του Κωνσταντίνου Πουλή

Η τάση που θέλει να σκεφτούμε το ζήτημα από την οπτική γωνία του μικρού Αμίρ και “να χαρούμε με τη χαρά του” μετά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό (που εξελίσσεται σε άσσο της επικοινωνιακής αερολογίας) παραβλέπει τη σημαντικότερη ίσως διάσταση κάθε παιδαγωγικής: την ευθύνη. Ό,τι και αν πράττουμε, δίνοντας ή “στερώντας” τη σημαία από ένα παιδί (Θα μπορούσαμε απλώς να μην την υποσχεθούμε: κανείς δεν πιστεύει ότι “στερούμε” τα καλάσνικοφ από τα παιδιά μας με το να μην τους τα δίνουμε), μεταφέρουμε έναν κόσμο ολόκληρο από αξίες και προειλημμένες αποφάσεις. Γι’ αυτές τις αποφάσεις θα προσπαθήσω να εξηγήσω αυτό που έγραψε η Δανάη Σιώζιου: πως το καλύτερο δώρο στον Αμίρ θα ήταν η κατάργηση των παρελάσεων.

Αντί να παραπονούμαστε για το ότι δεν δόθηκε η σημαία στον Αμίρ πρέπει να ζητήσουμε κανένα παιδάκι να μην παίρνει σημαία ως έπαθλο για τις μαθητικές του επιδόσεις. