Πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνεται κατάχρηση του βιωματικού τρόπου γραφής. Από την άλλη, οι γονείς μου φτιάξαν πατρικό στη Βαρυμπόμπη και εξοχικό (κοντά) στο Πευκί. Μπορείτε να χαμογελάσετε με την ειρωνεία, δεν παρεξηγώ. Μόνο που ενώ στη Βαρυμπόμπη όλα είναι μια χαρά, απλώς έγινε κάρβουνο το δάσος, στην Εύβοια δεν ήμασταν τόσο τυχεροί. Έφτασα στο σπίτι μας την Πέμπτη. Ένα μέρος του σπιτιού κάηκε. Επειδή είμαι αθεράπευτα ορθολογιστής, δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι αποκτούν ένα μετάλιο που τους επιτρέπει να λένε ό,τι θέλουν, επειδή κάτι έπαθαν. Πάντα προσπαθώ να σκέφτομαι τι ισχύει. Αυτό θα κάνω και τώρα.

Η μαζική ανυπακοή στην Εύβοια

Στη Βαρυμπόμπη έμεινα, όπως ίσως κάποιοι αντιλήφθηκαν, και μετά το μήνυμα εκκένωσης, συνεπώς παρανόμησα. Το έκανα για όσο θεωρούσα ότι είναι ασφαλές, παραβιάζοντας την κρατική οδηγία και εμπιστευόμενος το ατομικό μου αισθητήριο.

Είμαι πάντα δίπλα σε πυροσβέστες όταν είμαι στη φωτιά, ώστε να υπάρχει επικοινωνία με εκπαιδευμένους ειδικούς και επαφή με ασύρματο. Και μετά έφυγα. Στην Εύβοια λοιπόν υπήρξε ένα ολόκληρο κύμα ανθρώπων που επέλεξαν να παρανομήσουν για να σώσουν τα σπίτια τους. Και πολλοί το πέτυχαν.

Είδα με έκπληξη ακόμη και την Καθημερινή να επαινεί τους κατοίκους για τον ηρωισμό τους, αντί να τους ψέγει για την αψήφηση της επίσημης οδηγίας εκκένωσης από το 112. Ποιο είναι λοιπόν το μάθημα που κατάφερε να δώσει η πολιτεία σε αυτούς τους ανθρώπους;

Ότι υπακούοντας χάνεις το σπίτι σου και παρακούοντας το σώζεις. Το ήθελε; Όχι. Αλλά φοβάμαι ότι όταν χειρίζεσαι τα πάντα επικοινωνιακά, αυτή είναι μια εντελώς αναμενόμενη παρενέργεια.

Όταν πολιτεύεσαι λέγοντας ψέματα, η απώλεια της εμπιστοσύνης του κόσμου κάποια στιγμή θα δυσχεράνει τη διαχείριση της κρίσης.

Η οδηγία εκκένωσης δίνεται κανονικά ως έσχατη καταφυγή, με το υπόρρητο συμβόλαιο ότι το κράτος ότι θα προσπαθήσει να προστατεύσει τα σπίτια του κόσμου.

Όταν έγινε σαφές ότι το χυδαίο σκεπτικό της κυβέρνησης ήταν μόνο να αποφύγει τους νεκρούς (θα επανέλθω σε αυτό, για να δώσω εξηγήσεις στους τυμβωρύχους που μας εγκαλούν ότι δεν νοιαζόμαστε αρκετά για την ανθρώπινη ζωή), οπότε εκκένωνε ολόκληρες περιοχές αδιαφορώντας για τα ζώα, τα δάση και τις περιουσίες, ο κόσμος σταμάτησε να υπακούει.

Είναι καλό αυτό; Θα σας εκπλήξω: δεν είναι. Χρειάζεται να υπάρχει η πίστη στην ειδίκευση του πυροσβέστη, για να μπορείς σε μια στιγμή πραγματικής ανάγκης να πεις στον κόσμο να φύγει και ο κόσμος να υπακούσει. Η πατέντα: “εκκενώστε τη χώρα, θα γυρίσουμε μετά την πυρκαγιά, τα δάση ξαναγίνονται”, έχει ως αποτέλεσμα ο κόσμος να κάνει του κεφαλιού του σε καταστάσεις άμεσου κινδύνου, και αυτό δεν είναι κάτι που θεωρώ πολύ καλή ιδέα.
Κάναν καλά όλοι αυτοί που παραβίασαν την κρατική οδηγία; Ναι. Το έκανα κι εγώ. Είναι καλό αυτό γενικά; Δεν το θεωρώ επανάσταση. Θα προτιμούσα να μην παίζονται επικοινωνιακά παιχνίδια με αντικείμενο την πυρόσβεση.

