Πώς μια επιτροπή οικονομολόγων επηρεασμένων από τη σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας του 1990 μετεξελίχθηκε στον «λαγό» του 5ου Μνημονίου

Εισαγωγή

 

Όταν πρωτοδιάβασα την Έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη διέκρινα την εγγύτητα του κεντρικού της σκεπτικού με την εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας που ξεπήδησε από τις σκανδιναβικές χώρες, ιδίως τη Δανία, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από αυτή την άποψη, η Έκθεση Πισσαρίδη δεν είναι απλά ένας αχταρμάς νεοφιλελεύθερων πολιτικών αλλά κάτι πολύ, πολύ χειρότερο: Μια έκθεση ιδεών που, εκκινώντας από την πιο πετυχημένη έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, καταλήγει σε χυδαία αντιλαϊκές πολιτικές τροϊκανικής υφής και ουσίας.

 

Στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς» έχουμε συνηθίσει να χαρακτηρίζουμε νεοφιλελεύθερες όλες τις αντιλαϊκές πολιτικές. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το προσέξουμε (όπως και την τάση να χαρακτηρίζουμε φασίστες συλλήβδην όλους τους βάναυσους) γιατί, έτσι, εκκενώνουμε τον όρο «νεοφιλελεύθερος» από την έννοιά του και, εν τέλει, υποτιμάμε το κακό που γίνεται σε αυτή τη χώρα.

 

Πριν εξηγήσω τι εννοώ σε σχέση με την Επιτροπή Πισσαρίδη, να καταθέσω την αντίρρηση μου με τον χαρακτηρισμό της τρόικας ως «νεοφιλελεύθερης». Εξηγούμαι: Ναι, όπως και η τρόικα, οι νεοφιλελεύθεροι είναι υπέρ της πλήρους αποδυνάμωσης των συνδικάτων, της αποχαλίνωσης των εργοδοτών, της κατάργησης ελάχιστων μισθών, της ιδιωτικοποίησης των πάντων (ακόμα και της αστυνομίας) κλπ. Όμως, κανείς νεοφιλελεύθερος που σέβεται τον εαυτό του δεν θα αποδεχόταν το βασικό πρόταγμα της τρόικας – δηλαδή την μεταφορά των ζημιών των γαλλογερμανικών τραπεζών στους φορολογούμενους.

 

Κάτι αντίστοιχο ισχύει για τον ίδιο τον Κρις Πισσαρίδη. Η σχολή σκέψης στην οποία ανήκε από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, στο Λονδίνο όπου ζει και εργάζεται, δεν μπορεί επ’ ουδενί να ταυτιστεί με τον νεοφιλελεύθερο Θατσερισμό. Όσο και να διαφωνώ μαζί του, νιώθω την υποχρέωση να δηλώσω ότι, κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις δεν κατατάσσεται στη σχολή σκέψης του νεοφιλελευθερισμού που θεραπεύει τον οικονομικό Δαρβινισμό – την ιδέα, δηλαδή, των εργαζόμενων που πρέπει, για καλό τους, να ρίχνονται στην αρένα της αγοράς εργασίας υπό το αξίωμα ότι οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης, από μόνες τους, χωρίς καμία κρατική παρέμβαση, θα εξαφανίσουν την ανεργία και θα εξισορροπήσουν σε επίπεδα μισθών δίκαια (δηλαδή, που αντιστοιχούν στην οριακή παραγωγικότητα της εργασίας) και βιώσιμα (δηλαδή, που δεν παράγουν πληθωριστικές τάσεις). Με απλά λόγια, όταν ο κ. Μητσοτάκης επιτέθηκε στην Αντιπολίτευση από το Βήμα της Βουλής μ’ ένα «έλεος πια!», αναφερόμενος στην ταύτιση του κ. Πισσαρίδη με τον νεοφιλελευθερισμό, δεν ήταν εντελώς αβάσιμη η στάση του. Βέβαια, η απάντηση που θα του έδινα, αν ο προεδρεύων μού έδινε τον λόγο, θα ήταν: «Δίκιο έχετε κ Μητσοτάκη, η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι κάτι πολύ χειρότερο από απλά μια νεοφιλελεύθερη παρέα».

