασιστικότητα του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κινεζικού λαού στη δέσμευσή τους για εθνική επανένωση», επιδιώκοντας να αναδείξει τη θέση και τις πολιτικές του ΚΚΚ και της κινεζικής κυβέρνησης στη νέα εποχή.

«Αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Ταϊβάν ανήκει στην Κίνα»

Ξεκινώντας από την αρχαιότητα, η νέα Λευκή Βίβλος επιχειρηματολογεί για «τους βαθύτατους ιστορικούς και πολιτιστικούς δεσμούς μεταξύ των δύο πλευρών των Στενών της Ταϊβάν», όπως αποδεικνύει ένας μεγάλος αριθμός ιστορικών αρχείων. Ξεκινώντας από τις δυναστείες Σονγκ και Γιουάν, όλες οι αυτοκρατορικές κεντρικές κυβερνήσεις της Κίνας δημιούργησαν διοικητικά όργανα για να ασκούν δικαιοδοσία στο Πενγκού και την Ταϊβάν, που τότε ονομαζόταν Λιουκίου. Υπενθυμίζει πως όταν τον 17ο αιώνα, οι Ολλανδοί αποικιοκράτες εισέβαλαν και κατέλαβαν το νότιο τμήμα της Ταϊβάν, ο εθνικός ήρωας στρατηγός Ζενγκ Τσενγκγκόνγκ έδιωξε τους κατακτητές από το νησί. Έκτοτε, η αυλή των Τσινγκ δημιούργησε σταδιακά περισσότερα διοικητικά όργανα στην Ταϊβάν, ώσπου τον 19ο αιώνα έγινε η 20ή επαρχία της Κίνας.

Όπως αναφέρει, τον Ιούλιο του 1894, η Ιαπωνία εξαπέλυσε πόλεμο κατά της Κίνας και τον Απρίλιο του 1895, αναγκάζοντας τη να της παραχωρήσει την Ταϊβάν και τα νησιά Πενγκού. Κατά τη διάρκεια του Κινεζικού Λαϊκού Πολέμου Αντίστασης κατά της Ιαπωνικής Επιθετικότητας (1931-1945), οι Κινέζοι κομμουνιστές απαίτησαν την ανάκτηση της Ταϊβάν. Μιλώντας με τον Αμερικανό δημοσιογράφο Νιμ Γουέιλς στις 15 Μαΐου 1937, ο Μάο Τσετούνγκ δήλωσε ότι στόχος της Κίνας ήταν να επιτύχει μια τελική νίκη στον πόλεμο, με την οποία θα ανακτούσε τα κατεχόμενα εδάφη στη βορειοανατολική Κίνα και νότια του περάσματος Σανχάι και θα εξασφάλιζε την απελευθέρωση της Ταϊβάν. Μάλιστα, στις 9 Δεκεμβρίου 1941, η κινεζική κυβέρνηση εξέδωσε κήρυξη πολέμου κατά της Ιαπωνίας, διακηρύσσοντας ότι θα ανακτήσει την Ταϊβάν και τα νησιά Πενγκού. Η Διακήρυξη του Καΐρου που εκδόθηκε από την Κίνα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο το 1943 ανέφερε ότι σκοπός των τριών συμμάχων ήταν να επιστρέψουν στην Κίνα όλα τα εδάφη που είχε κλέψει η Ιαπωνία. Η δέσμευση επαναλήφθηκε από τις ίδιες χώρες στη Διακήρυξη του Πότσνταμ και στη συνέχεια από τη Σοβιετική Ένωση, αναγκάζοντας την Ιαπωνία να υπογράψει την παράδοση των εδαφών.

