Είναι δυνατή μια επιστροφή στην προ Trump κατάσταση μετά την εκλογή του Joseph Biden; Αν και ο νέος 46ος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών θα επιχειρήσει να φέρει τη χώρα του πίσω στη θέση μιας επεμβατικής ηγέτιδας των φιλελεύθερων αξιών του Δυτικού κόσμου, με τη φαντασίωση να ζήσουμε μια «τρίτη τετραετία» Ομπάμα, το κενό που έχει μεσολαβήσει έχει οδηγήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση σε μία εμπεδωμένη ανεξαρτησία, η οποία έχει έναν σημαντικό υποκείμενο λόγο ύπαρξης: Τις ανάγκες της Γερμανίας για ενέργεια, αλλά και για διατήρηση του εμπορικού της πλεονάσματος, που μοιραία θα την κάνουν να στρέφεται και προς τις δυνάμεις της Ευρασίας.
Τα κύρια πεδία τριβών είναι εν προκειμένω κυρίως αφενός ο αγωγός Nord Stream 2, που επανεπικαιροποιεί τη ρωσο-γερμανική γειτνίαση, και αφετέρου οι αμοιβαίες επενδυτικές διανοίξεις μεταξύ Γερμανίας και Κίνας, όπως λ.χ. με το άνοιγμα της Κίνας στην Deutsche Telekom και της Γερμανίας στη China Mobile. Στο μεταξύ η πολιτική αφύπνιση και υποκειμενοποίηση των αμερικανικών εργατικών στρωμάτων που έχουν πληγεί ήδη από τις πολιτικές του Bill Clinton, όπως η N.A.F.T.A. (North American Free Trade Agreement) και η είσοδος της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στην κρίσιμη δεκαετία του 1990, σημαίνει ότι θα έχουμε πιθανόν και στο μέλλον έναν «τραμπισμό χωρίς Trump», που θα προκαλεί μία διηνεκή πόλωση στο εσωτερικό της Αμερικής με αποτέλεσμα να μη μπορεί αυτή να αποτελέσει μια αξιόπιστη ενωμένη ηγέτιδα δύναμη, όπως στο παρελθόν.
Ρωσία και Τουρκία: Δύο συμβιωτικοί αντίπαλοι κατά την τετραετία Trump
Ένα από τα κύρια αξιοπερίεργα που προκάλεσε η σχετική απόσυρση των Η.Π.Α. από τον επεμβατισμό στη Μέση Ανατολή (πάντα σε σύγκριση με την προ του 2016 εποχή και όχι απολύτως) είναι η ταυτόχρονη και οικονομική αλληλεξάρτηση και δι’ αντιπροσώπων πολεμική αναμέτρηση Ρωσίας και Τουρκίας σε τρία διαφορετικά θέατρα του πολέμου: Συρία, Λιβύη και Ναγκόρνο Καραμπάχ. Oι δύο χώρες συνεργάζονται στενά κυρίως στον τομέα του φυσικού αερίου και της πυρηνικής ενέργειας: Στον αγωγό Blue Stream που προμηθεύει την Τουρκία με ρωσικό φυσικό αέριο από το 2003 έρχεται να προστεθεί ο Turk Stream το 2016 ακριβώς όταν οι δύο χώρες συμφιλιώθηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του Recep Tayyip Erdoğan τον Ιούλιο του 2016, κατά το οποίο η Ρωσία στήριξε τον απειλούμενο Τούρκο Πρόεδρο. Υπενθυμίζεται ότι το προηγούμενο σχέδιο είχε εγκαταλειφθεί μετά την κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi Su-24 στη Συρία, όταν οι σχέσεις των δύο χωρών είχαν φτάσει στο ναδίρ. Η εμπέδωση του Erdoğan στην εξουσία το θέρος του 2016 σε συνδυασμό και με την εκλογή του Donald Trump τον Νοέμβριο του ίδιου έτους σηματοδότησαν μία νέα εμβάθυνση των σχέσεων των δύο χωρών, η οποία βασίζεται αφενός στη στενή οικονομική συνεργασία, συμπεριλαμβανομένων