Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γράφει στο ποίημά του «Κατακλυσμός» το 1926: «Εφτά φορές κλείνεις τα μάτια, όμως την όγδοη καταδικάζεις μονομιάς». Αυτός ο στίχος θα μπορούσε να είχε γραφτεί για την Παλαιστίνη, εάν ο Μπρεχτ είχε ζήσει τόσο ώστε να δει τις θηριωδίες του Ισραήλ αλλά και ολόκληρου του δυτικού κόσμου εις βάρος του Παλαιστινιακού λαού. Ό,τι έχει μείνει, πλέον, από την Παλαιστίνη, είναι ένα κάτεργο, ένα γκέτο για ανθρώπους που είναι εξορισμένοι μέσα στον ίδιο τους τον τόπο και σπάνια το καθημερινό δράμα θα φτάσει στους πηχυαίους τίτλους των μεγαλεπήβολων ΜΜΕ. Οι Παλαιστίνιοι χαρακτηρίστηκαν ως «τρομοκράτες» ήδη από το «Πόλεμο των Έξι Ημερών» το 1967 και η ταυτότητά τους αποτελεί ένα συνεχές πεδίο μάχης από τη στιγμή που η πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ είχε τονίσει με έμφαση ότι «οι Παλαιστίνιοι δεν υπάρχουν» το 1969.
Αυτή η φράση χαρακτήρισε εξολοκλήρου τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίστηκε ο Παλαιστινιακός λαός για πάνω από μισό αιώνα από τότε που ειπώθηκε, δηλαδή με αφάνεια, υποτίμηση, εμπαιγμό, αποκλεισμό, απανθρωποποίηση και, τέλος, αιματηρή εθνοκάθαρση. Οι Παλαιστίνιοι υπάρχουν μόνο όταν οι ίδιοι προσπαθούν να γίνουν ορατοί, ειδάλλως είναι απλά νούμερα νεκρών και τραυματισμένων που εμφανίζονται στα νέα της ημερήσιας διάταξης και προσπερνιούνται με ταχείς ρυθμούς. Οι Παλαιστίνιοι αποκτούν μια πιο ευρεία ορατότητα μόνο όταν οι πράξεις βίας τους έχουν θύματα «Άλλους», είτε Ισραηλινούς, είτε δυτικούς, όπως έγινε στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Μόναχο το 1972, στις επιθέσεις καμικάζι ή στις αεροπειρατείες τις προηγούμενες δεκαετίες, όπως γίνεται τώρα με τις επιθέσεις της Χαμάς στο Ισραήλ. Και πάντα τα αντίποινα του Ισραήλ ήταν η εθνοκάθαρση, η ισοπέδωση των Παλαιστινιακών πόλεων, ο εκτοπισμός εκατομμυρίων ανθρώπων, ο αφανισμός του Παλαιστινιακού λαού.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια αδυσώπητης καταπίεσης του Παλαιστινιακού λαού, δύο Ιντιφάντες και σχεδόν είκοσι χρόνια αποκλεισμού, για να παριστάνουμε ακόμα τους «αθώους» και τους σοκαρισμένους εδώ στη Δύση, για να καταδικάζουμε μόνο την «όγδοη φορά μονομιάς», όταν οι Παλαιστίνιοι βγαίνουν για λίγο από το φαντασιακό πλαίσιο ενός «Δαυίδ» που τα βάζει με σφεντόνες εναντίον του Ισραηλινού «Γολιάθ» και παίρνει τα όπλα της αποαποικιοποίησης, λίγους μήνες μετά την αιματηρή επιδρομή του Ισραηλινού στρατού στον καταυλισμό προσφύγων της Τζενίν.
Σε έναν κόσμο όπου οι Παλαιστίνιοι ήταν συνεχώς οι αόρατοι «Άλλοι», ο Αμερικανό-Μαλτέζος δημοσιογράφος και δημιουργός κόμικς Joe Sacco, αποφάσισε να τους δώσει ένα πραγματικό πρόσωπο και ένα όνομα, βγάζοντας τους για λίγο μέσα από την γενικευμένη ιστορική αορατότητα.