Με την ίδρυση της, η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, αντικατέστησε το προηγούμενο καθεστώς του Κουομιτάνγκ, ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση ολόκληρης της Κίνας, άρα και της Ταϊβάν, όπως πιστοποιήθηκε από την 26η σύνοδό της τον Οκτώβριο του 1971. Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε το ψήφισμα 2758, όπου αναγνωρίζεται η αρχή της «μίας Κίνας». Μια σειρά οργανισμοί υιοθέτησαν περαιτέρω ψηφίσματα, αποβάλλοντας τους εκπροσώπους του Κουομιτάνγκ, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ψήφισμα 25.1, 1972). Το ίδιο και οι νομικές γνωμοδοτήσεις του Γραφείου Νομικών Υποθέσεων της Γραμματείας του ΟΗΕ, αναγνωρίζοντας πως «τα Ηνωμένα Έθνη θεωρούν την “Ταϊβάν” ως επαρχία της Κίνας χωρίς ξεχωριστό καθεστώς» και ότι οι «”αρχές” στην “Ταϊπέι” δεν θεωρείται ότι… απολαμβάνουν οποιασδήποτε μορφής κυβερνητικό καθεστώς», με το νησί να αναφέρεται ως «επαρχία της Κίνας». Το ψήφισμα 2758 αναγνωρίζει την αρχή της «μίας Κίνας», αποκλείοντας τη Ταϊβάν από την ένταξη στον ΟΗΕ ή σε οποιονδήποτε άλλο διεθνή οργανισμό του οποίου τα μέλη αφορούν κυρίαρχα κράτη.

Έτσι, η αρχή της «μίας Κίνας» αντιπροσωπεύει την καθολική συναίνεση της διεθνούς κοινότητας, με βάση τους βασικούς κανόνες των διεθνών σχέσεων, καθώς, μέχρι σήμερα, 181 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, έχουν συνάψει διπλωματικές σχέσεις με τη ΛΔΚ βάσει της αρχής της μίας Κίνας. Το κοινό ανακοινωθέν Κίνας-ΗΠΑ για την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων, που δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 1978, αναφέρει: «Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής αναγνωρίζει την κινεζική θέση ότι υπάρχει μόνο μία Κίνα και ότι η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας». Αναφέρει επίσης: «Η κυβέρνηση της Ταϊβάν δεν έχει καμία σχέση με την Ταϊβάν: Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αναγνωρίζουν την κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας ως τη μοναδική νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαός των Ηνωμένων Πολιτειών θα διατηρήσει πολιτιστικές, εμπορικές και άλλες ανεπίσημες σχέσεις με το λαό της Ταϊβάν».

Η Λευκή Βίβλος τονίζει ότι το Σύνταγμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, το οποίο εγκρίθηκε κατά την πέμπτη σύνοδο του πέμπτου Εθνικού Λαϊκού Κογκρέσου (ΕΣΚ) τον Δεκέμβριο του 1982, ορίζει: πως «η Ταϊβάν αποτελεί μέρος της ιερής επικράτειας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Είναι το απαραβίαστο καθήκον όλων των Κινέζων, συμπεριλαμβανομένων των συμπατριωτών μας στην Ταϊβάν, να φέρουν σε πέρας το μεγάλο έργο της επανένωσης της μητέρας πατρίδας», ενώ ο νόμος κατά της απόσχισης, ο οποίος εγκρίθηκε κατά την τρίτη σύνοδο της 10ης ΕΣΚ τον Μάρτιο του 2005, ορίζει: «Υπάρχει μόνο μία Κίνα στον κόσμο. Τόσο η ηπειρωτική χώρα όσο και η Ταϊβάν ανήκουν σε μία Κίνα. Η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Κίνας δεν ανέχονται καμία διαίρεση. Η διαφύλαξη της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κίνας αποτελεί κοινή υποχρέωση όλων των Κινέζων, συμπεριλαμβανομένων των συμπατριωτών της Ταϊβάν. Η Ταϊβάν είναι μέρος της Κίνας. Το κράτος δεν θα επιτρέψει ποτέ στις αποσχιστικές δυνάμεις της “ανεξαρτησίας της Ταϊβάν” να κάνουν την Ταϊβάν να αποσχιστεί από την Κίνα με οποιοδήποτε όνομα ή μέσο».

Τέλος, ο νόμος για την εθνική ασφάλεια, που εγκρίθηκε κατά τη 15η συνεδρίαση της μόνιμης επιτροπής της 12ου Λαϊκού Συνεδρίου, τον Ιούλιο του 2015, ορίζει: «Η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Κίνας δεν ανέχονται καμία παραβίαση ή διαχωρισμό. Η διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας, της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας αποτελεί κοινό καθήκον όλων των Κινέζων πολιτών, συμπεριλαμβανομένων των συμπατριωτών του Χονγκ Κονγκ, του Μακάο και της Ταϊβάν».

