Η Έκθεση Πισσαρίδη παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον για μια σειρά από λόγους, πρακτικούς και θεωρητικούς. Πρακτικούς, διότι αποτελεί ένα εγχειρίδιο “μεταρρυθμίσεων” που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήδη εφαρμόζει στην ελληνική κοινωνία, με σκοπό να τους παράσχει επιστημονική νομιμοποίηση. Θεωρητικούς, διότι το κύρος του προσώπου που δίνει το όνομά του στην Έκθεση, και η ρητορική που το συνοδεύει από τα κυβερνητικά στελέχη που το επικαλούνται, δίνουν την εικόνα μιας πρότασης υπεράνω κριτικής.

«Αυτή η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα, δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση […] πρέπει να αποτελεί έναν όσο το δυνατόν πιο υπερκομματικό οδηγό για σημαντικές προτεραιότητες στις οποίες πάνω απ’ όλα, πρέπει, να συμφωνήσουμε ως κοινωνία ότι πρέπει να θέσουμε».

 

Κυριάκος Μητσοτάκης

 

 

Η Έκθεση Πισσαρίδη παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον για μια σειρά από λόγους, πρακτικούς και θεωρητικούς. Πρακτικούς, διότι αποτελεί ένα εγχειρίδιο “μεταρρυθμίσεων” που η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήδη εφαρμόζει στην ελληνική κοινωνία, με σκοπό να τους παράσχει επιστημονική νομιμοποίηση. Θεωρητικούς, διότι το κύρος του προσώπου που δίνει το όνομά του στην Έκθεση, και η ρητορική που το συνοδεύει από τα κυβερνητικά στελέχη που το επικαλούνται, δίνουν την εικόνα μιας πρότασης υπεράνω κριτικής. Αυτό υπονοεί η στερεότυπη φράση “Τσιόδρας της οικονομίας” με την οποία ο φιλοκυβερνητικός Τύπος αναφέρεται στον νομπελίστα οικονομολόγο, αλλά αυτό προκύπτει και από τον ουδέτερο τόνο, τόνο ιατρικής ανακοίνωσης, αν επιμείνουμε λίγο στην ιατρική αλληγορία, με τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίασε την Έκθεση,  μιλώντας για μια επεξεργασία που (θα πρέπει να) βρίσκεται εκτός κομματικής αντιπαράθεσης. Να σημειώσουμε εδώ ότι η υποκατάσταση του επιθέτου “πολιτική αντιπαράθεση” από το επίθετο “κομματική αντιπαράθεση” υπονοεί ότι μόνο μικροκομματικές σκοπιμότητες και εκλογικά οφέλη μπορεί να σύρουν αυτή την επιστημονική έκθεση στον στίβο της πολιτικής διαφωνίας.

 

Χωρίς να παραστρατήσουμε μιλώντας για τη διαχείριση της πανδημίας, η σύγκριση με τον Σωτήρη Τσιόδρα προδίδει έναν παλαιό, μύχιο πόθο της κυβέρνησης (και όχι μόνο): μια πολιτική που θα εφαρμόζεται με την πειθαρχία που πρέπει να δείχνει ο ασθενής στον γιατρό του, αν θέλει να γίνει καλά. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στον διαβόητο “γύψο” της επταετίας για να αντιληφθούμε ότι η επιθυμία να κρατηθούν αυτές οι προτάσεις εκτός πολιτικής αντιπαράθεσης είναι εύλογη μεν, δόλϊα δε. Διότι, όπως δείχνουν οι συμμετέχοντες με τα κείμενά τους στο αφιέρωμα στο ThePressProject, οι προτάσεις της Επιτροπής αγγίζουν τον πυρήνα της πολιτικής διαμάχης για τη μοίρα των εργαζόμενων. Δεν διακυβεύεται λοιπόν μόνο το επιστημολογικό καθεστώς του οικονομικού λόγου και η επίκληση στην αυθεντία, αλλά η ίδια η προστασία της εργασίας.

 

Η φράση του Ρανσιέρ ότι δημοκρατία είναι η αντίσταση στην τάση κάθε κράτους να καταλάβει τη δημόσια σφαίρα και να την αποπολιτικοποιήσει, να ικανοποιήσει τον ψυχαναγκασμό του να απαλλαγεί από τον λαό και την πολιτική, περιγράφει τον διακαή πόθο των ελίτ να κυβερνούν χωρίς ενοχλήσεις από τον λαό.