Ο Sacco βρέθηκε στην Παλαιστίνη την περίοδο του 1991-1992, δηλαδή την εποχή που ακόμα λάμβανε χώρα η πρώτη Ιντιφάντα και λίγο πριν την υπογραφή των «ειρηνευτικών» συμφωνιών του Όσλο το 1993. Τις μαρτυρίες του από την εξέγερση του Παλαιστινιακού λαού εναντίον των Ισραηλινών εποίκων, όπως και το πως ήταν η καθημερινότητα πίσω από τα συρματοπλέγματα της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, τις κατέγραψε με έναν πρωτότυπο τρόπο, δηλαδή μέσω της τέχνης των κόμικς. Τα εικονογραφημένα ρεπορτάζ του Joe Sacco από τα κατεχόμενα εδάφη της Παλαιστίνης άρχισαν τα εκδίδονται το 1993 ως αυτοτελείς ιστορίες, σχηματοποιώντας για πρώτη φορά με τόσο συστηματικό τρόπο μια νέα πρακτική της μετανεωτερικής δημοσιογραφίας, το πεδίο του «δημοσιογραφικού κόμικς». Οι συνεντεύξεις, οι μαρτυρίες και οι ιστορίες που συνέλεξε ο Sacco την περίοδο των δύο μηνών που βρέθηκε στην Παλαιστίνη δημιούργησαν μια ρωγμή στην παραδοσιακή αμερικανική δημοσιογραφία αλλά και στις πολιτικές θέσεις και στρατηγικές των ΗΠΑ απέναντι στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Προσδίδοντας στους Παλαιστίνιους ονόματα και προσωπικές ιστορίες, ο Sacco τους έδωσε υπόσταση.
Ο Joe Sacco επεδίωξε να γνωστοποιήσει στο αμερικανικό κοινό την υπαρκτή πραγματικότητα της αιματοβαμμένης Παλαιστίνης, κόντρα στο δόγμα που ξεκίνησε η πρωθυπουργός του Ισραήλ Γκόλντα Μέιρ το 1969, και ως ένα βαθμό, ο αμερικανός δημοσιογράφος τα κατάφερε. Ταυτόχρονα, επανάφερε στο προσκήνιο την «επικινδυνότητα» του μέσου των κόμικς, ιδίως όταν η συγκεκριμένη τέχνη αποφασίζει να γίνει εγγενώς πολιτική, να αναζητήσει την ουσία των ιστορικών γεγονότων χωρίς να ελέγχεται από κάποιο κεντρικό πολιτικό αφήγημα. Η «Παλαιστίνη» του Joe Sacco βασίστηκε στο γεγονός ότι η δημοσιογραφική κάλυψη των ενόπλων συγκρούσεων στην περιοχή από τα αμερικανικά ΜΜΕ ήταν μονομερής και έδινε έμφαση στα συμφέροντα του Ισραήλ, κάτι που εξόργιζε τον δημοσιογράφο σε βαθμό που αποφάσισε να ταξιδέψει μόνος του στην Παλαιστίνη, χωρίς να συνεργάζεται με κάποιο ειδησεογραφικό μέσο της εποχής.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες του πυκνού σε καρέ και πληροφορίες κόμικς, ο Sacco στηλιτεύει τη δημοσιογραφική κάλυψη για τη δολοφονία του Αμερικανο-Εβραίου Leon Klinghoffer από μέλη του Παλαιστινιακού Απελευθερωτικού Μετώπου το 1985, όπου λάμβανε χώρα η ολοκληρωτική απανθρωποποίηση των Παλαιστινίων οι οποίοι περιγράφονταν ως αιμοσταγείς και απρόσωποι τρομοκράτες, την ίδια στιγμή το θύμα παρουσιαζόταν ως ο μοναδικός πραγματικός άνθρωπος στην όλη υπόθεση από σύσσωμα τα αμερικανικά ΜΜΕ. Κάνοντας αναδρομή στο δικό του παρελθόν, ένας νεότερος Sacco εμφανίζεται να λέει «Έχουμε το πλήρες προφίλ του θύματος, τη χήρα του που θρηνεί, το μέρος που έμενε και τι έβαζε στα κορν φλέικς του, μέχρι που πλέον μοιάζει με τον γείτονα που ζητάει να δανειστεί τη σκάλα σου. Καταλαβαίνεις τη δύναμη αυτού του πράγματος;».
