Στο θέμα των Λέοπαρντ και των παραδόσεων τεθωρακισμένων στην Ουκρανία αποδίδει σοβαρά προβλήματα στη γερμανική κυβέρνηση, που κάνει και πρωτοσέλιδό της, η Die Zeit. Με ένα φωτογραφικό ρήγμα μεταξύ των φωτογραφιών του καγκελάριου Ολαφ Σολτς και της υπουργού Εξωτερικών, Αναλένα Μπέρμποκ, και κεντρικό τίτλο «Η Ρήξη» το φύλλο αναφέρει συγκεκριμένα ότι «οι παραδόσεις των τεθωρακισμένων στην Ουκρανία έχουν διχάσει την Μπέρμποκ και τον Σόλτς. Σχεδόν δεν μιλιούνται. Πρόκειται για ζήτημα εμπιστοσύνης και της σχέσης μεταξύ πολιτικής και ηθικής».

Το δημοσίευμα έρχεται μόλις δύο ημέρες μετά την κοινοποίηση του ρεπορτάζ του παλαίμαχου ρεπόρτερ, Σέιμουρ Χερς, που αποκάλυψε ότι οι ΗΠΑ έπληξαν τον αγωγό «Βόρειο Ρεύμα» (Nord Stream),  γιατί «ο Πρόεδρος Μπάιντεν θεώρησε τους αγωγούς ως όπλο του Πούτιν, που χρησιμοποιούσε το αέριο για τις πολιτικές και εδαφικές του φιλοδοξίες». Φυσικά, το πλήγμα αφορούσε και τη Γερμανία, η οποία βρέθηκε δεμένη χειροπόδαρα στο αμερικάνικο άρμα. Ωστόσο, το δημοσίευμα της Die Zeit μάλλον δεν συνδέεται, τουλάχιστον άμεσα, με το ρεπορτάζ του Χερς, καθώς ήδη από καιρού οι πληροφορίες έφεραν να κλιμακώνονται οι διαφωνίες των δύο γερμανών κυβερνητικών παραγόντων με κάθε αίτημα των Ουκρανών (και με δεδομένες τις πιέσεις των ΗΠΑ) για περισσότερα όπλα, και, πιο πρόσφατα, για τανκς Λέοπαρντ.

Υπενθυμίζεται ότι στις αρχές του έτους καταγράφονταν στο διεθνή Τύπο οι πιέσεις που δέχονταν ο Σολτς «από τους συμμάχους (στο ΝΑΤΟ) και τους συμμετέχοντες στην κυβέρνηση συνεργασίας (Πρασίνους)» ώστε να αποδεχθεί την αποστολή γερμανικών Leopard2 στην Ουκρανία, όπως και να επιτρέψει την αποστολή τέτοιων τανκς από χώρες του ΝΑΤΟ που τα κατέχουν (και η Ελλάδα μεταξύ αυτών).

Ο γερμανός καγκελάριος, που ήταν φανερό ότι δεν ήθελε την αποστολή, είχε τότε απαιτήσει να δώσουν και οι ΗΠΑ τανκς τύπου Abrams M1, ώστε να παραχωρήσει κι εκείνος τανκς – η θέση του είχε διατυπωθεί έτσι ακριβώς από τον ίδιο στο Νταβός. «Δεν κάνουμε τίποτε από μόνοι μας και ειδικά χωρίς τη συμμετοχή των ΗΠΑ, που είναι πολύ σημαντική στην κοινή μας προσπάθεια να υπερασπιστούμε την ανεξαρτησία και ακεραιότητα της Ουκρανίας», είχε πει τότε.

Οι ΗΠΑ, που έστειλαν τον υπουργό Αμύνης τους στο Βερολίνο, αρχικά απάντησαν ότι δεν μπορούν να στείλουν τανκς λόγω «της μεγάλης κατανάλωσης καυσίμων και των προβλημάτων συντήρησής τους», αλλά μπροστά στον τότε ανυποχώρητο Σολτς, εν τέλει δήλωσαν ότι θα στείλουν Αμπραμς, για να το πάρουν εμμέσως πίσω, μη ορίζοντας ημερομηνία και αφήνοντας αόριστη την υπόσχεσή τους. Τότε, αναλυτές απέδιδαν την άρνηση του Σολτς όχι μόνο στο ηθικό μέρος (γερμανικά τανκς στην Ουκρανία…) αλλά και στην προσπάθεια των ΗΠΑ να απεμπλακούν από την διαφαινόμενη ήττα των Ουκρανών μεταφέροντας την ευθύνη στους «μη συνεργασιμους αρκετά» γερμανούς. Σε αυτό πρέπει κανείς να προσθέσει και την (πολύ μεγάλη, σύμφωνα με τους στρατιωτικούς αναλυτές) πιθανότητα, σε περίπτωση αποστολής Λέοπαρντ, οι Ρώσοι να πλήξουν όλες τις γραμμές ανεφοδιασμού και τις αποθήκες στην δυτική Ουκρανία, κάτι που θα ανεβάσει ακόμη περισσότερο τον αριθμό των θυνμάτων…