Σύνοψη των σταθερών προσπαθειών του Κομμουνιστικού Κόμματος για επανένωση και ειρηνική επίλυση του ζητώήματος της Ταϊβάν

Η νέα Λευκή Βίβλος υπενθυμίζει πως από την ίδρυσή του το 1921, το ΚΚ Κίνας έθεσε ως στόχο την απελευθέρωση της Ταϊβάν από την αποικιακή κυριαρχία, την επανένωσή της με την υπόλοιπη χώρα και την «απελευθέρωση ολόκληρου του έθνους». Μετά την ίδρυση της ΛΔΚ το 1949, οι κομμουνιστές της Κίνας, υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ, πρότειναν την ουσιαστική κατευθυντήρια γραμμή, την υποκείμενη αρχή και τη βασική πολιτική για την ειρηνική διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν, ματαιώνοντας «τα σχέδια των αρχών της Ταϊβάν να επιτεθούν στην ηπειρωτική χώρα».

Μετά την 3η Ολομέλεια της 11ης Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Κίνας το 1978, με την εγκαθίδρυση διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της ΛΔΚ και των Ηνωμένων Πολιτειών, επί Ντενγκ Σιαοπίνγκ, καθιερώθηκε η έννοια «μία χώρα, δύο συστηματα». Ακολούθησε η 4η Ολομέλεια της 13ης Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΚ το 1989, επί Τζιανγκ Ζεμίν, με τη Συναίνεση του 1992, η οποία ενσωματώνει την αρχή της «μίας Κίνας». Μετά το 16ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΚ το 2002, επί Χου Τζιντάο, τόνισαν τη σημασία της ειρηνικής ανάπτυξης των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών, προωθώντας τον νόμο κατά της απόσχισης για τον περιορισμό των αυτονομιστικών δραστηριοτήτων στην Ταϊβάν.

Η Λευκή Βίβλος αναφέρει πως, υπό την ηγεσία του Σι Τζιπίνγκ, μετά το 18ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΚ και το 19ο Εθνικό Συνέδριό, επιβεβαιώθηκε η υποστήριξη του «μία χώρα, δύο συστήματα» και η προώθηση της εθνικής επανένωσης, τονίζοντας την απόφασή να μην επιτρέψει ποτέ «σε κανένα πρόσωπο, σε καμία οργάνωση ή σε κανένα πολιτικό κόμμα, σε οποιαδήποτε στιγμή και με οποιαδήποτε μορφή, να διαχωρίσει οποιοδήποτε τμήμα του κινεζικού εδάφους από την Κίνα». Έτσι, ο Σι Τζιπίνγκ καθιέρωσε υιοθέτησε μια σειρά μέτρων διαλόγου μεταξύ των ηγετών των δύο πλευρών, αυξάνοντας τις μεταξύ τους ανταλλαγές, εγκαθιδρύοντας μηχανισμούς τακτικής επαφής και επικοινωνίας κα.

Ενδεικτικά, το εμπόριο μεταξύ των πλευρών ανέβηκε από μόλις 46 εκατομμύρια δολάρια το 1978, σε 328,34 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021, αυξημένο κατά περισσότερο από 7.000 φορές, ενώ η ηπειρωτική χώρα είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Ταϊβάν τα τελευταία 21 χρόνια, δημιουργώντας ένα μεγάλο ετήσιο πλεόνασμα για το νησί, καθώς και ο μεγαλύτερος προορισμός για τις επενδύσεις της Ταϊβάν εκτός νησιού. Μέχρι το τέλος του 2021 οι επιχειρήσεις της Ταϊβάν είχαν επενδύσει σε σχεδόν 124.000 έργα στην ηπειρωτική χώρα, συνολικής αξίας 71,34 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Το 1987 πραγματοποιήθηκαν λιγότερες από 50.000 επισκέψεις μεταξύ των δύο πλευρών- μέχρι το 2019 ο αριθμός αυτός είχε εκτοξευθεί σε περίπου 9 εκατομμύρια. Τα τελευταία τρία χρόνια, επηρεασμένα από το COVID-19, η διαδικτυακή επικοινωνία έχει γίνει η κύρια μορφή αλληλεπίδρασης μεταξύ των ανθρώπων στα Στενά, και ο αριθμός των ανθρώπων που επικοινωνούν διαδικτυακά φτάνει σε νέα υψηλά επίπεδα.