Στο οδοιπορικό του, που ξεκινάει από τον Αίγυπτο για να διαπεράσει το Ισραήλ και τα κατεχόμενα εδάφη ώστε να καταλήξει στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη, προσπαθεί να καταγράψει τις ιστορίες των ανθρώπων, μία προς μία σε κάθε έδαφος που πατάει, ιστορίες που πηγαίνουν πίσω τον αναγνώστη μέχρι και στο 1948, τον πρώτο αιματηρό αποικισμό του Ισραήλ. Γράφει ο Joe Sacco χαρακτηριστικά: «Πρέπει να μιλήσουμε για το 1948; Δεν αποτελεί και κανένα μυστικό ότι οι Σιωνιστές χρησιμοποίησαν φήμες, απειλές και μαζικές σφαγές για να διώξουν τους Άραβες και να κατασκευάσουν νέα δημογραφικά στοιχεία που εγγυούνταν την Εβραϊκή φύση του Ισραήλ».
Μάλιστα, πολλές φορές κατά τη διάρκεια των αφηγήσεων του Sacco, τον λόγο λαμβάνουν ηλικιωμένοι Παλαιστίνιοι που επέζησαν τον διωγμό του 1948. Μιλάνε για τα χωριά τους που ισοπεδώθηκαν, για τα σπίτια τους που καταστράφηκαν, για τους συγγενείς τους που σκοτώθηκαν ή χάθηκαν, ακόμα και για τα ελαιόδεντρά τους που κάηκαν ή κόπηκαν. «Οι Ισραηλινοί γνωρίζουν ότι τα ελαιόδεντρά μας είναι σαν γιοι μας, για αυτό τα κόβουν», λέει ένας ηλικιωμένος από στη Ναμπλούς.
Η αφήγηση του Sacco σε όλες τις σελίδες του κόμικς είναι δηκτική και ειρωνική κριτικά απέναντι στο δυτικό αφήγημα για την Παλαιστίνη, πολλές φορές, απέναντι και στον ίδιο του τον εαυτό ως δημοσιογράφο και παρατηρητή της κατάστασης. Δεν διστάζει να δείξει ότι η κατάσταση τον ξεπερνάει, όταν επισκέπτεται τους προσφυγικούς καταυλισμούς Jabalia και Nuseirat στη Λωρίδα της Γάζας. Ο Sacco ενδιαφέρεται για την ιστορία του Παλαιστινιακού λαού, για την ιστορία του εποικισμού, για τα αποτελέσματά του. Μιλάει ελάχιστα για τον εαυτό του, ενώ ποτέ δεν εμφανίζονται οι εκφράσεις του προσώπου του καθώς πάντα το βλέμμα του «κρύβεται» πίσω από τα αδιαφανή γυαλιά μυωπίας που φοράει. Τα αδιαφανή γυαλιά αντιπροσωπεύουν ένα εργαλείο μαρτυρίας για τον Σάκκο και τον αναγνώστη. Είναι μια «λευκή οθόνη» πάνω στην οποία μπορεί να προβληθεί και να ανασυντεθεί το πολιτισμικό τραύμα των Παλαιστινίων. Αυτή είναι η δημοσιογραφική του στάση για τα πράγματα, η υπογραφή του για μια σχετικά αμερόληπτη αφήγηση, αν και γνωρίζει ότι η «αμεροληψία» σε αυτό το ζήτημα είναι απλά μια ακόμα δικαιολογία των δυτικών ΜΜΕ. Ξεφεύγοντας από τα στενά όρια της παραδοσιακής δημοσιογραφίας, η αφήγηση του Sacco είναι ταυτόχρονα βιωματική αλλά και συναισθηματικά αποκομμένη από τα γεγονότα, με το μεγαλύτερο όπλο του να αποτελείται από την απρόσκοπτη, ορισμένες φορές εξοργισμένη, ειρωνεία. Σε ένα σημείο του κόμικς, ο Sacco επισκέπτεται ένα Παλαιστινιακό νοσοκομείο όπου μέσα υπάρχουν τραυματισμένοι Παλαιστίνιοι, μεταξύ των οποίων, μικρά παιδιά. Ένα εντεκάχρονο κορίτσι που τραυματίστηκε από σφαίρες στην αυλή του σχολείου του, χαμογελάει στον Sacco και του ζητάει να την τραβήξει φωτογραφία ενώ του διηγείται τον τραυματισμό της. Ο Sacco γράφει «Εντάξει, δεν ήταν και ακριβώς αθώα, πέταξε στους οπλισμένους με Μ-16 Ισραηλινούς στρατιώτες μια πέτρα. Να ο τρομοκράτης!». Αυτά τα δηκτικά σχόλια του Sacco για την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων από τον Ισραηλινό στρατό χαρακτηρίζουν όλο το βιβλίο.