και του πυρηνικού και στρατιωτικού συμπλέγματος και αφετέρου σε μία οιονεί πολιτειακή entente cordiale, για το πώς θα μπορούσε να δράσει μία μιλιταριστική μη φιλελεύθερη περιφερειακή δύναμη στον νέο πολυπολικό κόσμο. Ως προς τo πυρηνικό και στρατιωτικό σύμπλεγμα, υπενθυμίζεται ότι η ρωσική εταιρεία Rosatom κατασκευάζει το πρώτο πυρηνικό εργοστάσιο της Τουρκίας στο Ακκούγιου για 25 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ από το 2017 η Τουρκία διαθέτει ρωσικούς πυραύλους S-400 στην αντιαεροπορική της άμυνα. Η γενική εικόνα μιας στενότατης οικονομικής συνεργασίας συμπληρώνεται από πλήθος συμφωνιών στη γεωργία και τον τουρισμό. Ως προς την ιδεολογική συγγένεια, οι δύο χώρες μοιάζουν σαν να επιθυμούν ως περιφερειακές δυνάμεις μια μεταμοντέρνα ανασύσταση του πολυπολικού κόσμου που υπήρχε πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διεκδικώντας αντίστοιχα έναν «ρωσικό» και έναν «τουρκικό κόσμο» επιρροής. Και ενώ για τη Ρωσία είναι σχετικά ευδιάκριτο ότι ο «ρωσικός κόσμος» της αφορά κατ’ αρχήν τη Μικρά Ρωσία (Ουκρανία) και Λευκορωσία και κατ’ επέκταση τον χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και της τσαρικής Ρωσίας, η Τουρκία πειραματίζεται με πολλά διαφορετικά μοντέλα, ήτοι τόσο το νεο-Οθωμανικό με το οποίο ανοίγεται στην ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, όσο και το παντουρκικό το οποίο αφορά εθνότητες από την επαρχία Xinjiang της Κίνας και τις πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας μέχρι το Αζερμπαϊτζάν στον Καύκασο. Ταυτοχρόνως, διεκδικεί και την προστασία του Μουσουλμανικού κόσμου δίκην επικαιροποίησης του σουλτανάτου ή και του χαλιφάτου.
Ο τζόγος του Erdoğan με τουλάχιστον τρία διαφορετικά ιδεολογικά μοντέλα (δίπλα στα οποία ασφαλώς πάντα παραμένει και το τέταρτο, ήτοι το υστερο-οθωμανικό / κεμαλικό της δυτικής δύναμης που χρησιμοποιείται ως ανάσχεση των Ρώσων μετά τον πόλεμο της Κριμαίας 1853-1856 και τη Ρωσική Επανάσταση του 1917), που κατ’ ανάγκην εκθέτουν τη χώρα του σε πλειάδα πολεμικών μετώπων, έχει οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου Ρωσία και Τουρκία προβαίνουν σε έναν ιδεολογικό αλληλοκατοπτρισμό, ο οποίος ενίοτε αποβαίνει και σε γεωπολιτικές ententes, την ίδια ακριβώς στιγμή που αλληλοσπαράσσονται στα πολεμικά θέατρα. Υπάρχει βεβαίως μια διαφορά, θα λέγαμε, διπλωματικού ήθους. Το μεν καθεστώς Erdoğan εμφανίζει ένα ήθος τζογαδόρου και ταραχοποιού υπονομευτή (disruptive): Αφενός σπεύδει να ανοίγει πολλά διαφορετικά μέτωπα με άμυνα δι’ επιθέσεων προς τα εμπρός, στα οποία εκμεταλλεύεται άλλοτε το οθωμανικό παρελθόν (Συρία, Λιβύη, Βαλκάνια) και άλλοτε και το τουρκικό (Αζερμπαϊτζάν), εργαλειοποιώντας και τον χαρακτήρα προστάτη των Μουσουλμάνων λ.