Του Γιάννη Μπαμπούλια
Μία Ε.Ε που δεν διστάζει να πετάξει μία γενιά ανθρώπων στα σκουπίδια για τη διατήρηση κάποιον εμπορικών πλεονασμάτων στο Βορρά που ούτε βάση στα οικονομικά έχουν, ούτε στη λογική. Τι σπρώχνει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους, στη μεγαλύτερη εξέγερση που έχει δει η Ουκρανία από την “Πορτοκαλί Επανάσταση” του 2004;
Η Ουκρανία είναι μία χώρα που σε πολλά θυμίζει την Ελλάδα όσων αφορά την πολιτική της κατάσταση, που όμως είχε την ατυχία (ή τύχη, όπως το βλέπει κανείς) να μην αποτελεί στρατηγικό σύμμαχο της Δύσης. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, βρέθηκε στην ίδια κατάσταση με τη Ρωσία και τις άλλες χώρες του Σοβιετικού Μπλόκ. Φτώχεια, ανεργία και άνθρωποι που ήθελαν να την εγκαταλείψουν το συντομότερο δυνατό. Ναρκωτικά και πορνεία έγιναν οι κύριες εξαγωγές της άλλοτε βιομηχανικής και γεωργικής δύναμης.
Ακόμα και σήμερα, τα σημάδια εκείνης της εποχής είναι φανερά, με τη χώρα να έχει το μεγαλύτερο ποσοστό φορέων του HIV στην Ευρώπη, και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, δίπλα σε χώρες της Αφρικής. Η ανασυγκρότηση της χώρας έγινε αργά, με τα γνωστά προβλήματα της διαφθοράς και των έξωθεν πιέσεων από τη Ρωσία, να διαμορφώνουν την οικονομία όχι προς όφελος των πολιτών, αλλά μίας καλά οχυρωμένης ελίτ στο Κίεβο και στη Μόσχα.
Σήμερα, αν και η οικονομία της χώρας εξακολουθεί να βρίσκεται σε μαύρα χάλια, η Ουκρανία είναι μία χώρα που θα μπορούσε να σταθεί δίπλα στην Πολωνία πχ σαν ανερχόμενη Ευρωπαϊκή δύναμη. Με έναν πολύ δυνατό γεωργικό τομέα, σημαντική βιομηχανική παραγωγή και μορφωμένο εργατικό δυναμικό, η Ουκρανία μπορεί να αφήσει το παρελθόν της πίσω. Ο Βίκτωρ Γιουνουκόβιτς όμως, ο τωρινός πρόεδρος της χώρας που επιβίωσε πολιτικά της “Πορτοκαλί Επανάστασης”, δεν είναι ο άνθρωπος που θα την πάει εκεί. Με δύο ποινές φυλάκισης στο παρελθόν του για επίθεση, και παρελθόν στον Ουκρανικό υπόκοσμο, ο Γιουνουκόβιτς βλέπει πως δεν θα επιβιώσει μία τέτοια δραματική πολιτική αλλαγή.
Η στροφή του στη Μόσχα και στο καθεστώς Πούτιν, που όχι μόνο συντηρεί, αλλά και επιβραβεύει ανθρώπους σαν κι αυτόν, ήταν αναμενόμενη. Η απόφαση του να μην υπογράψει μία εμπορική συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση που θα άνοιγε τον δρόμο προς αυτήν, ήταν ένα ξεκάθαρο σημάδι αυτής του της επιλογής, όπως και του τρόπου με τον οποίο θέλει να ασκήσει εξουσία στο εξής.
Όπως αναφέρεται σε σχετικό άρθρο του Guardian σήμερα “Ο Γιουνούκοβιτς είναι ένας από πολλούς ηγέτες, όλοι τους δυνατοί, όλοι σχετικά δημοφιλείς, όλοι κερδίζουν εκλογές και έπειτα χρησιμοποιούν την λαϊκή εντολή για να πολώσουν και να διχάσουν, να ανταμείψουν τους φίλους τους και να τιμωρήσουν τους εχθρούς. Εξουσιομανείς που φοβούνται και απεχθάνονται ελεύθερους θεσμούς και ζωντανές αστικές κοινωνίες. Υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις στην Ρωσία, την Τουρκία και την Ουγγαρία”.
Γιατί όμως οι Ουκρανοί πιστεύουν ότι η ΕΕ είναι η λύση για τη χώρα τους; Ειδικά όταν έχουμε τόσα παραδείγματα που ολοφάνερα δείχνουν ότι η διαφθορά και ο νεποτισμός, όχι μόνο δεν λείπουν από την ΕΕ, αλλά γιγαντώνονται σε περιπτώσεις όπως η Ελλάδα και η Ιταλία; Η απάντηση βρίσκεται αλλού. Δυστυχώς, σε τέτοιες περιπτώσεις, οι άνθρωποι δεν είναι πραγματιστές. Οι απλοί πολίτες απλώς επιζητούν την αλλαγή.
