Πριν από ακριβώς 15 χρόνια, ρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις εισβάλλουν στο Γκρόζνυ και τερματίζουν τη de facto διακηρυχθείσα ανεξαρτησία της Δημοκρατίας της Τσετσενίας (1996-1999), η οποία μετά τον πρώτο Πόλεμο (1994-1996) μαστίζεται από την πολιτική βία και τον θρησκευτικό εξτρεμισμό. 
 
Η τσακισμένη τσετσενική οικονομία ανθεί μόνο μέσα από τις απαγωγές, με τα κέρδη αποκλειστικά από τέτοιου είδους εγκληματικές δραστηριότητες να ξεπερνούν την συγκεκριμένη τριετία τα 200 εκατομμύρια δολάρια (υπολογίζεται πως περισσότεροι από 1.300 άνθρωποι απήχθησαν στην Τσετσενία μεταξύ του 1996 και του 1999). Την ίδια ώρα, ως μία ακόμη συνέπεια του πρώτου Πολέμου, ένα κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων Τσετσένων αυτονομιστών, αρχής γενομένης από το 1995, μεταφέρουν τον πόλεμο τόσο στις γειτονικές περιοχές του Νταγκεστάν και της Ινγκουσετίας, όσο και στην καρδιά της Μόσχας.
 
Η σύρραξη, που θα μείνει γνωστή ως Δεύτερος Πόλεμος της Τσετσενίας, ξεκινά την 26η Αυγούστου του 1999, με την εκδήλωση ρωσικής επίθεσης στην επικράτεια της Τσετσενίας, που έρχεται ως απάντηση στην εισβολή περίπου 2.000 μουτζαχεντίν ανταρτών της Ισλαμικής Ταξιαρχίας Προστασίας της Διεθνούς Ειρήνης στη ρωσική Δημοκρατία του Νταγκεστάν.
 
Το στρατιωτικό σκέλος των αντι-τρομοκρατικών επιχειρήσεων των ρωσικών δυνάμεων θα τερματιστεί έξι χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 2002, ωστόσο, οι ευρείας κλίμακας συγκρούσεις θα συνεχιστούν ως το 2009, οπότε και απομακρύνεται το μεγαλύτερο μέρος των ρωσικών στρατευμάτων από την περιοχή.
 
Οι εκτιμήσεις για τις απώλειες και από τα δύο στρατόπεδα παραμένουν ανακριβείς και ποικίλες. Πέντε έως και 11 χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες και περίπου 17.000 Τσετσένοι αντάρτες χάνουν τη ζωή τους στον δεύτερο ρωσό-τσετσενικό πόλεμο. Σε αυτούς, πρέπει να προστεθούν οι νεκροί του Πρώτου Πολέμου: 5 έως και 14 χιλιάδες στρατιώτες, 3 έως και 15 χιλιάδες αντάρτες και 30 έως και 100 χιλιάδες άμαχοι. 
 
Οι ανελέητες μάχες Τσετσένων και Ρώσων χαρακτηρίζονται από εξαιρετική αγριότητα, απίστευτες φρικαλεότητες και εγκλήματα πολέμου εκατέρωθεν. Η παρακάτω διήγηση αποδίδεται σε έναν Ρώσο ελευθεριακό κομμουνιστή το 2002, στρατιώτη των ρωσικών ειδικών δυνάμεων λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1996:
 
