Υποστηρίζω ότι υπάρχει μια πολιτική ηθική που επιβάλλει να ζει κάποιος με τις επιπτώσεις της ψήφου του. Δηλαδή, να αναλαμβάνει την έμπρακτη ευθύνη των επιλογών του. Όμως, όποιος δεν ζει στον τόπο όπου ψηφίζει, δεν υφίσταται εκ των πραγμάτων τις συνέπειες των επιλογών του και είναι άλλοι εκείνοι που καλούνται να τις διαχειριστούν. Κάποιος/α που ζει μόνιμα στις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ευρώπη ή οπουδήποτε αλλού, δεν είναι δυνατόν να ζει με ό,τι συνεπάγεται η ψήφος του στην Ελλάδα. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να επισκέπτεται την Ελλάδα συχνά η περιστασιακά, άλλοτε για λίγο και άλλοτε για πολύ, και μπορεί μερικές νομοθετικές ρυθμίσεις να επηρεάζουν ορισμένες δραστηριότητές του/της. Επίσης, μάλλον έχει οικογένεια και φίλους στην Ελλάδα, ενίοτε και περιουσία. Αρκούν όμως αυτά για να καθορίζει, μέσω της ψήφου του, την πολιτική σκηνή της οποιασδήποτε επόμενης τετραετίας;
Το θέμα της περιουσίας και της οικονομικής δραστηριότητας αναφέρεται πολύ συχνά ως επιχείρημα, κάποιες φορές μάλιστα ως το κυρίαρχο: «αφού έχω περιουσία στην Ελλάδα, πρέπει να μπορώ να αποφασίζω ποιος βάζει φόρους, πόσους, και γιατί». Δε νομίζω ότι είναι αρκετό ούτε και στέρεο αυτό το επιχείρημα. Δηλαδή αν έχω περιουσία στην Ελβετία θα πρέπει να ψηφίζω για την ελβετική κυβέρνηση; Αντίστροφα, αν κάποιος Ελβετός έχει περιουσία στην Ελλάδα, θα πρέπει να μπορεί να ψηφίζει για την ελληνική κυβέρνηση; Δεν είναι τόσο αυτονόητη μια καταφατική απάντηση στις παραπάνω ερωτήσεις! Επιπλέον, μια τέτοια θεώρηση ανάγει το όλο θέμα της διακυβέρνησης σε ένα ζήτημα οικονομικής διαχείρισης ακινήτων, καταθέσεων ή επενδύσεων. Όχι ότι αυτά δεν είναι σημαντικά ζητήματα, που μάλιστα συχνά βαραίνουν πολύ στην άποψη οποιουδήποτε ψηφοφόρου, όμως μια κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για πολύ περισσότερα: παιδεία, υγεία, άμυνα, μεταφορές, δικαστικό και σωφρονιστικό σύστημα, διεθνείς σχέσεις, ενεργειακή και αναπτυξιακή πολιτική, ατομικά και συλλογικά δικαιώματα, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα. Ακόμα βαθύτερα, η φορολογική πολιτική μπορεί να είναι ένα από τα συστατικά μιας οικονομικής διακυβέρνησης, ο αντίκτυπος του οποίου μπορεί να μεγεθύνεται ή να εξισορροπείται από κάποιο άλλο στοιχείο, το οποίο μπορεί να μην αγγίζει τον απόδημο, όπως π.χ. η πολιτική μισθών και συντάξεων, η διαχείριση των τραπεζικών δανείων ή η στήριξη της πρώτης κατοικίας. Επιπλέον, ο ρόλος του ψηφοφόρου δεν μπορεί να καθορίζεται αποκλειστικά από την ιδιότητα του επιχειρηματία ή του ιδιοκτήτη ακινήτου, που ψηφίζει για να αποφασίσει με ποια κυβέρνηση θα γλιτώσει περισσότερους φόρους, ειδικά όταν ο ίδιος δεν ωφελείται από τα δημόσια αγαθά που παρέχονται εξαιτίας αυτών των φόρων. Ακόμη παραπέρα, οφείλει και δικαιούται κανείς να ελέγχει όσους ασκούν εξουσία, είτε τους διάλεξε είτε όχι. Όμως αν δεν είναι παρών και συμμετέχων, δεν μπορεί να ασκεί ουσιαστικό έλεγχο πάνω στις πολιτικές που εφαρμόζονται ανάμεσα σε δυο εκλογικές αναμετρήσεις.
