Σαν σήμερα, 5 Δεκεμβίου το 1933 καταργήθηκε μετά από 13 χρόνια ο νόμος για την ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ. Το 1920 επιβλήθηκε η απαγόρευση της παρασκευής, της πώλησης και της διακίνησης αλκοολούχων ποτών με την 18η τροποποίηση του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, η οποία ψηφίστηκε «με 68 % υπερψήφιση στην Βουλή των Αντιπροσώπων και 76 % στη Γερουσία», καθώς και επικύρωση από 46 από τις 48 πολιτείες.

Η ενεργοποίηση της νομοθεσίας, γνωστή ως νόμος Βόλστεντ, έγινε σε ομοσπονδιακό εθνικό επίπεδο και  και καθόρισε τους τύπους αλκοολούχων ποτών που απαγορεύτηκαν. Η χρήση του κρασιού για θρησκευτική χρήση επιτρεπόταν ενώ η ιδιωτική ιδιοκτησία και η κατανάλωση αλκοόλ κατ’οίκον δεν έγιναν παράνομες βάσει του ομοσπονδιακού νόμου. Ωστόσο, οι τοπικοί νόμοι ανά τις πολιτείες ήταν αυστηρότεροι, με ορισμένες πολιτείες να απαγορεύουν και την κατοχή.

Το κίνημα της ποτοαπαγόρευσης είχε ήδη ξεκινήσει από το 19ο αιώνα από θρησκευτικές ομάδες Προτεσταντών. Οι υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης ονομάζονταν «ξηροί» και παρουσίασαν την ποτοαπαγόρευση ως απαραίτητο δημόσιο καλό που θα προστάτευε την ατομική υγεία και τα δημόσια ήθη ενάντια στην κοινωνική αρρώστια του αλκοολισμού και της ενδοοικογενειακής βίας. Μετά το 1900, το κίνημα συντονίστηκε από την Anti-Saloon League σε εθνικό επίπεδο.

Στον αντίποδα, οι  «υγροί» που προέρχονταν από πλούσιες καθολικές και γερμανικές λουθηρανικές κοινότητες και σχετίζονταν με τη βιομηχανία μπύρας προσπαθούσαν να κινητοποιηθούν ενάντια στην ποτοαπαγόρευση. Μετά το 1917 και την είσοδο των ΗΠΑ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εναντίον της Γερμανίας η επιρροή αυτών των ομάδων ελαχιστοποιήθηκε.

Σύμφωνα με κάποιες έρευνες, η κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ μειώθηκε σημαντικά εκείνη την περίοδο. Κατά συνέπεια υποχώρησαν τα ποσοστά κίρρωσης του ήπατος και τα περιστατικά με αλκοολική ψύχωση καθώς μειώθηκε σημαντικά και η βρεφική θνησιμότητα.

Ωστόσο, είναι αμφιλέγομενο κατά πόσο η ποτοαπαγόρευση συνέβαλε θετικά στον περιορισμό της εγκληματικότητας. Λόγω της απαγόρευσης αναπτύχθηκαν κυκλώματα στη μαύρη αγορά και άνθισε το οργανωμένο έγκλημα με συμμορίες να διαθέτουν παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την εποχή πριν την ποτοαπαγόρευση. Η εκτόξευση της παράνομης προσφοράς δεν συνοδευόταν και από υγειονομικά πρωτόκολλα στην παρασκευή και στην απόσταξη αλκοολούχων ποτών και έτσι πολλά νοθεύονταν και ήταν πολύ πιο επιβλαβή για τον ανθρώπινο οργανισμό.

Η ποτοαπαγόρευση προκάλεσε το κλείσιμο εκατοντάδων αποστακτηρίων, ζυθοποιοίων και καταστημάτων ποτών και είχε πολύ αρνητικό αντίκτυπο στην οικονομία της χώρας. Τα φορολογικά έσοδα της χώρας από το αλκοόλ έπεσαν κατακόρυφα και αυτό συνέβη σε μια κρίσιμη επόχη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Η ανεργία είχε αυξηθεί τόσο πολύ που πολλοί έβρισκαν δουλειά στους χώρους του οργανωμένου εγκλημάτος, είτε επρόκειτο για τυχερά παιχνίδια είτε για αλκοολούχα ποτά.

Η αύξηση της εγκληματικότητας και η οικονομική δυσπραγία έκαναν τον Ρούσβελτ να εντάξει την κατάργηση της ποτοαπαγόρευσης στην προεκλογική του καμπάνια. Η λήξη της ποτοαπαγόρευσης σε ομοσπονδιακό επίπεδο έλαβε χώρα στο τέλος του 1933, ωστόσο κάθε πολιτεία είχε ακόμα το δικαιώμα να χειριστεί το ζήτημα κατά το δοκούν εφόσον δεν παραβίαζε το ομοσπονδιακό Σύνταγμα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μισσισσιπί που κατήργησε την ποτοαπαγόρευση το 1966.