Με αυτόν τον τρόπο σχολιάζει και τη «μπαναλιτέ» του θανάτου, της φυλάκισης, των βασανιστηρίων, αλλά και της ανείπωτης φτώχειας, φαινόμενα τόσο συχνά για τον Παλαινιστιακό λαό που γίνονται «συνηθισμένα» κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών του. «Με 90.000 φυλακισμένους στα τέσσερα πρώτα χρόνια της Ιντιφάντα, το παράξενο είναι να μη συναντήσεις έναν Παλαιστίνιο που έχει πάει φυλακή και όχι το αντίθετο», εμφανίζεται να λέει στο σημείο όπου συνομιλεί για τις συνθήκες στις Παλαιστινιακές φυλακές και κυρίως, στη φυλακή Ansar III, που άνοιξε τον Μάρτιο του 1988 στη Νεγκέβ ως ακόμα ένα κέντρο κράτησης Παλαιστινίων. Μέχρι τον Νοέμβριο του 1991 στη φυλακή Ansar III βρίσκονταν φυλακισμένοι πάνω από 6.000 Παλαιστίνιοι και αντιφρονούντες προς το Ισραήλ, κρατούμενοι. Οι κρατούμενοι της φυλακής απαρτίζονταν από ανθρώπους διαφορετικών ταξικών και μορφωτικών βαθμίδων, όπως και πολιτικών αντιλήψεων. Γρήγορα, μας αναφέρει το ρεπορτάζ του Sacco, οι κρατούμενοι άρχισαν να οργανώνονται μέσα στη φυλακή. Δάσκαλοι και καθηγητές πανεπιστημίου οργάνωσαν μαθήματα για τους συγκρατούμενούς τους, άλλοι κρατούμενοι οργάνωσαν τη διανομή φαγητού και τσαγιού, ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει την εξέγερση των φυλακισμένων την ημέρα που έμαθαν τη δολοφονία του Αμπού Τζιχάντ. Δολοφονημένος από Ισραηλινούς κομάντο το 1988 στην Τύνιδα, ο Αμπού Τζιχάντ μαζί με τον Γιασέρ Αραφάτ υπήρξαν η ψυχή της Φατάχ. Οι ισραηλινοί στρατιώτες απάντησαν στους εξεγερμένους κρατούμενους με πλαστικές σφαίρες, τραυματίζοντας πολλούς εξ αυτών.
