«Το θρησκευτικό δεν έχει άλλη διαλεκτική από αυτή της ποιότητας και απεχθάνεται την ποσότητα ή το αισθητικό μέσα στον χώρο του. Αδιάφορο προς το εξωτερικό, όπου το αισθητικό έχει ανάγκη το αποτέλεσμά του, το θρησκευτικό απεχθάνεται όλα τα πράγματα αυτού του είδους. Διακηρύττει σε όλους και στον καθένα ότι, αν πιστεύει κανείς πως υπάρχει ένα τέλος (δηλαδή φαντάζεται ότι το πιστεύει γιατί παρόμοιο τέλος δεν είναι αντικείμενο πίστης, η οποία είναι το άπειρο), αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει χάσει…» – Σάιρεν Κίρκεγκωρ, «Για το μυστήριο του ανθρώπου» (μτφ. Κική Μαλεβίτση), εκδ. Αναλόγιο, Αθήνα, 2002.

Οι σκέψεις του παρόντος κειμένου είναι αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης συνθήκης που ένα μεγάλο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού βιώνει αυτή την περίοδο. Βομβαρδισμός ειδήσεων και πληροφοριών, ακούσιος ή εκούσιος περιορισμός μετακινήσεων και σε κάποιον βαθμό υπερεντατικοποιημένη (τηλε)εργασία. Με αυτή την έννοια περισσότερο θεωρώ ότι καταθέτω ένα κείμενο που εδράζεται σε στοιχεία του θυμικού παρά του «καθαρού Λόγου» (sic) και, σε κάθε περίπτωση , ελπίζω ότι θα χρειαστεί να το αναθεωρήσω στο σύντομο μέλλον.

Ένα βασικό πρόβλημα που εισήλθε στη δημόσια συζήτηση για τον κορονοϊό και με βάση τα μέτρα που πάρθηκαν (και θα παρθούν) σε όλον τον κόσμο είναι και αυτό της περιστολής ή της οριακής κατάστασης στις οποίες θα βρεθούν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες. Στην πλειοψηφία τους οι ευρωπαϊκές ελίτ υιοθέτησαν -άλλες νωρίς κι άλλες αργότερα- μια δημόσια ρητορική που συνέκρινε την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού με την κατάσταση πολέμου και το αποτέλεσμα ήταν μια σειρά από μέτρα περιορισμού σε ένα ευρύ φάσμα έντασης. Χωρίς να μπει κανείς στην ατελέσφορη συζήτηση για το «ποια μέτρα είναι αποτελεσματικά» η οποία είναι εξαρχής φαλκιδευμένη εξαιτίας της υπόνοιας ότι ο συνομιλητής που θα αναφέρει ότι πρέπει να δούμε τη χρησιμότητα των μέτρων στην εξέλιξή τους, δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή, υπάρχει η ανάγκη να παραδεχτούμε μερικά πράγματα.

Πρώτον, ότι η απόλαυση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία επηρεάζεται αντικειμενικά από την επιβολή υποχρεωτικής καραντίνας σε επιβάτες που έρχονται από το εξωτερικό και από την επιβολή απομόνωσης σε άτομα που είναι ύποπτα ή είναι θετικά στον κορονοϊό. Επίσης, οι απαγορεύσεις των συγκεντρώσεων και  του συνδικαλισμού έχουν αντίκτυπο στις ελευθερίες του συνέρχεσθαι και του συνεταιρίζεσθαι, ενώ τα μέτρα επιτήρησης που στοχεύουν στον εντοπισμό των επαφών μέσω της χρήσης δεδομένων από τα κινητά τηλέφωνα και άλλα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης αποτελούν πρόκληση για την πλήρη απόλαυση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Το κλείσιμο επιχειρήσεων και χώρων εργασίας έχει συνέπειες στην απόλαυση του δικαιώματος στην εργασία, ειδικά σε αυτούς που εργάζονται σε άτυπες δραστηριότητες της οικονομίας και γενικότερα σε όσους δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι, ενώ το κλείσιμο των σχολείων και των πανεπιστημίων επηρεάζει το δικαίωμα στην εκπαίδευση.

Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τη διάσταση της ελευθερίας εκδήλωσης θρησκευτικών πεποιθήσεων, η οποία επηρεάζεται από το κλείσιμο χώρων λατρείας. Πιο ειδικά, η θρησκευτική ελευθερία και οι θρησκευτικές πρακτικές, αποτέλεσαν παντού αντικείμενο ευρείας συζήτησης κι επειδή πολύ συχνά γίνεται εύκολα λόγος για το «ταλιμπανικό καθεστώς στην Ελλάδα», ότι «είμαστε το Ιράν της Ευρώπης» και άλλα συναφή φληναφήματα, η συζήτηση περί της Θείας Ευχαριστίας και του τρόπου μετάδοσής της ήταν ευρύτατη και έντονη ακόμα και σε χώρες που έχουν επιλέξει την «ανοσία αγέλης» ως βασική στρατηγική και επιπλέον θεωρούνται πρότυπο εκκοσμίκευσης, όπως η Σουηδία.

Το πρόβλημα του «κοινού δισκοπότηρου» στη Σουηδία

Η Σουηδή Προκαθήμενη της Λουθηρανικής Εκκλησίας, η σεβ. Άντγιε Γιάκελεν, σε σειρά μηνυμάτων της έχει αναφερθεί στην παράδοση της Λουθηρανικής Εκκλησίας της Σουηδίας, όπου όποιος θέλει μπορεί να μην μετέχει του κοινού ποτηρίου με τον οίνο της Θείας Ευχαριστίας αλλά να μεταλάβει μόνο τον άρτο μεταλαμβάνοντας όλο τον Χριστό. Άλλες επικεφαλής μητροπόλεων, όπως η Εύα Νόρντουγκ Μπύστρομ από τη μητρόπολη του Χέρνεσαντ,  κάλεσε τους πιστούς εφόσον θέλουν να τηρούν τα μέτρα περιορισμού, να μην πίνουν από το δισκοπότηρο αλλά ο καθένας να βυθίζει τον άρτο του στον οίνο. Το βασικό, κατά την σεβ. Μπύστρομ, δεν είναι να αποδειχθεί μια και μόνη λατρευτική παράδοση για τη Θεία Ευχαριστία έναντι κάποιας άλλης, αλλά να συνεχίσει η Εκκλησία να λειτουργεί κανονικά λαμβάνοντας τα απαραίτητα μέτρα προστασίας σε δύσκολους καιρούς κι αυτό να θεωρηθεί ως μαρτυρία πίστης.

Δηλαδή, την ίδια στιγμή που σε κάθε της μήνυμα, η Σουηδική Λουθηρανική Εκκλησία τονίζει την αναγκαιότητα των περιορισμών και των κοινωνικών επαφών, επιλέγει να κρατά ανοιχτούς τους ναούς για ατομική προσευχή και να τελεί κανονικά αρκετές λειτουργίες. Επέλεξε εκτός των αναμεταδόσεων όλων των λειτουργιών μέσω live streaming, να προσφέρει online και άλλες εκκλησιαστικές λειτουργίες (πχ. Κυριακό κατηχητικό σχολείο, συμπροσευχή, ανάγνωση Βίβλου).

Το ενδιαφέρον στην σουηδική περίπτωση είναι ότι η Λουθηρανική Εκκλησία αντί να περιχαρακωθεί στη συζήτηση περί του τί συνιστά παράδοση αποφάσισε να απαντήσει στο ερώτημα τί συνιστά μαρτυρία. Αυτό δεν αναιρεί ότι βρέθηκαν φωνές που θεώρησαν ότι η Σουηδική Εκκλησία αποσύρεται από το τι συνιστά συνεπή λουθηρανισμό και ότι ακολουθεί έναν κοσμικό τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης την πανδημίας, o οποίος περισσότερο τονίζει την κοινωνική απομόνωση και την μετατροπή των ακολουθιών σε online γεγονότα, παρά να διασφαλίσει την ορθή παράδοση και την ενότητα της κοινότητας των χριστιανών. Σας θυμίζει κάτι;

Επίσημα, από τις 15 Μαρτίου 2020, σε ρεπορτάζ των σουηδικών ΜΜΕ, η Σουηδική Λουθηρανική Εκκλησία διακήρυξε ότι βρίσκεται σε κρίση, καθώς χρειάζεται να αντιμετωπίσει την αυξημένη ζήτηση των ανθρώπων που προσέρχονται για παρηγοριά από το άγχος της κοινωνικής αποστασιοποίησης και τον φόβο της ασθένειας. Η απάντησή της ήταν άμεση και δημιουργήθηκαν διάφορα κανάλια επικοινωνίας (social media, chat, email, τηλεφωνική γραμμή υποστήριξης) τα οποία λειτουργούν καθημερινά για 4 ώρες. Έτσι, στην απάντηση της εσωτερικής κριτικής περί εγκατάληψης του γνήσιου λουθηρανικού πνεύματος, προς ώρας η Σουηδική Λουθηρανική Εκκλησία απευθύνεται στην αύξηση του πληρώματός της εντελώς ανοιχτά, 20 χρόνια μετά τον επίσημο διαχωρισμό της από το σουηδικό κράτος.

 

 

Η ελλαδική Εκκλησία και το «δόγμα της λαβίδας»

Στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία έχοντας μια ιδιαίτερη σχέση με τον κρατικό μηχανισμό, έχει από καιρό διαχύσει μια σειρά από λειτουργίες της μέσα στους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς. Η κατήχηση, η συμπροσευχή και η δημιουργία εκκλησιαστικών κοινοτήτων δεν είναι πλέον ζήτημα των ενοριών αλλά αποτέλεσμα μιας αλυσίδας λειτουργιών πρόσθετης αξίας του εκκλησιαστικού λόγου στη δημόσια σφαίρα, η οποία περνάει από τον χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών στο σχολείο, την προβολή του εκκλησιαστικού έργου στα μεγάλα ΜΜΕ και στα αντίστοιχα εκκλησιαστικά πρακτορεία ειδήσεων και βέβαια την από κοινού παρουσία πολιτικών και εκκλησιαστικών ηγετών σε σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές στιγμές.

Στο πλαίσιο αυτό και από την αρχή της πανδημίας, η ελλαδική Εκκλησία αντιμετώπισε το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπισε και η Λουθηρανική Εκκλησία της Σουηδίας και βέβαια κάθε θρησκευτικός οργανισμός στον κόσμο. Η προστασία των ανθρώπων από την ανεξέλεγκτη εξάπλωση του ιού και η σχέση της προστασίας αυτής με τον άμεσο περιορισμό των θρησκευτικών λειτουργιών και την αναπροσαρμογή τους στο νέο πλαίσιο. Στο πρόβλημα αυτό η ελλαδική Εκκλησία απάντησε με διφορούμενο τρόπο, δείγμα (τουλάχιστον) θεολογικής σύγχυσης και αμηχανίας μπροστά στη νέα κατάσταση. Από τη μία υπήρξε ένας «ανένδοτος» από μια σεβαστή πλειοψηφία της ιεραρχίας η οποία, θεωρώντας ότι θα προλάβει τις εξελίξεις, άνοιξε γρήγορα τη δημόσια συζήτηση όχι πάνω στη θεολογία της χριστιανικής μαρτυρίας και τί σημαίνει Εκκλησία και Θεία Ευχαριστία σε εποχές πανδημίας, αλλά πάνω στην δογματική της Θείας Ευχαριστίας. Από την άλλη υπήρξε ο διοικητικός κύκλος πέριξ του Αρχιεπίσκοπου Αθηνών, που ήταν σε άμεση συνεννόηση με την κυβέρνηση για να βρεθεί η περίφημη «χρυσή τομή» και στην ουσία, η Εκκλησία να αποφασίσει αυτό που ήθελε η κυβέρνηση, χωρίς να χρεωθεί ούτε η μεν ούτε η δε τις συνέπειες των όποιων αντιδράσεων που θα υπήρχαν από εθνικιστικούς και φονταμενταλιστικούς κύκλους, οι οποίοι αποτελούν προνομιακό κοινό και των δύο θεσμών.

Το πρόβλημα στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι η Εκκλησία έπεσε στην παγίδα να δει το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας «ως απομονωμένη τελετή, ανεξάρτητη στα χέρια κάποιων φορέων» (για να θυμηθώ μια φράση του θεολόγου Ν. Ματσούκα). Τα αποτελέσματα αυτής της παρανόησης είναι πολλαπλά και οι επιπτώσεις της ιδιαίτερες. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι για έναν σχεδόν μήνα στην ελληνική δημόσια συζήτηση για τις θρησκευτικές πρακτικές κυριαρχούσε το αν «μεταδίδεται ο ιός από τη Θεία Ευχαριστία» ή όχι. Την ίδια ώρα που οι Ρουμάνοι Ορθόδοξοι είχαν θεσπίσει ατομικά κουταλάκια για τη Θεία Ευχαριστία και η Εκκλησία της Σερβίας θρηνούσε την απώλεια του Επισκόπου Βαλεβίου, Μιλούτιν Κνέζεβιτς και άλλων δύο ιερέων από κορονοϊό, στην Ελλάδα ακόμα και επιφανείς, μορφωμένοι και προοδευτικοί ιερείς έτρεχαν να διατρανώσουν ότι από το προσωπικό τους βίωμα δεν ασθένησαν ποτέ από τη συμμετοχή στη Θεία Ευχαριστία. Η ιερή λαβίδα έγινε η ίδια μέρος ενός δόγματος στο οποίο δεν ανήκε ποτέ και διάφοροι ιερείς συνεχίζουν να κοινωνούν τους πιστούς που το ζητούν, είτε από την πίσω πόρτα των Εκκλησιών (όπως έγινε στο Κουκάκι), είτε κατόπιν συνεννόησης, αντιμετωπίζοντας την Ευχαριστία όχι ως μέρος της λειτουργικής και κοινωνικής ζωής της Εκκλησίας αλλά ως το μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ, το οποίο το λαμβάνουν κάποιοι υπό ειδικές περιπτώσεις. Και όπως το τελευταίο δεν αποκτά τις μαγικές του ιδιότητες έτσι και δεν έχει μέσα γκι το οποίο να έχει κοπεί από το χρυσό δρεπάνι του δρυίδη, έτσι και η Θεία Ευχαριστία δεν είναι Μυστήριο αν δεν περιλαμβάνει την επίχρυση λαβίδα.