χ. στο Παλαιστινιακό ζήτημα, ενώ ταυτοχρόνως υπόρρητα κραδαίνει και το γεγονός ότι πρόκειται για μια χώρα κομβική για να παίξει τον ρόλο αυτού που θα μεταφέρει τις πολεμικές συγκρούσεις όλο και πιο κοντά στη μαλακή γαστέρα της Ρωσίας, ήτοι από τη Λιβύη και τη Ρωσία προς τον Καύκασο, κάτι που εξυπηρετεί και τα δυτικά συμφέροντα περικύκλωσης της Ρωσίας. Αφετέρου στο θέατρο του Ναγκόρνο Καραμπάχ χρησιμοποίησε κατά κόρον drones στις πολεμικές αναμετρήσεις, επενδύοντας σε μία ανορθόδοξη μορφή πολέμου, που πλέον χρησιμοποιούν όχι μόνο οι δυνατοί, αλλά και οι συγκριτικά αδύναμοι. Αντιθέτως, το διπλωματικό ήθος της ρωσικής άρκτου παραπέμπει περισσότερο σε βραδείες αρχικά κινήσεις με τελικό σκοπό την οικονόμηση των καταστάσεων. Τα τελευταία έτη οι Ρώσοι δεν συνηθίζουν να υπερασπίζονται έως εσχάτων επίδοξους προστατευόμενούς τους, αλλά πρυτανεύει για αυτούς η λογική της ανάσχεσης μέσω συνεργασίας της Τουρκίας αντί για ευθεία έως εσχάτων πολεμική αναμέτρηση. Είδαμε πολλές φορές πρώην συμμάχους τους να φεύγουν από τη σφαίρα επιρροής τους με ταχύτατα πραξικοπήματα, ενώ οι Ρώσοι συνήθως αποδύονται σε ένα βραδύ αγώνα επανάκτησης της επιρροής τους, διεκδικώντας κυρίως να είναι παρόντες ως διαπραγματευτές και ειρηνευτές στο μέλλον των εμπόλεμων περιοχών.
Στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά και επικινδυνότητα θα είχε ένας έσχατος παρακινδυνευμένος «τζόγος» του Erdoğan με την Ουκρανία. Από το 2018 η Ουκρανία έχει παραγγείλει τουρκικούς drones Bayraktar-TB2, όπως αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν στη Λιβύη, τη Συρία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Μάλιστα το νέο drone Bayraktar Akıncı θα μπορούσε να κατασκευάζεται απευθείας στην Ουκρανία. Σε περίπτωση που αυτά τα drones χρησιμοποιηθούν στο πολεμικό θέατρο του Donbass, θα είχαμε ενδεχομένως και εκεί χρήση της ρωσικής άμυνας έναντί τους, όπως λ.χ. πυραύλους Pantsir και ραντάρ Krasukha-4, όπως έγινε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, κατά μία περαιτέρω επικίνδυνη κλιμάκωση του απρόβλεπτου παιγνίου. Με τον τρόπο αυτό, βεβαίως, οι δύο συμβιωτικώς αντίπαλες δυνάμεις έχουν τη δυνατότητα να δοκιμάζουν τα επιθετικά και αμυντικά όπλα τους σε πραγματικές συνθήκες πολέμου εκτός των συνόρων τους με πολέμους δι’ αντιπροσώπων, ενώ ταυτοχρόνως συνεχίζουν κάλλιστα την οικονομική τους συνεργασία. Πρόκειται, όμως, για «επικίνδυνες σχέσεις» κατά την έκφραση του Choderlos de Laclos, όπου το ρίσκο σοβαρού ατυχήματος αυξάνει όσο μεταβαίνουμε από τη μεσογειακή περιφέρεια προς τις θεωρούμενες ως υπώρειες του «ρωσικού κόσμου». Βεβαίως η Ρωσία δεδομένης της διπλωματικής και οικονομικής απομόνωσής της από τη Δύση δεν μπορεί παρά να θέλει πάση θυσία να έχει την Τουρκία στην οικονομική και διπλωματική της επιρροή, ανεχόμενη τις ‘disruptive’ πρακτικές του Erdoğan, συμπεριλαμβανομένων και των drones, με τους οποίους πλέον μια ασθενέστερη χώρα μπορεί να επικρατεί σε ένα περιορισμένο πολεμικό πεδίο ακόμη και έναντι μιας ισχυρότερης.