«Η ανάπτυξη της Κίνας αποτελεί ανάχωμα κατά των αυτονομιστικών δραστηριοτήτων και των παρεμβάσεων από ξένες δυνάμεις»

Η Λευκή Βίβλος υπενθυμίζει πως από τα μέσα του 19ου αιώνα, λόγω της επιθετικότητας των δυτικών δυνάμεων και της παρακμής της φεουδαρχικής κυριαρχίας, η Κίνα περιορίστηκε σταδιακά σε μια ημι-φεουδαρχική, ημι-αποικιακή κοινωνία και πέρασε μια περίοδο δεινών χειρότερη από οτιδήποτε είχε γνωρίσει στο παρελθόν. Ως αποτέλεσμα «ο κινεζικός πολιτισμός βυθίστηκε στο σκοτάδι» και ο λαός υπέστη μεγάλη ταπείνωση, με επιτομή την 50ετή κατοχή της Ταϊβάν από την Ιαπωνία, η απώλεια της οποίας αποτελεί μια «πληγή που άφησε η ιστορία στο κινεζικό έθνος», που χρειάζεται να επουλωθεί, καθώς «μόνο με την πραγματοποίηση της πλήρους εθνικής επανένωσης μπορεί ο κινεζικός λαός και στις δύο πλευρές των Στενών να παραμερίσει τη σκιά του εμφυλίου πολέμου και να δημιουργήσει και να απολαύσει διαρκή ειρήνη», αφού «η εθνική επανένωση είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί ο κίνδυνος εισβολής και κατοχής της Ταϊβάν εκ νέου από ξένες χώρες, να ματαιωθούν οι προσπάθειες των ξένων δυνάμεων να περιορίσουν την Κίνα και να διασφαλιστούν η κυριαρχία, η ασφάλεια και τα αναπτυξιακά συμφέροντα της χώρας μας».

«Η ενοποίηση είναι η ελπίδα όλων των Κινέζων υπηκόων. Αν η Κίνα μπορεί να ενοποιηθεί, όλοι οι Κινέζοι θα απολαμβάνουν μια ευτυχισμένη ζωή- αν δεν μπορεί, όλοι θα υποφέρουν», Δρ Σουν Γιατ-Σεν, πρωτοπόρος της επανάστασης της Κίνας

«Η ενοποίηση φέρνει δύναμη, ενώ η διαίρεση οδηγεί στο χάος». Αυτός είναι ένας νόμος της ιστορίας, αναφέρει η Λευκή Βίβλος, προσθέτοντας πως «ποτέ άλλοτε δεν ήμασταν τόσο κοντά, βέβαιοι και ικανοί να επιτύχουμε τον στόχο της εθνικής αναζωογόνησης», καθως και «τον στόχο της πλήρους εθνικής επανένωσης». Ενδεικτικά, «οι στατιστικές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου δείχνουν ότι το 1980 το ΑΕΠ της ηπειρωτικής χώρας ήταν περίπου 303 δισεκατομμύρια δολάρια, λίγο περισσότερο από 7 φορές εκείνο της Ταϊβάν, το οποίο ήταν περίπου 42,3 δισεκατομμύρια δολάρια- το 2021, το ΑΕΠ της ηπειρωτικής χώρας ήταν περίπου 17,46 τρισεκατομμύρια δολάρια, περισσότερο από 22 φορές εκείνο της Ταϊβάν, το οποίο ήταν περίπου 790 δισεκατομμύρια δολάρια. Ακόμα, προβλέπει πως καθώς «η συνολική ισχύς και η διεθνής επιρροή της ηπειρωτικής χώρας θα συνεχίσουν να αυξάνονται, και η επιρροή της στην κοινωνία της Ταϊβάν και η απήχησή της στην κοινωνία της Ταϊβάν θα αυξάνονται συνεχώς», συνδέοντας την άνοδο της Κίνας με την πορεία εθνικής επανένωσης, η οποία δεν μπορεί να ανατραπεί «ανεξάρτητα από το ποιο πολιτικό κόμμα ή ομάδα βρίσκεται στην εξουσία στην Ταϊβάν».