Το επόμενο επιχείρημα είναι πιο προσωπικό και συναισθηματικό: «αφού εκεί ζουν οι δικοί μου, οι άνθρωποι που νοιάζομαι και αγαπώ, θέλω να ψηφίζω, για να διαμορφώνω κι εγώ το περιβάλλον στο οποίο ζουν». Μετά από δώδεκα χρόνια στην Αμερική, το καταλαβαίνω απολύτως αυτό, και συμμερίζομαι την αγωνία να ζουν οι δικοί μου άνθρωποι σε μια χώρα όπως την επιθυμούν. Εδώ όμως ανακύπτει ένα θέμα: σε μια χώρα όπως την επιθυμούν αυτοί ή όπως την επιθυμώ εγώ για λογαριασμό τους; Οι δικές τους επιθυμίες εκφράζονται μέσω της δικής τους ψήφου. Η δική μου ψήφος τι χρειάζεται; Να δρα πολλαπλασιαστικά της δικής τους; Κι αν διαφωνούμε; Η ψήφος μου εκφράζει μόνο τη δική μου θέση, και δεν μπορεί να εκφράσει τη θέση κανενός άλλου, εξ’ ορισμού. Επιπλέον, ας παίξουμε κι εδώ λίγο με την αντιμεταθετική ιδιότητα: εγώ ζω στην Αμερική, θα πρέπει λοιπόν οι δικοί μου να ψηφίζουν για την αμερικανική κυβέρνηση, μιας και οι αποφάσεις της θα επηρεάζουν τη ζωή μου; Ακούγεται λίγο αστείο, νομίζω, αντεστραμμένο κατ’ αυτόν τον τρόπο.
«Μα μπορεί να επιστρέψω μόνιμα στην Ελλάδα κάποια στιγμή», αντιπροτάσσουν κάποιοι, λίγοι, ομολογουμένως. Η απάντηση εδώ είναι εύκολη: όταν επιστρέψεις, θα ψηφίζεις, δεν διαγράφεται κανείς από τα αντίστοιχα μητρώα, ούτε χρειάζεται να το κάνεις προκαταβολικά.
Στην πραγματικότητα, πίσω από όλα αυτά τα επιχειρήματα, νομίζω κρύβεται κάτι άλλο, πιο βαθύ, πιο αληθινό αλλά και πιο αόριστο: η πεποίθηση ότι δικαιούμαι να ψηφίζω για την ελληνική κυβέρνηση, επειδή είμαι Ελληνίδα και επειδή αυτός είναι ο τόπος μου, ο τόπος όπου μεγάλωσα και που ακόμα, και για πάντα, θα τον πονάω. Η ψήφος προσφέρει άλλωστε και μια ψευδαίσθηση ότι βρίσκεται κανείς σε ουσιαστική επαφή με την Ελλάδα. Το ζητούμενο είναι αν αρκεί αυτό το αδιαμφισβήτητο και ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο για να τοποθετηθούμε απέναντι σε ένα πολιτικό ερώτημα: ποιος δικαιούται να ψηφίζει, δηλαδή να συμμετέχει σε αυτό που υποτίθεται ότι αποτελεί την κορυφαία δράση σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία;
Μια προφανής απάντηση είναι ότι δικαιούται να ψηφίζει όποιος είναι πολίτης. Κι εδώ βρίσκεται το πραγματικά ουσιώδες: ποιος είναι, λοιπόν, πολίτης; Κατ’ εμέ, το ερώτημα δεν απαντιέται μόνο με βάση το ποιος έχει ελληνικό διαβατήριο. Το διαβατήριο είναι κατά κάποιον τρόπο μια επιβεβαίωση ταυτότητας, όχι με τη νομική μα με την κοινωνική έννοια της τελευταίας, είναι μια μαρτυρία ότι είναι κάποιος Έλληνας ή Ελληνίδα, είναι η έγγραφη απόδειξη μιας εθνικότητας. Πώς μπορεί όμως να είναι κάποιος πολίτης με την ουσιαστική έννοια του όρου όταν δεν είναι πολιτικό υποκείμενο ή αντικείμενο καμιάς πολιτικής δράσης της συγκεκριμένης κοινωνίας; Με άλλα λόγια, μπορεί να αποστεωθεί η ιδιότητα του πολίτη στην ιδιότητα του ψηφοφόρου; Σε μια κοινωνία όπου ακόμα και για τους μόνιμους κατοίκους της ελληνικής επικράτειας φαίνεται ότι συμβαίνει ακριβώς αυτό, δηλαδή η έννοια του πολίτη έχει υποβαθμιστεί στο να σημαίνει απλώς ψηφοφόρος, το να μένει κανείς αμέτοχος και να καταθέτει μια σκέτη ψήφο κάθε τέσσερα