Η εμφάνιση των speakeasies μπαρ λόγω της απαγόρευσης

Τα speakeasy ήταν παράνομα καταστήματα για πώληση και κατανάλωση αλκοολούχων ποτών τα οποία έγιναν ανάρπαστα κατά τη δεκαετία της απαγόρευσης και εξαφανίστηκαν με τη λήξη της το 1933. Γινόντουσαν γνωστά και με την κωδική ονομασία “τυφλό γουρούνι” ή “τυφλή τίγρης”. Λέγεται ότι η φράση “speak easy” (=μίλα ήρεμα) προέρχεται ήδη από το 1880 και χρησιμοποιούνταν για τα μπαρ που δεν είχα άδεια πώλησης λικέρ. Κατά τη διάρκεια της ποτοαπαγόρευσης, ο όρος speakeasy χρησιμοποιήθηκε για να υπονοήσει ότι δεν πρέπει κανείς να μιλάει για αυτά τα παράνομα μπαρς και επίσης ότι όσο βρίσκονται οι θαμώνες μέσα σε αυτά τα μπαρς πρέπει να μιλάνε ήσυχα και να μη φωνάζουν για να μην τραβήξουν την προσοχή των αστυνομικών αρχών.

Παρ΄όλο που ήταν παράνομα, έγιναν πολύ δημοφιλή κατά τα χρόνια της απαγόρευσης και πολλά ανήκαν σε ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος. Πολλές φορές η αστυνομία θα έκανε εφόδους και θα συνελάμβανε τα αφεντικά και τους ιδιοκτήτες, αλλά και πάλι τα speakeasy ήταν τόσο κερδοφόρα που συνέχισαν να ανοίγουν το ένα μετά το άλλο.

Σύντομα τα speakeasy έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της αμερικανικής κουλτούρας της περιόδου εκείνης. Διάφορες κοινωνικές αλλαγές συνέβησαν κατά την περίοδο που άνθιζαν τα speakeasies. Η μία έχει να κάνει με την ένταξη. Άνθρωποι από όλες τις φυλές, μαύροι ή άσπροι, θα μαζεύονταν εκεί όλοι μαζί και θα κοινωνικοποιούνταν μεταξύ τους.

Μια άλλη μεταβολή σχετίζεται με τη μεγαλύτερη γυναικεία συμμετοχή. Πολλές επιχειρήσεις θα ξεκινούσαν τα δικά τους speakeasy για να προσελκύσουν περισσότερες γυναίκες προκειμένου να αυξήσουν τα κέρδη τους. Μάλιστα, κάποιες γυναίκες θα έφταναν στο σημείο να ξεκινήσουν τα δικά τους speakeasy, σε μια χρονική περίοδο που μόλις είχαν αποκτήσει το δικαιώμα ψήφου αλλά εξακολουθούσαν να αποκλείονται από τον επαγγελματικό τομέα και να είναι καθηλωμένες στα νοικοκυριά τους. 

Τα speakeasy δε χρειάζεται να είναι μεγάλα για να λειτουργήσουν, “αρκούσαν ένα μπουκάλι και δυο καρέκλες”. Τα speakeasy επανήλθαν πάλι το 2000 όπου και  ξεκίνησε μια νέα μόδα στο χώρο των μπαρς. Συνήθως πρόκειται για μικρά καταστήματα πώλησης αλκοόλ που λειτουργούν νόμιμα αλλά βρίσκονται καταχωνιασμένα σε μικρά σοκάκια ή πολυκατοικιές και έτσι προσφέρουν στους θαμώνες περισσότερη ηρεμία και μια έξοδο από την πολυκοσμία και τον πυρετό του Σαββατόβραδου. Ενώ είναι όλα νόμιμα, δεν είναι απαραίτητα καταχωρημένα στο διαδικτύο, οπότε πρέπει κάποιος να έχει ειδικό πληροφοριοδότη για να τα βρει. Επίσης, σε πολλά από αυτά απαγορεύεται η χρήση κινητού τηλεφώνου, προσομοιώντας έτσι την ατμόσφαιρα της παρανομίας που υπήρχε την περίοδο της ποτοαπαγόρευσης αλλά και ωθώντας τους θαμώνες να μιλήσουν και να γνωριστούν καλύτερα μεταξύ τους μακριά από τις οθόνες των smartphones.