Να το θέσω και αλλιώς: γιατί επέτρεψε το κράτος από τη μεριά του την παραβίαση της οδηγίας εκκένωσης; Δεν έπρεπε να την επιβάλει, αν ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου; Επέτρεψε τη μαζική, δημόσια και πανηγυρική καταστρατήγηση της εντολής εκκένωσης, ακριβώς διότι έλειπε η νομιμοποίηση που θα έδινε η πρακτική αναγκαιότητα. Αν σκέφτεσαι επικοινωνιακά, αργά ή γρήγορα γελοιοποιείσαι.

Η παγερή αδιαφορία για τη ζωή μασκαρεμένη ως ευαισθησία

Η κυβέρνηση μας εγκαλεί διά του ιντερνετικού στρατού των τρολ για το ότι υποβαθμίζουμε την αξία της ζωής, όταν λέμε ότι “απλώς” δεν κάηκαν άνθρωποι. Πώς μπορούμε να λέμε “απλώς”; Είμαστε τόσο αδιάφοροι απέναντι στην αξία της ανθρώπινης ζωής; Δεν είναι η ζωή το υπέρτατο αγαθό; Προσοχή, δεν θα πω ότι η ζωή θέλει δέντρα και αναμνήσεις, αλλιώς δεν είναι ζωή. Θα προτιμούσα να επιζήσω και να ξαναρχίσω από την αρχή, παρά το αντίθετο. Το πρόβλημα είναι αλλού.

Όταν λέμε ότι η “κουλτούρα εκκένωσης” σημαίνει ότι πολύ απλά τους ενδιαφέρει η σύγκριση με το Μάτι, δεν το λέμε γιατί αδιαφορούμε για την ανθρώπινη ζωή, ενώ εκείνοι νοιάζονται. Το λέμε γιατί ο πήχης της πυρόσβεσης δεν μπορεί να μπαίνει τόσο χαμηλά, να λέμε ότι για μια φωτιά που καίει χωρίς αέρα για δέκα μέρες, οφείλουμε να δοξάζουμε τον Μητσοτάκη για το ότι δεν ζήσαμε ακόμα ένα Μάτι.

Όταν χάνεται ένα ζώο, ένα σπίτι, είναι μια αποτυχία. Τι νόημα έχει να τη συγκρίνεις με μια ολέθρια, τραγική αποτυχία, για να νιώθεις καλύτερα; Ποιος απάνθρωπος νους σκέφτηκε ότι μπορεί να καεί η μισή Ελλάδα χωρίς άνεμο, και να λέμε “ευτυχώς δεν είχαμε και (πολλά) (ανθρώπινα) θύματα”; Αυτό μας έλειπε να έχουμε και θύματα, σε μια φωτιά που πλησίαζε για τρεις, πέντε, δέκα μέρες, με ανοιχτούς δρόμους. Αυτό μας έλειπε!

Θα χαθεί μια πόλη από τις πλημμύρες που περιμένουμε τον χειμώνα και θα μας ζητούν να πούμε μπράβο που δεν πνίγηκε κανείς;
Προφανώς το πιο σημαντικό είναι να μη χαθούν ανθρώπινες ζωές. Αλλά επειδή εμείς δεν κάνουμε επικοινωνιακό διαγωνισμό με τον Τσίπρα αλλά προσπαθούμε να ζήσουμε κάπως, η απάντηση είναι πολύ απλά ότι αυτό μας έλειπε να σας πεθαιναν (κι άλλοι!) άνθρωποι σε πυρκαγιά χωρίς άνεμο σε δρόμους με διεξόδους διαφυγής!

Σύγκριση του πόνου

Δεν μπορώ να μη σκέφτομαι αν θα μπορούσα κάτι να κάνω αν είχα καταφέρει να φτάσω στο σπίτι. Δεν τα κατάφερα διότι απλώς μέχρι να ησυχάσουμε από τη Βαρυμπόμπη, η φωτιά είχε φτάσει τόσο κοντά στο Καστρί που δεν άφηναν να περάσουμε.