Για τους παραπάνω λόγους, οι κινήσεις διαχωρισμού της Ταϊβάν από την Κίνα «υπονομεύουν τα κοινά συμφέροντα των συμπατριωτών και στις δύο πλευρές των Στενών της Ταϊβάν και τα θεμελιώδη συμφέροντα του κινεζικού έθνους», αλλά «δεν θα οδηγήσουν πουθενά». Καταγγέλλει πως, «οι αρχές του Δημοκρατικoύ Προοδευτικού Κόμματος (DPP) έχουν υιοθετήσει μια αποσχιστική στάση και έχουν συμπράξει με εξωτερικές δυνάμεις σε διαδοχικές προκλητικές ενέργειες που αποσκοπούν στη διαίρεση της χώρας», καθώς «αρνούνται να αναγνωρίσουν την αρχή της μίας Κίνας» και «διακηρύσσουν μια νέα θεωρία των “δύο κρατών”», πιέζοντας διαρκώς για «αποσινοποίηση» και προωθώντας τη «σταδιακή ανεξαρτησία», μέσω «ακραίων αυτονομιστών εντός και εκτός του DPP για να πιέσουν για τροποποιήσεις στο “σύνταγμα” και τους “νόμους” τους».

Υπενθυμίζει πως «όταν η Ταϊβάν δέχθηκε εισβολή από μια ξένη δύναμη πριν από περισσότερα από 100 χρόνια, η Κίνα ήταν μια φτωχή και αδύναμη χώρα. Πριν από περισσότερα από 70 χρόνια, η Κίνα νίκησε τους εισβολείς και ανέκτησε την Ταϊβάν. Σήμερα, η Κίνα έχει εξελιχθεί στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, καθώς «με σημαντική αύξηση της πολιτικής, οικονομικής, πολιτιστικής, τεχνολογικής και στρατιωτικής της δύναμης, δεν υπάρχει καμία πιθανότητα η Κίνα να επιτρέψει να διαχωριστεί ξανά η Ταϊβάν». «Η Ταϊβάν ανήκει σε όλο τον κινεζικό λαό, συμπεριλαμβανομένων των 23 εκατομμυρίων συμπατριωτών της Ταϊβάν», ο οποίος είναι «αποφασισμένος και έχει βαθιά δέσμευση να διαφυλάξει την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Κίνας και τα θεμελιώδη συμφέροντα του κινεζικού έθνους, και αυτή η αποφασιστικότητα και δέσμευση θα ματαιώσει κάθε προσπάθεια διαίρεσης της χώρας».

«Με αυταπάτες ηγεμονίας και παγιδευμένες στη ψυχροπολεμική νοοτροπία, οι ΗΠΑ» – «Η κινεζική κυβέρνηση δικαιούται να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν»

Κατηγορώντας τις ξένες παρεμβάσεις ως σημαντικό εμπόδιο για την επανένωση της Κίνας», το κινεζικό έγγραφο  επισημαίνει ότι «έχοντας χαθεί σε αυταπάτες ηγεμονίας και παγιδευμένες σε μια ψυχροπολεμική νοοτροπία, ορισμένες δυνάμεις στις ΗΠΑ επιμένουν να αντιλαμβάνονται και να παρουσιάζουν την Κίνα ως μείζονα στρατηγικό αντίπαλο και σοβαρή μακροπρόθεσμη απειλή», ενώ «κάνουν ό,τι μπορούν για να υπονομεύσουν και να πιέσουν την Κίνα, εκμεταλλευόμενοι την Ταϊβάν ως βολικό εργαλείο». Σε αυτό εδράζει το γεγονός ότι, ενώ «οι αμερικανικές αρχές έχουν δηλώσει ότι παραμένουν προσηλωμένες στην πολιτική της μίας Κίνας και ότι δεν υποστηρίζουν την “ανεξαρτησία της Ταϊβάν”», οι πράξεις τους «έρχονται σε αντίθεση με τα λόγια τους», καθώς αυξάνουν τις πωλήσεις όπλων και συμπράττουν σε στρατιωτικές προκλήσεις, παρακινούν «άλλες χώρες να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις της Ταϊβάν και επινοούν νομοσχέδια που σχετίζονται με την Ταϊβάν και παραβιάζουν την κυριαρχία της Κίνας».

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις αρχές του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, αποτελεί «ιερό δικαίωμα» κάθε κυρίαρχου κράτους να διαφυλάξει την εθνική ενότητα και την εδαφική ακεραιότητα, γεγονός που -σύμφωνα με τη Λευκή Βίβλο- δίνει στη κινεζική κυβέρνηση το δικαίωμα να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διευθέτηση του ζητήματος της Ταϊβάν και την επίτευξη της εθνικής επανένωσης, χωρίς ξένες παρεμβάσεις.