Σε όλη την Ευρώπη, οι άνθρωποι δεν αγαπούν ιδιαίτερα τις Βρυξέλλες και τις πολιτικές τους αποφάσεις. Η αλήθεια είναι, όπως έχουν επισημάνει πολλοί αναλυτές off και on-the-record, πως απλά τις προτιμούν από τις ανίκανες πολιτικές τάξεις που έφεραν το κύμα χρεοκοπιών και ανεργίας που πλήττει ακόμα την Ευρώπη. Βλέπουν την ΕΕ ως μία ελπίδα να απαλλαχθούν από αυτές, σαν έναν τρόπο να τους στερήσουν τη δύναμη να διαμορφώνουν τις ζωές τους. Βλέπουν μία διέξοδο.
Η κολεκτίβα Ιταλών συγγραφέων Wu Ming Foundation, περιγράφουν αυτή την ανάγκη για αλλαγή ως “ουτοπική παρόρμηση”, μία τυφλή ελπίδα για βελτίωση των συνθηκών της ζωής ενός ανθρώπου. Η ίδια παρόρμηση που έκανε τους ιθαγενείς Αμερικάνους να πολεμήσουν στο πλευρό των Βρετανών εναντίων των αποίκων, όπως περιγράφεται στο βιβλίο τους “Μανιτουάνα”, και που φέρνει ανθρώπους να κάνουν απελπισμένες επιλογές, όπως να ψηφίζουν γνωστούς ψεύτες και τσαρλατάνους.
Όπως χαρακτηριστικά μου είχε πει ο Ρομπέρτο Μπούι των Wu Ming σε μία συνέντευξη πριν μερικούς μήνες “πάντα θα υπάρχει κάτι που υπόσχεται αυτή την αλλαγή και παραμορφώνει την ουτοπική παρόρμηση. Στην Ιταλία έχουμε ένα καραγκιόζη, τον Μπέπε Γκρίλο, να τραβάει κόσμο μακριά από την πραγματική αλλαγή. Στην Ελλάδα θα ‘ναι κάτι άλλο, η αγάπη για το Ευρώ πχ. Πάντα υπάρχει κάτι. Υπάρχουν άνθρωποι που σκαρφαλώνουν βουνά για να νιώσουν ελεύθεροι. Γιατί δεν τους αρέσει αυτό που βλέπουν κάθε μέρα”.
Στον αντίποδα της ουτοπικής παρόρμησις, υπάρχει το ουτοπικό πρόγραμμα, η συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια να οικοδομήσουμε κάτι καλύτερο. Αυτό που πρέπει να ζυγίσουμε όταν βλέπουμε καταστάσεις σαν αυτή της Ουκρανίας να ξεδιπλώνονται, δεν είναι το παράλογο της διεκδίκησης. Ναι, η ΕΕ έχει γίνει μία θηλιά στο λαιμό του Νότου και άλλων χωρών, ένα γραφειοκρατικό τέρας που προωθεί ιδιωτικοποιήσεις, διακρατικές συμφωνίες που ακυρώνουν το σύνταγμα χωρών- μελών και φτώχεια ως καύσιμο για μία φαντασιακή “ανάπτυξη”.
Για την οικοδόμηση του ουτοπικού προγράμματος, πρέπει να δούμε πέρα απ’ αυτό. Πρέπει να αναλογιστούμε όχι την αλλαγή που η ΕΕ μπορεί να φέρει στην Ουκρανία, αλλά ακριβώς το αντίθετο: Την αλλαγή που μπορούν να φέρουν ανερχόμενες χώρες όπως η Ουκρανία και η Πολωνία στον μουχλιασμένο κόσμο των κουρασμένων “δυτικών δημοκρατιών”, που σαν συνταξιούχοι φοβούνται την απώλεια των προνομίων τους και δε διστάζουν να στερήσουν το όποιο μέλλον από την επόμενη γενιά προς χάριν έστω και μίας μειωμένης “συνταξούλας”.
Οι γερασμένοι πληθυσμοί μας δεν μπορούν να απαιτήσουν ούτε την αλλαγή, ούτε ένα μέλλον που θα μας συμπεριλαμβάνει όλους. Οι νέοι της Ουκρανίας που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο δρόμο, στήνοντας οδοφράγματα και καταλαμβάνοντας διοικητικά κτίρια, μπορούν. Για το αν θα αφήσουμε ακόμη μία εξέγερση να λειτουργήσει υπέρ των ελίτ, για το αν θα μπορέσει η εξέγερση αυτή να ωριμάσει και να δει παραπέρα από την ΕΕ, είμαστε υπεύθυνοι μόνο εμείς. Και παρά τον δικαιολογημένο κυνισμό που ξυπνάει στους Έλληνες η απαίτηση των Ουκρανών για ένα Ευρωπαϊκό μέλλον, οφείλουμε να σεβαστούμε και να υποστηρίξουμε τον αγώνα τους για αλλαγή. Γιατί μέσω τέτοιων κινημάτων μπορούμε να πετύχουμε το αυτονόητο: Οι θεσμοί να συμμορφώνονται στις απαιτήσεις της κοινωνίας, και όχι το αντίθετο.