Όταν τώρα μιλώ για τις καταστροφές στο εξοχικό μου, αντιλαμβάνομαι βεβαίως ότι μιλώ για μια εξοχική κατοικία. Δεν είναι ούτε το σπίτι στο οποίο μένω ούτε το συνεργείο ή το μαγαζί μου. Κι όμως η παρωνυχίδα μου πονάει. Και πιστεύω ότι επειδή πάντα μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ίδιο επιχείρημα προς τα πάνω ή προς τα κάτω, θεωρώ σωστότερο να αποφεύγεται η σύγκριση του πόνου. Να εξηγηθώ: αυτός που έχασε το μαγαζί του, μπορεί να μην έχασε το σπίτι του. Αυτός που έχασε το σπίτι του, είχε έστω ένα σπίτι, σε αντίθεση με έναν άστεγο που δεν είχε καθόλου σπίτι. Και αυτός που έχασε τα πάντα, έχει ακόμα τη δύναμη να παλέψει και να τα ξαναχτίσει, γιατί ζει.

Η σύγκριση του πόνου μάς κάνει ίσως να βουβαινόμαστε απέναντι στην απόλυτη τραγωδία. Όπως όταν μιλούσε η Ματίνα Κατσίβελη για την προσφύγισσα που έκλαιγε τα πνιγμένα παιδιά της. Όμως, όσο σημαντικό κι αν είναι να μην έχουμε την αναίδεια να ξεχνάμε τον πόνο των άλλων γύρω μας, άλλο τόσο είναι χυδαίο να ζητάμε από τον άνθρωπο που πέρασε κάτι μικρό να σωπάσει. Ιδίως αν αυτό το μικρό έπρεπε να το διαχειριστούμε εμείς καλύτερα. Να εξηγήσω λίγο περισσότερο: εγώ οφείλω να μιλώ με συστολή, ξέροντας ότι περνάω κάτι μικρό και που πολλοί άνθρωποι δίπλα μου το περνάνε πολύ χειρότερα. Αν όμως ο άνθρωπος που αποφάσισε να μην ανανεώσει συμβάσεις πυροσβεστών και ψεύδεται για τα εναέρια μέσα μου πει: πώς κάνεις έτσι, άλλοι πεθαίνουν, η απάντηση είναι ίσως “Μητσοτάκη γαμιέσαι” ή κάτι άλλο σωστότερο, που πάντως θα περιέχει μια θυμική έκρηξη. (Διαβάστε το άρθρο της Δανάης Καρυδάκη για να δείτε γιατί δεν θα έπρεπε να είναι αυτή η απάντηση. Δεν είναι βέβαιο ότι θα πιάσει.)

Ο Παπαγιώργης έγραφε ότι κατά βάθος δεν αποφεύγεται η ιεροσυλία να παρακολουθεί κανείς σκηνές πολέμων και σφαγές εμφυλίων στην τηλεόραση πίνοντας το ποτό του και έχοντας τα πόδια του σε μία λεκάνη με ζεστό νερό.

Ποτέ λοιπόν δεν έχει νόημα να συγκρίνουμε τις συμφορές, όχι διότι δεν υπάρχει μια ιεραρχία που να λέει αυτός που έχασε δάχτυλο να σέβεται αυτόν που έχασε χέρι, αλλά διότι αν υπήρχε αυτή η ιεραρχία θα έπρεπε όλοι να σωπαίνουμε μπροστά στα μαρτύρια των αγίων. Δεν σωπαίνουμε, μιλάμε και κυρίως ζητάμε οι δόλιοι μια συνδρομή της πυροσβεστικής που να ξεπερνά το “αφού δεν πέθανες να λες κι ευχαριστώ”.

Ψευδαισθήσεις

Η γυναίκα μου δούλευε τα πρωινά αυτές τις μέρες και εγώ τα απογεύματα, ώστε να μπορούμε να κρατάμε εναλλάξ τα παιδιά μας. Δεν θα αλλάξω κουβέντα για πολύ. Θα πω μόνο ότι είναι πιο δύσκολο να είσαι με παιδιά όταν χρειάζεται να κάνεις και άλλα πράγματα.

Επειδή εγώ είχα συνεχώς το μυαλό μου στην επικαιρότητα, την Τετάρτη αποφάσισα να τα πάρω και να πάμε στο Μουσείο των Ψευδαισθήσεων.