Αλλά οι ιστορίες του Sacco συνεχίζουν να ρέουν μέσα σε λασπωμένους και κρύους καταυλισμούς προσφύγων, και οι Παλαιστίνιοι μιλάνε για τα βασανιστήρια που βίωσαν ως κρατούμενοι της διαβόητης Σιν Μπετ, της Γενικής Υπηρεσίας Ασφαλείας του Ισραήλ. Δεκάδες ημέρες απομόνωσης δεμένοι πισθάγκωνα πάνω σε μια καρέκλα ή σε έναν σωλήνα στον τοίχο, πάντα με δεμένα τα μάτια, χτυπημένοι με ρόπαλα σε κάθε μέρος του σώματος, οι Παλαιστίνιοι εξαναγκάζονταν να υπογράψουν «ομολογίες» συμμετοχής στην Ιντιφάντα. Ο δικαστής Μοσέ Λαντάου, γνωστός για τη συμμετοχή στη δίκη του αρχιτέκτονα της Τελικής Λύσης, Αδόλφου Άιχμαν που ενέπνευσε και τη φιλόσοφο Χάνα Άρεντ να γράψει για την «κοινοτοπία του κακού», συνέταξε το 1987 μια αναφορά για τα βασανιστήρια των Παλαιστινίων από τη Σιν Μπετ, για να καταλήξει ότι ήταν απαραίτητη η «μικρού μεγέθους» χρήση ψυχολογικής και σωματικής βίας ώστε να εξαρθρωθούν οι Παλαιστινιακές «τρομοκρατικές» οργανώσεις.
Γράφει, πάλι, ο Sacco: «Οπότε ο Μοσέ Λαντάου έλαβε το Ισραηλινό βραβείο και το Ισραήλ καμώνεται πως είναι η ‘’μοναδική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή…’’ και οι Παλαιστίνιοι συνεχίζουν να ανακρίνονται από την αστυνομία με ένας θεός ξέρει τι τρόπους ‘’μέτριας σωματικής και ψυχολογικής’’ πίεσης και κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα για αυτές τις μεθόδους γιατί, πλέον, είναι νόμιμες».
Ο Joe Sacco είναι παρών στην κηδεία του Παλαιστινίου Mustafa Akkawi, που πέθανε από τα βασανιστήρια που βίωσε στα κρατητήρια της Σιν Μπετ το 1992. Η Σιν Μπετ, μέσω ενός Αμερικανού παθολόγου που εργαζόταν για την υπηρεσία, έβγαλε το πόρισμα ότι πέθανε από «καρδιακή προσβολή» λόγω μεγάλης ψυχολογικής πίεσης, αλλά ο θάνατός του είχε «θορυβήσει» έως και τις αμερικανικές αρχές. Η κηδεία του μετατρέπεται σε διαδήλωση εναντίον της Ισραηλινής κυβέρνησης, αν και χωρίς να επέμβει ο Ισραηλινός στρατός μόνο και μόνο για να μην λάβουν χώρα ευθείες συγκρούσεις σε ένα ζήτημα που τότε παρακολουθούνταν «στενά» και από το εξωτερικό. Από τη στιγμή που ο 36χρονος Μουσταφά κατέβηκε στη γη, κανένας δεν ασχολήθηκε ξανά με αυτόν, γράφει ο Sacco.
Στη Ραμάλα, οι νέοι εξεγείρονται εναντίον των Ισραηλινών στρατιωτών. «Και άλλοι τρομοκράτες με πέτρες», αναφωνεί ο Sacco. Πυροβολισμοί στη Χεβρώνα, λίστες με νεκρούς που ανανεώνονται καθημερινά, καθώς δεν ξέρει κανείς αν θα επιστρέψει από τη δουλειά του κάποια ημέρα. Και κάπου εδώ ο Sacco δεν παραλείπει τις Παλαιστίνιες γυναίκες αγωνίστριες αλλά και τη Χαμάς που είχε ξεκινήσει να κερδίζει έδαφος. «Η Χαμάς θεωρεί ότι η Ιντιφάντα είναι ένας τρόπος να διαδώσει τη δική της ατζέντα», αναφέρει μια Παλαιστίνια στον Sacco, συμπληρώνοντας ότι «Θέλουν να αναγκάσουν τις γυναίκες να φορέσουν τη χιτζάμπ, επιτέθηκαν σε μια γιατρό τις προάλλες επειδή δεν τη φορούσε». Δυο άλλες γυναίκες εξομολογούνται στον Sacco ότι φοράνε τη χιτζάμπ όταν είναι στο δρόμο, αλλά θα ήθελαν πολύ να πιστέψουν ακόμα περισσότερο στη θρησκεία ώστε να τη φοράνε παντού, περιπλέοντας των ωκεανό των αντιφάσεων αυτού του λαού. Αλλά, οι φεμινίστριες του Απελευθερωτικού Μετώπου πάλευαν για την χειραφέτηση των μουσουλμάνων Παλαιστινίων γυναικών, για τα νομικά τους δικαιώματα και για την ασφαλή ύπαρξή τους μέσα σε έναν ακραία σεξιστικό μισογύνικο περιβάλλον. «Η Ιντιφάντα δεν έχει τελειώσει ακόμα…» απαντάει μια Παλαιστίνια φεμινίστρια που εναντιώθηκε στις επιταγές της Χαμάς, «αλλά τα προβλήματα διογκώνονται στις επαρχίες».