Σε αντίθεση με τον Σολτς, η υπουργός των Εξωτερικών της Γερμανίας υπήρξε ενθουσιώδης οπαδός της λογικής της αποστολής περισσοτέρων όπλων, αδιακρίτως είδους, στην Ουκρανία, απολύτως πιστή στην αμερικάνικη γραμμή κλιμάκωσης (και ακύρωσης κάθε ειρηνευτικής προσπάθειας) ακόμη και όταν το Ντερ Σπίγκελ έγραφε, τις πρώτες ημέρες της μάχης του Μπαχμουτ, πως «οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, BND, ενημέρωσαν τις πολιτικές αρχές ασφαλείας ότι ο Ουκρανικός στρατός χάνει καθημερινά τριψήφιο αριθμό στρατιωτών στις μάχες». Η υπουργός παραμένει έτοιμη να πολεμήσει «μέχρι τον τελευταίο ουκρανό». Κι αυτό ακριβώς είναι το ηθικό ρήγμα, μεταξύ των δύο, για το οποίο κάνει λόγο η Die Zeit.

Η μεταξύ τους σύγκρουση – που έρχεται πια ξεκάθαρη στο φως- είναι σύγκρουση και στο εσωτερικό της ΕΕ, που δειλά αρχικά και όλο πιο ξεκάθαρα, καταγράφεται. Οι βαλτικές χώρες, και κυρίως η Πολωνία, που εξοπλίζεται διαρκώς υπό την ακροδεξιά κυβέρνησή της, είναι αναφανδόν υπέρ της κλιμάκωσης «μέχρι την πτώση του Πούτιν και το διαμελισμό της Ρωσίας» – αναμενόμενο λόγω της ιστορίας και του εθνικισμού τους. Είναι χαρακτηριστικό πως, το 2022, ουκρανικής κρίσης δεδομένης, η Πολωνία αγόρασε βαρέα τανκς και οπλισμό αξίας 15 δις ευρώ από την Νότιο Κορέα, που σημαίνει ότι σύντομα θα έχει τετραπλάσια τανκς από τη Γαλλία, ενώ προ διμήνου αγόρασε και δύο δορυφόρους, αξίας 500 εκατομμυρίων ευρώ, από τη Γαλλία. Είναι φανερό ότι η Πολωνία επιδιώκει να παίξει έναν πολύ σημαντικό, στρατιωτικό, ρόλο και να προβάλλει διεκδικήσεις – εις βάρος της Ρωσίας -, με όχημα και την ΕΕ, εκπροσωπώντας τους «νέους ευρωπαίους» του αντικομμουνιστικού μένους, που βλέπουν την ΕΣΣΔ στη Ρωσία. Παράλληλα, οι δηλώσεις των πολωνών αξιωματούχων γίνονται όλο και πιο επιθετικές, κατά της Γερμανίας, την οποία επιδιώκουν να εμπλέξουν βαθύτερα, σύμφωνα και με το αμερικάνικο σενάριο.

Από την άλλη, η Γερμανία δεν μπορεί, και ο Σολτς δε θέλει, να ακολουθήσει, όπως φαίνεται, σε αυτό το ακραίο πολεμικό παιγνίδι. Και λόγω του ναζιστικού της παρελθόντος – το ηθικό μέρος- αλλά και λόγω της οικονομικής και ενεργειακής πραγματικότητάς της που καταρρέει, απειλώντας όλη της την βιομηχανία και οδηγώντας μέρος της ήδη να εξετάζει σοβαρά την μεταφορά επιχειρήσεων στις ΗΠΑ – το ρεαλιστικότερο και επίπονο μέρος. Η επίσκεψη του προέδρου της Γερμανίας Φ.Β. Στάινμάγιερ – προσώπου μισητού στην Ουκρανία–  στην Κίνα είναι μια ακόμη απόδειξη των γερμανικών προσπαθειών για απεμπλοκή και συντήρηση κάποιων γραμμών επικοινωνίας με τον έτερο αναδυόμενο άξονα, ειδικά τώρα που η κρίση γίνεται υπαρξιακή για την οικονομία της.

Δεν αποτελεί νέο πως, τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, δεν ήταν προετοιμασμένες για την ουκρανική κρίση και την κλιμάκωσή της, και είναι βέβαιο ότι την απεύχονταν, σε αντίθεση με τις βαλτικές χώρες. Ειδικά η Γερμανία άργησε να αποδεχθεί την πραγματικότητα, πως «η Ουάσιγκτον είναι αποφασισμένη να βάλει και το τελευταίο καρφί στην προσέγγιση Ρωσίας και Γερμανίας και να μην επιτρέψει την αναζωογόνηση του Γαλλογερμανικού άξονα, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ενωτική ευρωπαϊκή απάντηση στον αρπακτικό νόμο Μπάιντεν, και να προφυλάξει την ευρωπαϊκή βιομηχανία».

Τα ζητήματα που έχουν τεθεί, και μένουν αναπάντητα, είναι ιδιαίτερα κρίσιμα για την ίδια την ΕΕ. Η Γερμανία παραμένει ο κρίσιμος παράγοντας στην ευρωπαϊκή εξίσωση και το ρήγμα στην κυβέρνησή της είναι χαρακτηριστικό και ιδιαίτερα σημαντικό. Και ο ρόλος της, στην αποκλιμάκωση ή την περαιτέρω κλιμάκωση, είναι ουσιαστικότερος από ποτέ, με μια κυβέρνηση πιο αδύναμη από ότι ένα χρόνο πριν…