 

Ειδικά στο πεδίο της οικονομίας, αυτή η διαμάχη γίνεται ακόμη πιο ισχυρή, διότι η επιστημονικότητα των οικονομικών προβλέψεων είναι ένα πεδίο απολύτως αμφιλεγόμενο, αλλά κανείς δεν πτοείται από τις αλλεπάλληλες αστοχίες. Οι οικονομικές προτάσεις εξακολουθούν να φτιάχνουν έναν φράχτη πολυπλοκότητας που τις καθιστά απροσπέλαστες για τον μη ειδικό και απρόσβλητες στην απλή διαδικασία της επαλήθευσης από τα πράγματα. Στα κείμενα που δημοσιεύονται δίνονται παραδείγματα λαθών και λαθροχειριών (π.χ. ανάπτυξη πριν την πανδημία, βιωσιμότητα ασφαλιστικού συστήματος), αλλά ίσως αυτό είναι το λιγότερο. Λάθη κάνει όποιος γράφει, συνεπώς θα μπορούσαν τα λάθη να είναι το πεδίο μιας επιστημονικής αντιπαράθεσης, όπου οι διορθώσεις βελτιώνουν το αποτέλεσμα. Φευ, όμως, δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Η επιστημονίζουσα οικονομία διεκδικεί το δικαίωμα να εκφέρει άποψη η οποία δεν θα σέρνεται στο πεδίο της ταπεινής πολιτικής αντιπαράθεσης με τον χυδαίο όχλο: θα υπαγορεύει τις αρχές της, σαν αυστηρός πατέρας. Και αυτό, μάλιστα, ανεξαρτήτως των αποτυχιών του παρελθόντος, ανεξαρτήτως της ίδιας της αστοχίας ως προς την πρόβλεψη της κρίσης του 2008. Όπως παρατηρούσε ο Τσουκαλάς, «η εμβέλεια του μονοδιάστατου οικονομιστικού παραδείγματος όχι μόνο δεν κλονίστηκε, αλλά αντιθέτως ενισχύθηκε» μετά την κρίση. Η ηθική διάσταση του οικονομικού προβλήματος εξοβελίζεται στη σφαίρα του εξειδικευμένου πεδίου της ηθικής φιλοσοφίας, και οι οικονομολόγοι σκαρφαλώνουν στα υψίπεδα πολύπλοκων οικονομικών μοντέλων που αποδεικνύουν υπεράνω πάσης αμφιβολίας ότι χρειαζόμαστε ακόμη μεγαλύτερη απορρύθμιση και υποχώρηση της προστασίας της εργασίας. Μια μορφή “ευελφάλειας” που ρέπει δραματικά προς την ευελιξία, εις βάρος της ασφάλειας. Και, αν βεβαίως έχουμε κάτι να περιμένουμε για τη βελτίωση της θέσης των χειμαζομένων τάξεων, αυτό δεν θα γίνει με τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, για την οποία δεν υπάρχει λέξη.

 

Στις επεξεργασίες που δημοσιεύουμε σήμερα φαίνονται τα σημεία στα οποία η Έκθεση Πισσαρίδη ως οδηγός οικονομικής πολιτικής θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την οικονομική θέση των αδυνάτων, με στόχο μια ανάπτυξη που θα περάσει πάνω από την περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας με συνακόλουθη μείωση εισοδημάτων για τους εργαζόμενους (“προσωρινά”, μας καθησυχάζει η Έκθεση) και τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις υποδομών και υπηρεσιών. Και είναι βεβαίως αξιοσημείωτο ότι αυτοί οι δύο πυλώνες, δημόσια αγαθά και προστασία της εργασίας, είναι τα απολύτως χειροπιαστά επίδικα στα οποία καταλήγει κάθε συζήτηση στην πολιτική οικονομία.

 

Αυτό που καλείται να κάνει η πρόσκληση σε μια συζήτηση για το Σχέδιο Πισσαρίδη είναι να θέσει τους ισχυρισμούς του στη βάσανο της πολιτικής και οικονομικής αντιπαράθεσης, με την προσοχή που αρμόζει σε μια πρόταση για την οποία έχουν εργαστεί ικανοί οικονομολόγοι. Παράλληλα, θα επαφίεται πια στον κόσμο της εργασίας να μετατρέψει αυτή την κριτική σε πολιτική πράξη, που θα προστατεύει το μέλλον του ή θα το παραδίδει στα χέρια των ισχυρών.

 

Υ.Γ.: Επιδιώξαμε να εξασφαλίσουμε τη συμμετοχή και μελών της Επιτροπής στο αφιέρωμα, αλλά δεν στάθηκε δυνατό.