Στον καταυλισμό της Jabalia ο Sacco κάθεται αρκετό διάστημα. Οι λασπωμένοι δρόμοι, τα παραπήγματα, η φτώχεια και ο αποκλεισμός κατακλύζουν όλες τις ιστορίες των Παλαιστινίων με τους οποίους συναντιέται ο δημοσιογράφος. Κάτω από τους πύργους ελέγχου των Ισραηλινών, στη μέσα πλευρά των συρματοπλεγμάτων, ο αγώνας επιβίωσης των Παλαιστινίων είναι διαρκής και καθημερινός. Το Απελευθερωτικό Μέτωπο φαίνεται πως παλεύει ανάμεσα σε δύο εχθρούς, από τη μια τον στρατό του Ισραήλ, από την άλλη τον φανατισμό της Χαμάς. Ο Sacco γνωρίζει εφήβους μαθητές που είναι μέλη του Μετώπου, και ως άλλοι Δαυίδ που το μόνο όπλο που έχουν είναι σφεντόνες και πέτρες, όπως και μπογιές για να γράφουν συνθήματα στους τοίχους, αντιμάχονται τα μπλόκα των Ισραηλινών στρατιωτών. Οι νέοι, 15-17 χρονών, έχουν ήδη πυροβοληθεί, φυλακιστεί και βασανιστεί από τη Σιν Μπετ και τον Ισραηλινό στρατό, είναι ήδη προετοιμασμένοι για τον επερχόμενο θάνατό τους. Έχουν δει τους συγγενείς τους και τους φίλους τους να πέφτουν νεκροί κάτω από τις σφαίρες των Ισραηλινών ή να ακρωτηριάζονται, να μένουν ανάπηροι για όλη τους τη ζωή.
Ο 17χρονος ανάπηρος Rifat επέζησε από πυροβολισμό των Ισραηλινών στρατιωτών «πετούσαμε πέτρες σε στρατιώτες και ένας με πυροβόλησε στην πλάτη. Οι στρατιώτες με έσυραν για πενήντα μέτρα στο δρόμο, τα έντερα μου σέρνονταν και αυτά στο δρόμο. Διαφωνούσαν για το αν έπρεπε να με πάνε στο νοσοκομείο ή να με αφήσουν να πεθάνω στο δρόμο. Από τύχη εμφανίστηκε ένα ασθενοφόρο…». Ιστορίες θανάτου, ιστορίες διαρκούς αποκλεισμού και εξευτελισμού αλλά και ιστορίες αντίστασης διαχέονται η πάνω στην άλλη. Ο Sacco δεν είναι ποτέ φειδωλός στις περιγραφές του, όπως ούτε και οι Παλαιστίνιοι που συναντάει και έρχεται σε επαφή.