Υπήρχαν γυναίκες στρατιώτες ανάμεσα στους αντάρτες. Οι γυναίκες μαχητές της Τσετσενίας είναι γνωστές ως εξαίρετοι ελεύθεροι σκοπευτές. Οι Ρώσοι στρατιώτες τις μισούσαν. Τις αποκαλούσαμε “λευκές κάλτσες”. Την πρώτη φορά που πιάστηκε μία “λευκή κάλτσα” μπροστά μου, κατάλαβα πόσο τις μισούσαν οι Ρώσοι. Της έδεσαν τα χέρια σ' ένα αυτοκίνητο και τα πόδια σ' ένα άλλο. Τα αυτοκίνητα έβαλαν μπρος προς αντίθετες κατευθύνσεις, ξεσχίζοντας το σώμα της. Πήραν ένα κομμάτι του κορμιού της και το πέταξαν από ελικόπτερο μέσα στο χωριό της. Η δεύτερη “λευκή κάλτσα” που αιχμαλωτίσαμε δέθηκε σ' ένα δέντρο. Από κάτω της τοποθετήθηκαν δύο κιλά C4 (εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται σε βόμβες και νάρκες). Το αργό φυτίλι, μήκους περίπου 4-5 μέτρων, ανάφτηκε μπροστά στα μάτια της. Αυτά τα φυτίλια καίγονταν με ταχύτητα ενός εκατοστού ανά δευτερόλεπτο. Δεν είχε κανένα φόβο απολύτως, το πρόσωπο της δεν έδειχνε κανένα τέτοιο σημάδι. Ύστερα, αφού ανατινάχθηκε, το πρόσωπό της με στοίχειωσε. Άρχισα να κάνω χρήση ναρκωτικών μετά απ' αυτό για να ξεπεράσω τον πόνο. Την τρίτη “λευκή κάλτσα” που πιάσαμε, οι αξιωματικοί μας μας την πρόσφεραν. Μας είπαν πως μπορούσαμε όλοι να τη βιάσουμε πριν πεθάνει. Κανείς μας δεν ήθελε, κανένας δεν το έκανε. Έτσι την πυροβολήσαμε. Λίγες εβδομάδες αργότερα μάθαμε ότι τελικά ήταν Ουκρανή (όπου υπάρχουν επίσης έντονα αντι-ρωσικά αισθήματα). Ήταν ξαδέλφη ενός από τους άντρες της ομάδας μου…
 
Από τους Ρώσους στρατιώτες, συνήθως ήταν οι απλοί φαντάροι που δεν ήταν μορφωμένοι ούτε καλά εκπαιδευμένοι εκείνοι που φέρονταν πιο άγρια. Οι ειδικές δυνάμεις περιορίζονταν στη δουλειά τους. Γνώρισα κάποιους απλούς Ρώσους φαντάρους που έκοβαν τα αφτιά των Τσετσένων, τα έκαναν κολιέ και τα φορούσαν στις μάχες. Αλλά και οι Τσετσένοι ήταν άγριοι. Η γνώμη μου είναι πως οι Τσετσένοι ήταν άγριοι για περισσότερους λόγους από το ότι ήθελαν την ανεξαρτησία τους. Οι Τσετσένοι, ιστορικά, είναι άγριος λαός. Υπάρχει μακρά ιστορία αγριότητας στην Τσετσενία, αγριότητας εις βάρος τους και αγριότητας των ίδιων εναντίον άλλων και μεταξύ τους. Όταν οι Τσετσένοι αντάρτες έπιαναν έναν Ρώσο στρατιώτη, ήταν συχνό φαινόμενο να παίρνουν μια κάμερα και να τραβούν σε φιλμ το κόψιμο των δαχτύλων του και ύστερα να στέλνουν το φιλμ στους γονείς του. Συνήθως ζητούσαν λύτρα για την απελευθέρωση του αιχμαλώτου. Αν η οικογένειά του δεν είχε χρήματα, είτε τραβούσαν σε βίντεο κι άλλα βασανιστήρια, έσπαγαν συνήθως όλα τα κόκαλα του σώματός ή τον ευνούχιζαν, και ζητούσαν ξανά λεφτά, ή τον σκότωναν. Μερικές φορές σταύρωναν ζωντανούς τους Ρώσους στρατιώτες, γυμνούς, και τους άλειφαν με μέλι ή ζάχαρη για να προσελκύσουν τις μύγες. Και τους άφηναν εκεί να πεθάνουν. Μια φορά βρήκαμε ένα στρατιώτη χωρίς πόδια, αλλά δεν μπορούσαμε να τον φτάσουμε γιατί υπήρχαν Τσετσένοι ελεύθεροι σκοπευτές που είχαν πάρει θέσεις για να πυροβολήσουν όποιον προσπαθούσε να τον σώσει. Σε ορισμένα χωριά αποκεφάλιζαν τους Ρώσους στρατιώτες και κάρφωναν τα κεφάλια τους σε πασσάλους έξω από την είσοδο του χωριού. Συχνά, έβαζαν και αγκαθωτό σύρμα γύρω από το κεφάλι τους, σαν τον Χριστό. Και συνήθως υπήρχε κάποια συσκευή έτσι ώστε αν πήγαινε κάποιος να πάρει το κεφάλι, να εκρήγνυται κάποια βόμβα. Τοποθετούσαν μια νάρκη, με άλλες νάρκες από κάτω. Έτσι, όταν εξουδετερωνόταν η πρώτη νάρκη, έσκαγε η δεύτερη. Αυτός που εξουδετερώνει τη νάρκη δεν ξέρει αν είναι παγιδευμένη ή όχι, και είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσει μια δεύτερη νάρκη και να εξουδετερώσει και τις δύο μαζί. Άλλες φορές έβαζαν νάρκες οι οποίες συνδέονταν μ' ένα καλώδιο με βόμβα που βρισκόταν σε αρκετή απόσταση αλλά η έκρηξή της προκαλούσε το θάνατο σε ακτίνα 200 μέτρων.