 

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Κρίνοντας από το ακαδημαϊκό του έργο, ο Κρις Πισσαρίδης, τουλάχιστον από το 1980, απέρριπτε τόσο την νεοφιλελεύθερη θέση περί αγορών εργασίας όσο και την παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική πρακτική – δηλαδή τις κρατικές παρεμβάσεις που περιόριζαν το δικαίωμα του εργοδότη να απολύει, να επιλέγει μισθούς, να ορίζει μονομερώς τις συνθήκες εργασίας κλπ. Εν πολλοίς, θεωρούσε ότι οι κρατικές παρεμβάσεις υπέρ των εργαζόμενων είναι λιγότερο αποτελεσματικές όταν βασίζονται σε άκαμπτους περιορισμούς που θέτει το σοσιαλδημοκρατικό κράτος στις επιλογές του εργοδότη για να προστατεύσει τον εργαζόμενο.

 

Η λέξη-κλειδί για την κατανόηση της σχολής σκέψης στην οποία έτεινε ο Κρίς Πισσαρίδης είναι το flexi-curity – ο υβριδικός νεολογισμός που συνδυάζει τις λέξεις flexibility (ελαστικότητα) και security (ασφάλεια-προστασία). Με πρώτη διδάξασα τη Δανία, και κατόπιν τη Σουηδία, η σκανδιναβική έκδοση της σοσιαλδημοκρατίας, το flexi-curity ή η ελαστική-προστασία, εμπνεόταν από το εξής σκεπτικό: Η καπιταλιστική αγορά εργασίας είναι αναποτελεσματική και παράγει ανεργία, ανισότητες, μόνιμες ανισορροπίες. Όμως, αν θέλουμε να εξασφαλίσουμε υψηλότερο μισθό και μικρότερη ανασφάλεια για τον εργαζόμενο, υπάρχει κι άλλος τρόπος από την νομοθέτηση ελάχιστου μισθού ή από τον περιορισμό του δικαιώματος του εργοδότη να απολύει. Ποιος τρόπος; Η εξασφάλιση υψηλού επιδόματος ανεργίας και πολύ καλών συνθηκών διαβίωσης, αλλά και ευκαιρίες ουσιαστικής μόρφωσης/μετεκπαίδευσης, σε εργαζόμενους που είτε απολύθηκαν είτε παραιτήθηκαν.

 

Πράγματι, όσο πιο υψηλό το εγγυημένο εισόδημα του εργαζόμενου – κάτι που αποφασίζει το κράτος μόνο του, χωρίς να πρέπει να το διαπραγματευτεί με τους εργοδότες  – τόσο πιο υψηλό μισθό πρέπει να προσφέρει εθελοντικά ο εργοδότης για να βρει άνθρωπο να δουλέψει για αυτόν και τόσο πιο ασφαλής νιώθει ο εργαζόμενος ότι θα έχει μια αξιοπρεπή ζωή βρέξει-χιονίσει. Αυτή η κρατική εξασφάλιση των εργαζόμενων αυξάνει σημαντικά τη διαπραγματευτική τους δύναμη απέναντι στους εργοδότες τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

 

Έτσι, και η πίτα ολάκερη και ο σκύλος χορτάτος: Και πλήρης ελαστικότητα, με τον εργοδότη να έχει πλήρη έλεγχο της επιχείρησής του (καθώς δίνει ό,τι μισθό θέλει και απολύει όποιον θέλει όποτε του καπνίσει), και πλήρης προστασία-εξασφάλιση του εργαζόμενου. Αυτό είναι, περιληπτικά, το μοντέλο στο οποίο έτεινε ο Κρις Πισσαρίδης και το οποίο μελέτησε θεωρητικά στο ακαδημαϊκό του έργο.

 

Το ότι όσον αφορά την προστασία των εργαζόμενων τα δύο σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα, το παραδοσιακό και ο σκανδιναβικός συγκερασμός ελαστικότητας-προστασίας, είναι θεωρητικά ισοδύναμα δεν υπάρχει αμφιβολία. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι το σκανδιναβικό μοντέλο κοστίζει στο κράτος πολύ περισσότερα από το παραδοσιακό αλλά, παράλληλα, υπόσχεται υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (από την οποία θα πληρώνονται, θεωρητικά, οι μεγαλύτεροι φόροι που απαιτούνται για τη χρηματοδότησή του).

 

Πέραν της θεωρίας, στην πράξη το μόνο που απαιτείται για να μετατραπεί σταδιακά το σκανδιναβικό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο (που ενστερνίστηκε πριν πολλά χρόνια ο Κρις Πισσαρίδης) σε φύλλο συκής που συγκαλύπτει την μετάβαση σε νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση είναι η σταδιακή υποχρηματοδότηση του σκέλους στήριξης των εργαζόμενων – την ώρα που το κράτος συνεχίζει να εγγυάται την «ευελιξία» των εργοδοτών. Αυτή η «μεταμόρφωση», πριν έρθει στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε στη Γερμανία.

 

Από την Σκανδιναβία στη Μνημονιακή Ελλάδα μέσω Βερολίνου

 

Τα πρώτα χρόνια εφαρμογής του σκανδιναβικού μοντέλου, που εντυπωσίασε τον Κρις Πισσαρίδη, στέφθηκαν με επιτυχία. Σε χώρες όπως η Δανία, επιχειρήσεις και εργαζόμενοι ωφελήθηκαν παράλληλα. Όμως, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα πράγματα άλλαξαν. Βασικός παράγοντας ήταν η δήθεν υιοθέτηση του σκανδιναβικού μοντέλου στη Γερμανία από την κυβέρνηση Schroeder. Λέω δήθεν επειδή υιοθετήθηκε μεν η ελαστικότητα αλλά όχι κι η προστασία – καθώς, αντίθετα με την περίπτωση της Δανίας, η υποστήριξη των εισοδημάτων των εργαζόμενων υποβαθμίστηκε, μπήκαν χρονικοί περιορισμοί στη διάρκεια της στήριξης, και κόπηκαν εντελώς σε εργαζόμενους που παραιτούντο λόγω χειροτέρευσης των συνθηκών δουλειάς ή και μείωσης (εκ μέρους του εργοδότη) των ωρών απασχόλησης (π.χ. υποχρεωτική μετατροπή πλήρους σε μερική απασχόληση).

 

Σιγά-σιγά, η κυβέρνηση του SPD εφάρμοζε το σχέδιο του τότε Διευθύνοντα Συμβούλου της Volkswagen, και εμπνευστή των λεγόμενων μεταρρυθμίσεων Hartz IV. Πολύ γρήγορα, από το αρχικό μοντέλο flexi-curity έμεινε μόνο το… flexi! Έτσι ένα μοντέλο το οποίο ξεκίνησε ως εναλλακτική τόσο στο παραδοσιακό σοσιαλδημοκρατικό όσο και στην νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση άρχισε να πλησιάζει όλο και περισσότερο την τελευταία.

 

Με κάθε υποχώρηση του σκέλους της στήριξης της εργασίας, δεδομένου ότι το άλλο σκέλος ήταν το δικαίωμα του εργοδότη να πράττει κατά το δοκούν, η γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου ήταν τεράστιο δώρο στο γερμανικό κεφάλαιο και έπαιξε καίριο ρόλο στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της γερμανικής οικονομίας εις βάρος της υπόλοιπης ευρωζώνης. Υπό αυτή μάλιστα έννοια, εκείνες οι μεταρρυθμίσεις ενίσχυσαν τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που οδήγησαν στην Κρίση του Ευρώ το 2010, με πρώτο θύμα την Ελλάδα. Κι όταν κατέφθασε, ως αποτέλεσμα, η τρόικα στην Αθήνα, στις αποσκευές της έφερε την γερμανική έκδοση του σκανδιναβικού μοντέλου, σε χυδαιότερη έκδοση βέβαια.

 

Θυμάστε πως η τρόικα, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της σε ελληνικό έδαφος παραβίασε την βασικότερη αρχή του νεοφιλελευθερισμού (ότι σε καμία περίπτωση δεν επιτρέπεται η διάσωση επιχειρήσεων – των τραπεζών εν προκειμένω – με χρήματα των φορολογούμενων) ώστε να επιβάλει κατ’ εξοχήν νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Μνημονιακή Ελλάδα;

 

Θυμάστε ότι κάπως έτσι επέβαλε τη νεοφιλελεύθερη Άγρια Εργασιακή Δύση κρυπτόμενη πίσω από την βασική αρχή του σκανδιναβικού αντι-νεοφιλελεύθερου μοντέλου: το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα;

 

Το μόνο που χρειαζόταν η τρόικα να κάνει για να κρύψει την κατάργηση της προστασίας των εργαζόμενων ήταν να θέσει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, ως φύλο συκής, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.