Οι Παλαιστίνιοι θέλουν να μιλήσουν, παλεύουν για ορατότητα και ο Sacco τους δίνει φωνή, τους δίνει σάρκα και οστά μέσα από τις ασπρόμαυρες σελίδες του κόμικς του, τους δίνει υπόσταση. Οι περισσότεροι τον ρωτάνε εάν αυτές οι συνεντεύξεις θα πιάσουν τόπο, αν ο «κόσμος θα μάθει επιτέλους για αυτούς», αλλά ο Sacco εμφανίζεται απαισιόδοξος και ειρωνικός. «Πως μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ένα κόμικς», σκέφτεται συχνά. Ένας Ισραηλινός συνάδελφος δημοσιογράφος λέει στον Sacco ότι «αυτά τα δύο ρατσιστικά καθεστώτα (του Ισραήλ και της Παλαιστίνης), πρέπει επιτέλους να μάθουν να ζουν με ισότητα», αλλά ο Sacco αναρωτιέται σε ποια ισότητα αναφέρεται, σε ποια «ρατσιστικά καθεστώτα». Στα τελευταία καρέ του κόμικς, ο Sacco είναι μάρτυρας στη σύλληψη ενός 12χρονου Παλαιστινίου από τον Ισραηλινό στρατό. Αφού πρώτα οι στρατιώτες ανάγκασαν το αγόρι να βγάλει από το κεφάλι του τη κεφίγιε του και να σταθεί μέσα στη βροχή, άρχισαν να το εξευτελίζουν και να το απειλούν. Το αγόρι, όμως, απαντούσε σοβαρά στις προσβολές τους ενώ τους κοίταζε στα μάτια.
«Μπροστά σε έναν άνθρωπο που έχει την απόλυτη εξουσία, τι γίνεται με εκείνους που πιστεύουν ότι δεν έχουν στα χέρια τους απολύτως τίποτα;», αναρωτιέται ο Αμερικανός δημοσιογράφος λίγο πριν κλείσει την ιστορία του για την Παλαιστίνη. Τη δική του ιστορία, γιατί η ιστορία της Παλαιστίνης, όπως και ο ίδιος προέβλεψε, θα γινόταν ακόμα χειρότερη με το πέρασμα των χρόνων, με τους βομβαρδισμούς να καταστρέφουν αρκετά από τα σημεία που επισκέφθηκε ο Sacco στις αρχές του 1990. Στην «Παλαιστίνη», ο Sacco ανασυνθέτει το πολιτισμικό τραύμα των Παλαιστινίων, αναμοχλεύει τη μνήμη που συνεχώς χάνεται μέσα σε καινούριες συγκρούσεις, σε καινούριες τραγωδίες, χωρίς ποτέ να έχει καταγραφεί. Οι Παλαιστίνιοι δεν έχουν τον χρόνο ούτε να κλάψουν τους νεκρούς τους, πόσο μάλλον να διαλογιστούν τα τραύματά τους, να φτιάξουν οι ίδιοι με τα χέρια τους το δικό τους μέλλον. Οι ιστορίες τους είναι καταδικασμένες να θαφτούν κάτω από ερείπια και τάφους, αυτό που κάνει ο Sacco είναι να φέρνει στο φως τις ιστορίες αυτών των ερειπίων και ορισμένων νεκρών.
Παρά τα όσα λέγονται σήμερα, η Παλαιστίνη υπήρξε κεντρικό πολιτικό διακύβευμα για τον προοδευτικό κόσμο εκείνης της εποχής, για την περιβόητη γενιά της «Γένοβα» που είδε στα μάτια εκείνων των Δαυίδ που πετροβολούσαν τα στρατιωτικά τανκς και τα αυτόματα όπλα, τους νέους αγωνιστές για τη δημοκρατία, την ώρα που ο παλιός κόσμος κατέρρεε αλλά ο καινούριος δεν είχε ακόμα γεννηθεί. «Ζούμε στην εποχή των τεράτων», έλεγε ο Αντόνιο Γκράμσι, μόνο που η δική μας έχει κρατήσει για πολλά χρόνια και συνεχώς ανανεώνεται με καινούριες τραγωδίες. Φαίνεται πως η Παλαιστίνη ήταν ηρωική μόνο όταν τη βουτούσαν στο αίμα χωρίς καμία απολύτως αντίσταση, τώρα, με βάση τα δυτικά πρότυπα, της αξίζει να ισοπεδωθεί ολοσχερώς. Έτσι, δεν θα έχει και άλλες ιστορίες να μας πει.