Κατά τη λήξη της τετραετίας του Trump που σήμανε μια σχετική απόσυρση από τον επεμβατισμό σε πεδία μαχών, είδαμε μεν και τη σκληρή συνέχεια του αμερικανικού κράτους στην εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α., όπως αυτή εκφράστηκε με την επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία για τους ρωσικούς S-400, μια από τις τελευταίες πράξεις της απελθούσης κυβέρνησης που πιθανόν θα συμφωνεί με την εξωτερική πολιτική Biden. Αντιστρόφως, όμως, είδαμε και μια εντυπωσιακή σπουδή του Erdoğan να παλινωδήσει προληπτικά, επανερχόμενος στο βορειοατλαντικό μαντρί: Ο πόλεμος στο Ναγκόρνο Καραμπάχ ήταν η πρόβα για μια συμφιλίωση με το Ισραήλ και μια νέα εχθρότητα με το Ιράν. Καθώς το Αζερμπαϊτζάν έχει μια πολύ μεγάλη μειονότητα εντός του Ιράν, θεωρείται από το Ισραήλ ως μια ιδανική μελλοντική βάση σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο ανατροπής του ιρανικού καθεστώτος. Μαζί με το γεγονός ότι η Τουρκία θεωρεί τους Αζέρους ως αδελφό προστατευόμενο έθνος, δημιουργούνται οι βάσεις για μια ισχυρή ανανέωση της συμμαχίας με το Ισραήλ και απόσυρσης της Τουρκίας από την τριάδα της Αστάνα (όπου συμμετέχει με Ρωσία και Ιράν). Μένει να δούμε αν επί των ημερών του Biden θα υπερβαθεί ο σκόπελος της τουρκικής υποστήριξης προς την παλαιστινιακή Χαμάς, ώστε να ολοκληρωθεί η ανανέωση της τουρκο-ισραηλινής συμμαχίας, την ίδια στιγμή που ο στρατηγικός εταίρος της Τουρκίας στον Κόλπο, το Κατάρ, συμφιλιώνεται με τη Σαουδική Αραβία. Ο Τούρκος Πρόεδρος μάλιστα φρόντισε κατά την περίοδο των εορτών να ρίξει τους τόνους ακόμη και με τον Γάλλο ομόλογό του.
Διαγράφεται, λοιπόν, ένα άμεσο μέλλον όπου η Τουρκία επανέρχεται στο νατοϊκό σύμπλεγμα συμμαχιών, ακόμη κι αν αυτό σκοντάφτει σε κάποια σημεία, όπως η υποστήριξη στη Χαμάς ή όπως η διάθεση των Αμερικανών να στηριχτούν ξανά στο κουρδικό στοιχείο στη Συρία. Η κυβέρνηση Biden αναμένεται να θέσει υπό την αιγίδα της αυτή τη νέα συμφιλίωση των παραδοσιακών της συμμάχων στη Μέση Ανατολή (Τουρκία, Ισραήλ, Σαουδική Αραβία, αραβικές χώρες του Κόλπου), προκειμένου η αιχμή της να στραφεί προς την Κίνα και το Ιράν (συνεχίζοντας εν προκειμένω την πολιτική του Trump) και τη Ρωσία (δείχνοντας ενδεχομένως μια νέα επεμβατική πυγμή λ.χ. στο θέατρο της Συρίας ή της Ουκρανίας). Στην Ευρώπη, βεβαίως, μένει να φανεί η στάση της Γερμανίας, τα συμφέροντα της οποίας έχουν αποστασιοποιηθεί σαφώς από αυτά των Η.Π.Α. προϊούσης και της επί Trump αποξένωσης. Και μένει να φανεί βεβαίως πώς αυτές οι νέες εξελίξεις θα επηρεάσουν τα ελληνοτουρκικά, καθώς παρά τις φιλελληνικές δηλώσεις Biden η προσέλκυση της Τουρκίας στον παραδοσιακό της ρόλο ενδέχεται να γίνει με αντίτιμο και μια σχετικά συμφέρουσα για αυτήν «επίλυση» των ελληνοτουρκικών διαφορών ή (στο λιγότερο κακό σενάριο) με μία διαρκή αναβολή τους για το μέλλον.