Βγάλαμε φωτογραφίες όπου φαινόμαστε ότι μας έχουν κόψει το κεφάλι, ότι οι μεγάλοι είναι μικροί και οι μικροί μεγάλοι, ότι περπατάμε στο ταβάνι, περάσαμε πολύ ωραία. Περάσαμε πολύ ωραία γιατί οι ψευδαισθήσεις μας για το αν είμαστε ζωντανοί ή νεκροί, μικροί ή μεγάλοι, αν περπατάμε ίσια ή ανάποδα, τελειώνουν μόλις βγούμε από το μουσείο.

Έχουμε πολύ μεγάλη ανάγκη από μια ματιά που θα βλέπει τον κόσμο ανάποδα, υπό τον όρο ότι θα ξέρουμε τι είναι ψευδαίσθηση. Η οδύνη της πραγματικής ζωής είναι ότι η ψευδαίσθηση ελλοχεύει σε κάθε γωνιά της ζωής.

Ο Σφήκας ως μεταφραστής των Illusions Perdues μεταφράζει Χαμένα Όνειρα, και όχι Χαμένες Ψευδαισθήσεις, παίζοντας με τη διπλή σημασία της Illusion, που είναι και αυτό που ποθήσαμε ή μας απογοήτευσε.

Μιλώ ως κάποιος που έχει μόλις φτυαρίσει στάχτες και σπασμένα κεραμίδια από κάτι που ήταν κάποτε δωμάτιο, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο πραγματικό από τη φωτιά. Που παρέβη μια εντολή εκκένωσης, δεν μπόρεσε να παραβιάσει μια δεύτερη εντολή εκκένωσης, και σκέφτεται έντονα πότε τρέχουμε, πότε σβήνουμε και πότε καιγόμαστε. Οι πυροσβέστες είναι μια αρχή για να ορίσουμε τι είναι πραγματικό στη ζωή μας. Οι Γούβες είναι μέρος της παιδικής μου μυθολογίας, με τους τοπικούς ήρωες και τις ταβέρνες τους όπου νύσταζα μικρός.

Έβλεπα αυτές τις συγκλονιστικές φωτογραφίες και διάβαζα διάφορους φίλους να γράφουν “ο λαός θα σώσει τον λαό” για τους κατοίκους της Εύβοιας και αναλογιζόμουν ότι ο κόσμος καίγεται και ο πρωθυπουργός αλλάζει κυβερνητική εκπρόσωπο. Μόνη μας ελπίδα, να ξανακοιταχτούμε πιο καθαρά και να βάλουμε μπρος ό,τι έχουμε να κάνουμε ο καθένας, μέσα από τις στάχτες.

Μπήκαμε στα μνημόνια ακούγοντας φιλελεύθερους διανοούμενους να μας λένε ότι ο Έλληνας έχει μονίμως το χέρι απλωμένο προς το κράτος, και καταλήγουμε σήμερα να μην μπορούμε καν να περιμένουμε ότι όταν καίγεται το σπίτι μας θα υπάρχει ένα πυροσβεστικό, όταν αρρωσταίνουμε ένας γιατρός.

Μιλάω με την περίεργη φόρτιση ενός ανθρώπου που δεν ήταν εκεί, αλλά που προσπάθησε και θα ήθελε να βρίσκεται εκεί για να συμμετάσχει στην αλληλέγγυα ανυπακοή της Εύβοιας.

Η φωτιά δίνει ένα περίεργο μάθημα αλληλεγγύης, διότι αν πιστεύει ο καθένας ότι θα την αντιμετωπίσει στον κήπο του σπιτιού του, καιγόμαστε όλοι. Πρόκειται λοιπόν για το πιο οδυνηρό μάθημα αλληλεγγύης που μπορεί να λάβει κανείς. Η τωρινή μάχη είναι μία μάχη με τις ψευδαισθήσεις, ως προς το ποιος βρίσκεται δίπλα μας και απέναντι μας. Η δράκα των καλοπερασάκηδων που κυβερνά δεν θα νοιαστεί κανέναν και τίποτα. Οι ανθρώπινες αλυσίδες που είδαμε είναι ό,τι έχουμε.

Αυτό το πάθος να κάνουμε κάτι μαζί την ώρα που προελαύνει η καταστροφή, ας είναι το πικρό δίδαγμα των ημερών.