Του Bernard Dichek*
Πριν από δέκα χρόνια επιβιβάστηκα σε ένα αεροπλάνο για την Αιθιοπία μαζί με τη Σοσάν Χαράν (Shoshan Haran), μια από τις ισραηλινές που απήχθησαν από τους τρομοκράτες της Χαμάς την 7η Οκτωβρίου.
Το ταξίδι έγινε γιατί γύριζα ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τους ισραηλινούς ακτιβιστές σε θέματα οικονομίας. Πολλοί θεώρησαν τα έργα του ακτιβισμού τους αφελή και καταδικασμένα να αποτύχουν. Ένα από αυτά στόχευε να βοηθήσει τα σχολεία της Ουγκάντα να αποκτήσουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω ηλιακών συλλεκτών, ένα άλλο να παράγουν λαχανικά, υδροπονικά, στις στέγες της Γάζας και ένα άλλο να διαγνώσουν τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας σε χωριά της Κένυας μέσω μιας εφαρμογής σε κινητά τηλέφωνα. Και μετά, ήταν η Σοσάν… Είχε μια ιδέα, που δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ και πουθενά, που θα μπορούσε να βοηθήσει τους Αφρικανούς αγρότες να βελτιώσουν τις καλλιέργειές τους. Οι πιθανότητες ήταν εναντίον τους, καθώς η πλειονότητα των διεθνών αναπτυξιακών έργων τελειώνει μέσα σε πέντε χρόνια.
Η Σοσάν είχε χτίσει μια επιτυχημένη καριέρα ως επιστήμονας, ερευνήτρια στον τομέα των σπόρων. Εργάστηκε σε μια βιομηχανία, στην οποία οι πολυεθνικές κερδίζουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, αναπτύσσοντας σπόρους για τους αγρότες της Δύσης. Βγάζουν όλα αυτά τα κέρδη αναπτύσσοντας σπόρους που ταιριάζουν στις εδαφολογικές και κλιματικές συνθήκες συγκεκριμένων περιοχών και προσαρμόζοντας τους σπόρους, κάθε χρόνο, για προστασία από νέα παράσιτα. Κανείς, όμως, δεν το έκανε αυτό για τους αγρότες στην Αφρική, μου είπε η Σοσάν, επισημαίνοντας πως τα παράσιτα μερικές φορές εξαφανίζουν μια ολόκληρη καλλιέργεια και αφήνουν τις κοινότητες χωρίς επαρκή τροφή.
Μέχρι την 7η Οκτωβρίου, η 67χρονη Σοσάν, ζούσε στο Κιμπούτζ Μπεερί (Be’eri), εκεί που γεννήθηκε, σε ένα κοινοβιακό αγρόκτημα κοντά στη Λωρίδα της Γάζας. Στο Μπεερί, τα 1200 μέλη του κιμπούτς ζούσαν σύμφωνα με καθαρόαιμες σοσιαλιστικές αξίες: τα εισοδήματα συγκεντρώνονται και κατανέμονται εξίσου. Ο υψηλός μισθός που έδινε η πολυεθνική σπόρων στη Σοσάν μοιραζόταν με μέλη κιμπούτς που κέρδιζαν πολύ λιγότερα.
«Στο κιμπούτς υπάρχει αυτή η αίσθηση της ισότητας και της αμοιβαίας υποστήριξης. Υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας που σε υποστηρίζει αν πέσεις», εξήγησε η Σοσάν στο ντοκιμαντέρ. Ήταν παράλογο, συνέχισε, για όσους από εμάς γνωρίζουμε πώς η ανάπτυξη σπόρων μπορεί να προσφέρει επισιτιστική ασφάλεια, να μην μοιραστούμε αυτήν την τεχνογνωσία με τους φτωχότερους αγρότες στον κόσμο.
Στην Αιθιοπία ταξιδέψαμε για αρκετές ώρες σε έναν ανώμαλο δρόμο προς το Μπουταχίρα, μια μουσουλμανική περιοχή στο κέντρο της χώρας, όπου 20 αγρότες επρόκειτο να φυτέψουν τρεις ποικιλίες σπόρων ντομάτας. Αυτοί οι σπόροι, είχαν δοκιμαστεί από τη Μη Κυβερνητική Οργάνωση Δίκαιος Πλανήτης (Fair Planet) που ίδρυσε η Σοσάν, και θεωρήθηκαν ικανοί να πετύχουν στο τοπικό περιβάλλον. Κανείς δεν είχε κάνει ποτέ κάτι ανάλογο για τους αγρότες Μπουταχίρα.