Το έγγραφο επισημαίνει πως «πίσω από τα προσχήματα της “ελευθερίας, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και της “διατήρησης της διεθνούς τάξης που βασίζεται σε κανόνες”, ορισμένες αντι-κινεζικές δυνάμεις στις ΗΠΑ διαστρεβλώνουν σκόπιμα τη φύση του ζητήματος της Ταϊβάν – το οποίο είναι καθαρά εσωτερικό θέμα της Κίνας – και προσπαθούν να αρνηθούν τη νομιμότητα και το δίκαιο της κινεζικής κυβέρνησης για τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας», γεγονός που αποκαλύπτει την πρόθεσή τους να χρησιμοποιήσουν την Ταϊβάν «ως πιόνι» περιορισμού της Κίνα και να παρεμποδίσουν την επανένωση εις βάρος των συμφερόντων του λαού της Ταϊβάν.

Εθνική επανένωση στη νέα εποχή: «Προτεραιότητα η ειρηνική επανένωση»

Το ΚΚ Κίνας επαναλαμβάνει πως η εθνική επανένωση με ειρηνικά μέσα είναι η πρώτη επιλογή του, στο πλαίσιο του δόγματος «Μία χώρα, δύο συστήματα», όπως εφαρμόστηκε στο Χονγκ Κονγκ για να αντιμετωπίσει τις πρόσφατες αντικινεζικές ταραχές. Με τον ίδιο τρόπο, «για να πραγματοποιηθεί η ειρηνική επανένωση, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η ηπειρωτική χώρα και η Ταϊβάν έχουν τα δικά τους ξεχωριστά κοινωνικά συστήματα και ιδεολογίες», αλλά «οι διαφορές στο κοινωνικό σύστημα δεν αποτελούν ούτε εμπόδιο για την επανένωση ούτε δικαιολογία για την απόσχιση». Η συνεργασία για την ειρηνική ανάπτυξη των δύο πλευρών των Στενών την Ταϊβάν, συμπεριλαμβανομένης της εμπορικής και οικονομικής συνεργασίας, των υποδομών, της ενέργειας και των πόρων και των βιομηχανικών προτύπων, του πολιτισμού, της εκπαίδεσης, της υγειονομικής περίθαλψης για την παροχή ίσων, καθολικών και προσβάσιμων δημόσιων υπηρεσιών, αναφέρεται ως μέσο για την εθνική επανένωση.

Το ίδιο και η καταπολέμηση του αυτονομισμού και των ξένων παρεμβάσεων, που κινδυνεύουν «να βυθίσουν την Ταϊβάν στην άβυσσο και θα φέρουν μόνο καταστροφή στο νησί», προειδοποιώντας πως «θα είμαστε πάντα έτοιμοι να απαντήσουμε με τη χρήση βίας ή άλλων αναγκαίων μέσων» ενταντίον τους, ενώ παράλληλα θα «αυξήσουμε τις γνώσεις των συμπατριωτών μας για την ηπειρωτική χώρα και να μειώσουμε αυτές τις παρανοήσεις και τους ενδοιασμούς, προκειμένου να τους βοηθήσουμε να αντισταθούν στη χειραγώγηση των αυτονομιστών».

Ως αποτέλεσμα, η «επανένωση θα δημιουργήσει τεράστιες ευκαιρίες για κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη στην οικονομία της Ταϊβάν» -ήδη σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματική με εκείνη της ηπειρωτικής χώρας-  ενώ «το κοινωνικό σύστημα της Ταϊβάν και ο τρόπος ζωής της θα γίνουν πλήρως σεβαστά και η ιδιωτική ιδιοκτησία, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και τα νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των κατοίκων της Ταϊβάν θα προστατευθούν πλήρως», αφού «υπό την προϋπόθεση ότι η κυριαρχία, η ασφάλεια και τα αναπτυξιακά συμφέροντα της Κίνας είναι εγγυημένα, μετά την επανένωση, η Ταϊβάν θα απολαμβάνει υψηλό βαθμό αυτονομίας ως ειδική διοικητική περιοχή».

«Οι λαοί που χωρίζονται από τα Στενά της Ταϊβάν μοιράζονται το ίδιο αίμα και ένα κοινό πεπρωμένο» συνοψίζει, τονίζοντας πως η ειρηνική επανένωση της Κίνας ευνοεί την ειρήνη και την ανάπτυξη στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και στον ευρύτερο κόσμο