χρόνια δεν ακούγεται εξωφρενικό. Εξάλλου, αυτό κάνουν πολλοί Έλληνες ψηφοφόροι, έτσι κι αλλιώς. Αυτό θέλουμε όμως; Όχι, επιδιώκουμε το ακριβώς αντίθετο! Εξού και οι προσπάθειες πολλών δυνάμεων να ενθαρρύνουν τον κόσμο να συμμετέχει σε συνελεύσεις και δράσεις στο χώρο δουλειάς, στα σχολεία και τις σχολές, τα πανεπιστήμια, τις πλατείες, τις γειτονιές, τις κοινότητες, σε διαδηλώσεις και δημόσιες συζητήσεις, στο δρόμο και στο διαδίκτυο. Για να είναι οι άνθρωποι ενεργοί πολίτες και όχι περιστασιακοί ψηφοφόροι, μπας και εμβαθυνθεί κάποια στιγμή ο δημοκρατικός έλεγχος των θεσμών σε αυτόν τον τόπο.
Μπορεί κάτι τέτοιο να αφορά και τους απόδημους Έλληνες; Ή είναι καταδικασμένοι σε μια μόνιμη, για κάποιους και επώδυνη, απουσία; Δεν είναι απαραίτητο να είναι απόντες οι Έλληνες της διασποράς. Το επιθυμητό θα ήταν να είναι κι εκείνοι ενεργά συμμέτοχοι. Αντί για εκστρατείες που θα τους καλούν να ψηφίζουν, θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν άλλοι τρόποι να βρίσκονται αυτοί οι άνθρωποι σε διαρκή και γόνιμη επαφή με την ελλαδίτικη πραγματικότητα και κοινωνία. Ανάλογα με τη διάθεσή τους, τις γνώσεις, τα βιώματα και την πορεία τους, θα μπορούσαν να υπάρχουν οργανωμένοι τρόποι να τα μοιράζονται όλα αυτά με τους ελλαδίτες συναδέλφους τους. Να συνεργάζονται, να συζητούν, να συμμετέχουν σε κοινές δράσεις και εγχειρήματα, να καταθέτουν οι μεν στους δε τις αντίστοιχες εμπειρίες και τις απόψεις τους. Να στηρίζουν οι απ’έξω τους από μέσα στις διεκδικήσεις τους, να γίνουν η φωνή τους στη διεθνή σκηνή, όταν χρειάζεται.
Μια τέτοια ζωντανή διαδικασία είναι ευθύνη τόσο της οργανωμένης ελληνικής Πολιτείας και των ένδημων Ελλήνων, όσο και των απόδημων και των συλλογικοτήτων τους. Η ανταλλαγή εμπειριών, γνώσεων και ιδεών θα πρέπει να είναι αμφίδρομη και σε μια βάση ισοτιμίας. Όμως πολλοί ‘Ελληνες της διασποράς αντιμετωπίζουν τους ελλαδίτες σαν το φτωχό συγγενή. Σαν να είναι οι από μέσα λιγότερο ικανοί, λιγότερο ενημερωμένοι, κάπως καθυστερημένοι, κάπως υπανάπτυκτοι, σαν να χρειάζονται τα φώτα των απ’ έξω για να εκσυγχρονιστούν επιτέλους, να αναβαθμιστούν, να ξεφύγουν από τη μιζέρια της ψωροκώσταινας. Αυτή η αφ’ υψηλού πατροναριστική αντιμετώπιση «εμείς θα τους δείξουμε πώς γίνεται σωστά η δουλειά γιατί εκείνοι δεν ξέρουν» ούτε παραγωγική είναι, ούτε αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Όχι ότι δεν καθυστερούν να φτάσουν στην Ελλάδα οι τελευταίες τάσεις της επιστήμης, της τεχνολογίας, των τεχνών, της μόδας. Φυσικά και αυτό συμβαίνει, κανείς δεν εθελοτυφλεί. Όμως μια τέτοια στάση δε βοηθάει στη δημιουργία υγειών δεσμών, καλλιεργεί έναν περίεργο και κομπλεξικό ανταγωνισμό ανάμεσα στους απόδημους και στους ένδημους, και εμποδίζει τους απόδημους από το να παρακολουθήσουν, να καταλάβουν και να ξαναγνωρίσουν, αν χρειάζεται, την ελληνική πραγματικότητα και τις ανάγκες της. Και βέβαια διαιωνίζει την πεποίθηση ότι οι Έλληνες χρειάζονται έναν σωτήρα που πάντα έρχεται απ’ έξω, είτε αυτός είναι ένας πειθαρχημένος Γερμανός είτε ένας φωτισμένος Έλληνας της διασποράς.