200 χρόνια διαμάχης
 

Τι κοινό μπορεί να υπάρχει άραγε ανάμεσα στους Τσετσένους που πολεμούσαν στο πλευρό των Ταλιμπάν τη δεκαετία του ’80 και στους στρατιώτες του Τσετσένου πολέμαρχου Ιμάμ Σαμίλ, που προέβαλε επίμονη αντίσταση το 1825 στη ρωσική επιχείρηση του στρατηγού Γιαμαρέλοφ για την κατάκτηση του Καυκάσου;
 
Κι όμως, σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι Τσετσένοι και οι πρόγονοί τους έχουν ζήσει στο βόρειο Καύκασο για πολλές χιλιάδες χρόνια, πολεμώντας για την επιβίωση της διακριτής τους -γλωσσικά και θρησκευτικά –  κοινότητας: Οι Τσετσένοι μιλούν μια καυκάσια γλώσσα (που δεν είναι ούτε σλαβική, ούτε περσική, ούτε τούρκικη) και είναι Σουτίνες Μουσουλμάνοι, με έμφαση στο πρότυπο του μυστικιστικού Σουφισμού, ως αποτέλεσμα της επιρροής σουνιτών ιεραποστόλων από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα.
 
Αποφεύγοντας την υπεραπλούστευση των διεργασιών μετεξέλιξης της τσετσενικής κοινωνίας, από έναν ορεσίβιο μουσουλμανικό πληθυσμό σε ένα εν πολλοίς γένος τζιχαντιστών ανταρτών με ακραία εξτρεμιστική δράση, αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως οι Τσετσένοι έχτισαν σε μεγάλο βαθμό την εθνική τους ταυτότητα πάνω σε αυτήν ακριβώς τη μάχη για επιβολή με το ρωσικό στοιχείο.
 
Λίγα γεγονότα στην αιματηρή ιστορία των σχέσεων μεταξύ Τσετσένων και Ρώσων είχαν μια τόσο μακροχρόνια επίδραση στη συλλογική μνήμη αυτού του λαού, διαποτίζοντας έκτοτε τις εθνικές αφηγήσεις, όσο ο τραγικός ξεριζωμός τους στην κεντρική Ασία, στις τελευταίες μέρες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μια ιστορία σε μεγάλο βαθμό παραμελημένη και ξεχασμένη.
 

Η αιματοβαμμένη εξορία των Τσετσένων

Στις 23 Φεβρουαρίου του 1944, ανήμερα των εορτασμών για την «Ημέρα του Κόκκινου Στρατού», η NKVD (πρόδρομος της KGB), μεραρχίες της οποίες είχαν εγκατασταθεί γύρω από τα τσετσενικά χωριά μερικούς μήνες νωρίτερα, διατάσσει – με εντολή του Ιωσήφ Στάλιν – τους τσετσενικούς και ινγκουσέτιους πληθυσμούς να συγκεντρωθούν στα διάφορα κομματικά κτήρια.
 