 

Η επιστημονική ανεντιμότητα, και οι αντιρρήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, μεγαλύτερες απειλές από τον νεοφιλελευθερισμό του κ. Πισσαρίδη

 

Δέκα χρόνια μετά την έλευση της τρόικας, η τρόικα εξωτερικού και εσωτερικού χρησιμοποιεί την Επιτροπή Πισσαρίδη για να εμπεδώσει πλήρως εκείνες τις πρώτες της προσπάθειες λεηλασίας της μισθωτής εργασίας, του κράτους, της μικρομεσαίας περιουσίας και, εν γένει, ό,τι πρόσοδο δεν είχε καταφέρει ακόμα να αποσπάσει η αρπακτική ολιγαρχία.

 

Σε αυτή της την προσπάθεια βρίσκει σύμμαχο τον ΣΥΡΙΖΑ ή, πιο συγκεκριμένα, την μορφή αντιπολίτευσης που επιλέγει να κάνει στην Επιτροπή Πισσαρίδη ο ΣΥΡΙΖΑ.  Δύο παραδείγματα του πώς ο τρόπος του επιλέγει ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθεί στην Επιτροπή Πισσαρίδη καταλήγει να βοηθά το έργο της:

 

Παράδειγμα 1ον – Το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ περί απεγκλωβισμού από τρόικα και Μνημόνια: Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος γιορτάζει το τέλος των Μνημονίων και την επιστροφή στη κανονικότητα, οι της Επιτροπής Πισσαρίδη νιώθουν άνετα να μιλούν για το επόμενο βήμα, περί  σχεδίου για την ανάπτυξη της χώρας –  λες και κάτι τέτοιο είναι δυνατόν εντός του 4ου Μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ και του 5ου που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη!

 

Παράδειγμα 2ον – Η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη για μείωση του μη μισθολογικού εργασιακού κόστους είναι νεοφιλελεύθερη: Είναι αστείο το θέαμα της αντιπαράθεσης ΣΥΡΙΖΑ από την μία και Μητσοτάκη-Πισσαρίδη από την άλλη για το ύψος του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, δηλαδή των υψηλών εισφορών που πρέπει να πληρώνουν οι εργοδότες για την ασφάλιση των μισθωτών. Οι δύο μονομάχοι μιλούν λες και το θέμα είναι, όπως θα ήταν σε μια κανονική χώρα, κατά πόσον πρέπει να συνεισφέρουν οι εργοδότες στις συντάξεις και τα επιδόματα ανεργίας των εργαζόμενων. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως νέο ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 2000, φωνάζει ότι δεν πρέπει να μειωθούν οι εργοδοτικές εισφορές για να στηριχθεί το κράτος πρόνοιας. Η ΝΔ ωρύεται ότι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας, που ανέβηκε πολύ από το 3ο Μνημόνιο, πνίγει τις επιχειρήσεις. Πού το αστείο; Και οι δύο μιλούν αγνοώντας τον Ελέφαντα στο Δωμάτιο. Ποιος είναι ο Ελέφαντας; Το δεδομένο πως τα ασφαλιστικά ταμεία τα πτώχευσε η τρόικα με το PSI  το 2012 και πως οι τεράστιες ασφαλιστικές εισφορές που επέβαλε η τρόικα, μέσω κυβέρνησης Tσίπρα, στους μικρομεσαίους το 2015 δεν χρηματοδοτούν συντάξεις και επιδόματα αλλά επιστρέφουν στην τρόικα και τους δανειστές ανακυκλώνοντας τόσο τη χρεοκοπία των ασφαλιστικών ταμείων όσο και κράτους-επιχειρήσεων-εργαζόμενων.

 

Περιληπτικά, η Επιτροπή Πισσαρίδη από τη μια και ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη επιδίδονται σε μια αντιπαράθεση νεοφιλελεύθερων-προοδευτικών που ίσως είχε ενδιαφέρον το 2002 αλλά που είναι παντελώς εκτός τόπου και χρόνου σήμερα στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».

 

Εστιάζοντας στο προσωπικό που αποτελεί την Επιτροπή Πισσαρίδη, παρατηρούμε ότι αποτελείται από ολόκληρο το προσωπικό που την τελευταία δεκαετία επιστρατεύτηκε στην επιχείρηση διάσωσης του ολιγαρχικού καθεστώτος το οποίο πρωτοστήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990, επί Σημιτικού ΠΑΣΟΚ, πάνω στο μη βιώσιμο χρέος. Κρίνοντας μάλιστα από τα κείμενά τους, φαίνονται αποφασισμένοι να ολοκληρώσουν εκείνο το έργο. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω σε ποιο βαθμό ο ίδιος ο Κρις Πισσαρίδης κατανοεί τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύονται τις περγαμηνές και το όνομά του. Βέβαια, αυτό δεν έχει καμία, γενικότερη, σημασία. Αυτό που μετρά είναι το αποτέλεσμα.

 

Όταν με ρωτούν, λοιπόν, ποιο είναι το κύριο πρόβλημα με την Έκθεση Πισσαρίδη, απαντώ πως δεν είναι ούτε ότι στερείται αντικειμενικότητας ούτε ότι υποκινείται από «νεοφιλελεύθερες» δοξασίες, όπως κατηγορείται από κύκλους του ΣΥΡΙΖΑ. Το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο: Στερείται επιστημονικής εντιμότητας! 

 

Εντυπωσιακό παράδειγμα η ευκολία με την οποία η Έκθεση αναπαράγει ως στατιστική αλήθεια δύο κυβερνητικά ψεύδη: Το ψέμα ότι το 2014 η Ύφεση έδωσε τη θέση της στην Ανάκαμψη (το 2014 το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 1.998 εκ ευρώ σε σχέση με το 2013) και το ψέμα ότι η οικονομία ανέκαμπτε προ πανδημίας.

 

Η Επιτροπή Πισσαρίδη θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι, αν ο κ. Σαμαράς είχε κερδίσει τις εκλογές του 2015, το ΑΕΠ θα ανερχόταν αντί να μειωθεί κι άλλο. Ή ότι, χωρίς την πανδημία, η οικονομία θα αναπτυσσόταν στα τέλη του 2020. Τότε θα είχε ενδιαφέρον μια επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους. Όταν, όμως, ομάδα εκλεκτών οικονομολόγων υιοθετούν τα ψεύδη της Νέας Δημοκρατίας για το τι συνέβη το 2014, τότε η γόνιμη επιστημονική αντιπαράθεση μαζί τους είναι αδύνατη. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέγει να μην πει τίποτα για αυτό είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό.

 

Συμπέρασμα: Η Επιτροπή Πισσαρίδη ως θείον δώρον για ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ

 

Εν κατακλείδι, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Δημοκρατία πασχίζουν από κοινού η συζήτηση για την οικονομία να γίνεται λες και είμαστε μια κανονική χώρα όπου τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν την πολυτέλεια να αντιπαρατίθενται στο δίπολο, ουσιαστικά, νεοφιλελευθερισμού-σοσιαλδημοκρατίας. Η Επιτροπή Πισσαρίδη είναι, λοιπόν, εξαιρετικά χρήσιμη εξ ίσου στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία καθώς τους δίνει τη δυνατότητα από κοινού να αποπροσανατολίζουν τον δημόσιο διάλογο αποκρύπτοντας τη ζοφερή πραγματικότητα του να ζει κανείς στην «Χρεοδουλοπαροικία η Ελλάς».

 

Το ΜέΡΑ25, έχοντας καταδείξει την πραγματική ωφέλεια του Μνημονιακού Τόξου από τις εργασίες της Επιτροπής Πισσαρίδη, αλλά και τις ρίζες της στον εκφυλισμό της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, προχώρησε έγκαιρα τόσο στην αποδόμηση της «Επιτελικής Σύνοψης» της Έκθεσης όσο και στην κατάθεση εναλλακτικής πρότασης για την ουσιαστική ανάκαμψη της χώρας, που βέβαια προ-απαιτεί την ρήξη με την τρόικα και τις θεσμικές της εκφάνσεις τόσο εντός όσο και εκτός των τειχών.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1ο: ΤΟ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ» ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ ΤΟΥ 5ου ΜΝΗΜΟΝΙΟΥ

 

Το ΜέΡΑ25 σχολιάζει παράγραφο-προς-παράγραφο την ενδιάμεση Έκθεση της Ομάδας Πισσαρίδη «για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας».

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2ο: Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜέΡΑ25

 

Για την πρόταση Κρατικού Προϋπολογισμού 2021 και Θεσμικών Τομών του ΜέΡΑ25 πατήστε εδώ.

 

Το Όραμα του ΜέΡΑ25 για την Ελλάδα του 2025 διατίθεται εδώ.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3ο: ΜΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΡΙΣ ΠΙΣΣΑΡΙΔΗ

 

Για μια προσωπική αποτίμηση της επιστημονικής δουλειάς που το 2010 απέφερε το Νόμπελ Οικονομικών στους Peter Diamond, Dale Mortenson και Κρίς Πισσαρίδη, βλ. το άρθρο μου της 19ης Οκτωβρίου 2010 στο protagon.gr με τίτλο «Το Νόμπελ της Ντροπής»