Δύο μήνες αργότερα, όταν επέστρεψα με ένα κινηματογραφικό συνεργείο για τη συγκομιδή, τα αποτελέσματα ήταν καταπληκτικά: οι αγρότες πήραν πέντε φορές περισσότερες ντομάτες από ό,τι είχαν πάρει ποτέ, και μια από τις ποικιλίες αντιστάθηκε σε ένα παράσιτο που κατέστρεψε πολλές από τις καλλιέργειες της περιοχής. Θα μπορούσε το έργο να είναι βιώσιμο, εάν βασιζόταν σε χορηγημένους σπόρους; Η Σοσάν είχε την απάντηση: είχε κάνει συμφωνία με τις εταιρείες σπόρων. Θα ανέβαλαν την πληρωμή τους μέχρι τη συγκομιδή, και οι αγρότες μπορούσαν να πληρώσουν από τα κέρδη τους. Συνέφερε όλους.
Θα μπορούσε το έργο να πετύχει σε άλλες περιοχές; Δεν έμαθα, γιατί ασχολήθηκα με άλλα έργα. Ήθελα να επιστρέψω στην Αφρική και να κινηματογραφήσω τη συνέχεια, αλλά δεν είχα καταφέρει να το κάνω ακόμα όταν άκουσα ότι την 7η Οκτωβρίου το κιμπούτζ Μπεερί ήταν μια από τις κοινότητες που εισέβαλαν τρομοκράτες της Χαμάς. Περισσότερα από 100 από τα μέλη του κιμπούτς είτε σκοτώθηκαν είτε απήχθησαν. Μεταξύ των νεκρών ήταν ο σύζυγος της Σοσάν, Αβσαλόμ, 66 ετών, η αδερφή της Λίλαχ, 60 ετών και ο σύζυγος της Λίλαχ, Τάρι, 65 ετών.
Η Σοσάν, η κόρη της Άντι, 38 και ο συνομήλικος σύζυγός της, Ταλ, όπως και τα δύο εγγόνια της, Γιαβέλ, τριών ετών και Nαβέχ, οκτώ ετών, θεωρείται ότι είναι αιχμάλωτοι, κρατούμενοι μαζί με περισσότερους από 200 άλλους Ισραηλινούς και ξένους στη Γάζα. Η Χαμάς έχει αρνηθεί την πρόσβαση του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού σε αυτούς και δεν έχει ακουστεί λέξη από κανέναν τους.
Συναντήθηκα με την κόρη της Σοσάν, την Σακεντ, που είναι στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της, και με το γιό της, Γιουβάλ, κατά τη διάρκεια του παραδοσιακού επταήμερου εβραϊκού πένθους για τον πατέρα τους. Παρά τη θλίψη τους, βοήθησαν στην προετοιμασία ενός βίντεο, παρακαλώντας τον κόσμο να κάνει ό,τι μπορούσε για να απελευθερώσει την Σοσάν και τους άλλους αιχμαλώτους.
Όσο για το έργο σπόρων της Σοσάν, έμαθα από τον Αλόν Χάμπερφελντ, συνιδρυτή του Δίκαιου Πλανήτη, ότι η Σοσάν, δουλεύοντας σταθερά και χωρίς φανφάρες, σε έναν κόσμο που δίνει ελάχιστη προσοχή στη διεθνή ανάπτυξη, έχει πετύχει πράγματα πέρα και από τα πιο τρελά όνειρα.
«Περισσότεροι από 10.000 αγρότες έχουν ξεφύγει από τη φτώχεια και είναι σε θέση να παράγουν αξιόπιστες και σταθερές καλλιέργειες. Εκτιμάται ότι ένα εκατομμύριο Αφρικανοί έχουν τώρα μια αξιόπιστη πηγή τροφίμων», μου λέει, σημειώνοντας ότι η οργάνωση έχει τώρα επεκταθεί πέρα από την Αιθιοπία, στην Τανζανία και τη Ρουάντα.
Η πρωτοβουλία του Σοσάν, προσθέτει, έχει τη δυνατότητα να φτάσει σε εκατομμύρια άλλους φτωχούς αγρότες. Αλλά προς το παρόν, το έργο – και η ζωή της Σοσάν – βρίσκονται σε κίνδυνο. Εκκλήσεις για τη διάσωσή της έχουν απευθύνει Αφρικανοί ηγέτες, που επισημαίνουν ότι δρώντας για την απελευθέρωση της Σοσάν και των άλλων ομήρων, συμβάλλουμε επίσης στην επείγουσα παγκόσμια προσπάθεια για τον τερματισμό της πείνας.
*Ο Μπέρναρντ Ντίτσεκ είναι καναδοεβραίος σκηνοθέτης και ζει στο Τελ Αβίβ.