Εδώ ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι είναι κάπως παράλογο, για να μην πω τραγικό, να καλούνται να ψηφίσουν άνθρωποι που έχουν μεν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ελλάδα αλλά τα τελευταία τριανταπέντε χρόνια έχουν ζήσει εκεί μόλις τα δύο από αυτά (βλέπε φωτό), ενώ δεν μπορούν να ψηφίσουν μετανάστες που δεν γεννήθηκαν στην Ελλάδα αλλά ζουν μόνιμα εκεί τα τελευταία είκοσι χρόνια!
Δεν παραβλέπω το γεγονός ότι πολλοί απόδημοι Έλληνες, τουλάχιστον στην Αμερική, είναι συντηρητικότεροι των συντηρητικών, αλλά δεν θέλω να κρίνω με βάση το αν θα μου άρεσε αυτό που θα ψήφιζαν. Δεν παραβλέπω επίσης ότι μπορεί να υπάρχουν πολλές ειδικές περιπτώσεις ανθρώπων που μοιράζουν ζωή τους σε δυο χώρες, δεν αναφέρομαι σε όσους ζουν προσωρινά στο εξωτερικό, π.χ. για σπουδές, ούτε βέβαια παραγνωρίζω το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ψήφου των απόδημων Ελλήνων. Εδώ δεν παρατίθενται νομικά επιχειρήματα, αλλά μόνο κάποιες πολιτικές σκέψεις. Ενδεχομένως η συμμετοχή των απόδημων στην εκλογή ενός αριθμού βουλευτών που θα αντιπροσώπευαν αποκλειστικά τους Έλληνες του εξωτερικού να ήταν ένας καλός συμβιβασμός.
Εν κατακλείδι, η επιλογή (ή η ανάγκη) να ζει κανείς μακριά από τον τόπο του, κοστίζει, κάποτε απελευθερώνει, και ενίοτε πονάει. Η συνειδητοποίηση ότι εμείς της διασποράς έχουμε εκ των πραγμάτων θέσει εαυτόν εκτός κάποιων διαδικασιών είναι μια ηθικά και πολιτικά ώριμη στάση. Η επιδίωξη να βρισκόμαστε σε διαρκή επικοινωνία με το σώμα της μητρόπολης είναι για κάποιους από μας μια επιθυμία και μια αναγκαιότητα, που αν εκφραζόταν οργανωμένα και συλλογικά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια γόνιμη συνύπαρξη με συντρόφους στην Ελλάδα. Μια τέτοια αλληλεπίδραση μόνο πλουσιότερους θα μπορούσε να μας κάνει. Κι έτσι θα μπορούσαμε ίσως να οραματιστούμε μια ελληνική κοινωνία πέρα από τα συμβατικά σύνορα, ανοιχτή, διεθνιστική και συμπεριληπτική, με ενεργούς πολίτες, ένδημους και απόδημους. Κι όσο για τις επερχόμενες εκλογές, ελπίζω να μην παραμείνει ο μητσοτακισμός στο τιμόνι της χώρας, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να προέλθει από τους κατοίκους της, κι όχι από μας τους απ’ έξω.