 

Η ελλαδική Εκκλησία στην μετα-πανδημική κρίση: Πίσω και δεξιά

Το δεύτερο πρόβλημα της σχετικής συζήτησης αφορά την κατεξοχήν λειτουργία της Εκκλησίας. Η κοινωνική και λειτουργική ζωή πήγε περίπατο, ομοίως και η κοινωνική προσφορά. Καθώς οι ναοί μένουν πλέον κλειστοί για τους πιστούς, η Εκκλησία θεώρησε ότι μπορεί να αποσυρθεί και να προσεύχεται νυχθημερόν για τους ασθενείς, «ξεχρεώνοντας» μέρος της κοινωνικής προσφοράς προς τους κράτος, δωρίζοντας υγειονομικό υλικό αξίας 300.000 ευρώ στο Υπουργείο Υγείας.

Με αυτήν την κίνηση, η διοίκηση της ελλαδικής Εκκλησίας μπαίνει σε μια win win κατάσταση για την ίδια, εφόσον η πορεία της πανδημίας στην Ελλάδα φαίνεται για την ώρα να μην έχει κάποια τεράστια κορύφωση, αλλά μόνο προσωρινά. Ο διφορούμενος δημόσιος λόγος (ναι στο κλείσιμο των χώρων λατρείας, καμία σύσταση προς τους ανυπάκουους) και η στρεβλή εσωτερική συζήτηση καταφέρνει να ενσωματώσει κυρίως την αντιδραστική πλευρά εξοβελίζοντας τις προοδευτικές φωνές. Καθώς όλοι έτρεξαν να τοποθετηθούν στο ζήτημα του «δόγματος της λαβίδας» κανείς δεν εστίασε λ.χ. στο ακατανόητο κλείσιμο των νεκροταφείων κατά τη Μ. Εβδομάδα, ένα μέτρο που στερείται τεκμηρίωσης και λογικής ως προς το αν θα απέτρεπε κάποιον φαντασιακό υπερ-συνωστισμό. Ταυτόχρονα, κάτι τέτοιο στέρησε τη δυνατότητα παρηγοριάς για πολύ κόσμο και βέβαια για τους συγγενείς των 100 και πλέον συνανθρώπων μας που πενθούν τους δικούς τους που χάθηκαν από τον κορονοϊό. Συνεπώς, βλέποντας το δέντρο της λαβίδας, χάθηκε το δάσος της κρατικής αναλγησίας σε μια σημαντική περίπτωση.

Τέλος, η ελλαδική Εκκλησία επέλεξε αντί της ενσωμάτωσης της ανθρώπινης αγωνίας και της ανανέωσης της λειτουργικής ζωής υπό το βάρος νέων συνθηκών, την απεμπόληση του ερωτήματος για την ομολογία και άρα την αναμέτρηση με το «υπαρξιακό» ερώτημα στην μετα-πανδημιακή κατάσταση, σε κάποιο αόριστο επέκεινα. Βραχυπρόθεσμα, αυτό σημαίνει ενίσχυση του θεσμού της Εκκλησίας από το Κράτος, εφόσον η Εκκλησία απέδειξε ότι παραμένει σφιχτά δεμένη στην αποστολή της να είναι «σαν το δεκανίκι που στηρίζει τον ανάπηρο» όπως έχει γράψει κάπου κι ο Α. Γκράμσι για το Βατικανό της εποχής του. Μακροπρόθεσμα, η στρεβλή σημερινή συζήτηση θα επανέρχεται με κάθε ευκαιρία σε κάθε νέα κρίση και θα αφορά τον ρόλο που μπορεί να παίξει σήμερα ένας θρησκευτικός οργανισμός στις σύγχρονες αγωνίες του ανθρώπου και οι αναγκαίοι μετασχηματισμοί στο εσωτερικό του οργανισμού αυτού. Μόνο που σε κάθε νέα κρίση, η οποία θα συμβαίνει όλο και συχνότερα, αν υποθέσουμε βάσιμα ότι η οικονομική ύφεση θα βαθύνει το μετά-πανδημιακό διάστημα, η ελλαδική Εκκλησία θα βρίσκεται ολοένα και δεξιότερα και ολοένα και πιο «πρωτοπόρα δύναμη» στην εμπροσθοφυλακή του χριστιανικού φονταμενταλισμού στην Ευρώπη.