Εκεί τους ανακοινώνεται η κατάργηση της Τσετσένο-Ινγκουσέτικης ΑSSR (=Αυτόνομης Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας και της γειτονικής Κριμαϊκής), καθώς και η απέλαση του συνόλου του πληθυσμού της στις πεδιάδες του Καζακστάν, την τάιγκα της Σιβηρίας και τα βουνά του Κιργιστάν. Περίπου 500.000 άνθρωποι στοιβάζονται σε άθλιες συνθήκες σε αποθήκες τρένων, τα οποία παρείχαν οι ΗΠΑ στη Σοβιετική Ένωση, και μεταφέρονται στην εξορία. Στη διαδρομή υπολογίζεται πως τουλάχιστον 130.000 άνθρωποι δολοφονούνται.
 
Οι Τσετσένοι κατηγορούνταν για προδοσία της πάτριας σοβιετικής γης και για συνεργασία με το Γ’ Ράιχ. Και αν και πράγματι αρκετές χιλιάδες Τσετσένοι, που μάχονταν στις τάξεις του Ρωσικού στρατού, αιχμαλωτίστηκαν από τους Γερμανούς και επάνδρωσαν στη συνέχεια ομάδες υποστήριξης της Βέρμαχτ, την ίδια ώρα περίπου 40.000 Τσετσένοι υπολογίζεται πως είχαν πολεμήσει παραμένοντας πιστοί στη σοβιετική γη και τον κόκκινο στρατό.
 
Σύμφωνα με μαρτυρίες, που η ρωσική πολιτεία διαψεύδει μέχρι σήμερα, κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, εκείνοι οι οποίοι ήταν ανίκανοι να περπατήσουν σκοτώθηκαν επί τόπου. Οι Τσετσένικες αφηγήσεις ανακαλούν στην μνήμη με ιδιαίτερη φρίκη τη σφαγή εκατοντάδων άρρωστων αμάχων, μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά και γυναίκες, στο χωριό Khaybek.
 
 Η πλειοψηφία των εξόριστων κατέληξε σε ειδικά στρατόπεδα στην άγονη στέπα του Καζακστάν. Ένας Τσετσένος που επέζησε από την εξορία αφηγείται: «Πολλοί Τσετσένοι και Ινγκουσέτιοι πέθαναν από τις μεγάλες χιονοπτώσεις και τις χιονοθύελλες, με θερμοκρασία -40οC στην ατελείωτη στέπα. Οι «ειδικοί άποικοι» οδηγήθηκαν σε ειδικό καθεστώς διαβίωσης».
 
Τους πρώτους μήνες πέθαναν αβοήθητοι περισσότεροι από 70.000 άνθρωποι. Πηγές των Σοβιετικών αρχών επιβεβαιώνουν τις κατηγορίες των Τσετσένων για υψηλό ρυθμό θνησιμότητας, δηλώνοντας ότι μεταξύ του 1944 και του 1948 απεβίωσε περίπου το 24% των Τσετσένων, Ινγκουσέτιων, Karachais και Balkar που βρέθηκαν εξόριστοι στο Καζακστάν.
 
Το 1957, και μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν, ο Χρουστσόφ απορρίπτει τις κατηγόριες για προδοσία και επιτρέπει στους εξόριστους να επιστρέψουν στα πάτρια εδάφη. Περάν αυτού, οι εξόριστοι δεν αποζημιώνονται ποτέ ούτε υλικά, μα ούτε και ηθικά.

Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε πληροφορίες που αλιεύτηκαν από την ελληνική και ξενόγλωσση αρθρογραφία, καθώς και από τις εξαιρετικά αναλυτικές αναρτήσεις της Wikipedia, με επισυναπτόμενες πηγές (Second Chechen War,  First Chechen War, Operation Lentil). Για την τρίτη και τελευταία ενότητα, που αφιερώνεται στην εξορία των Τσετσένων, τα στοιχεία προέρχονται κατά βάση από τα έργα των John B. Dunlop, Russia confronts Chehcnya, και Jeffrey Burds, The Soviet War against 'Fifth Columnists': the Case of Chechnya, 1942-4.

Διαβάστε ακόμη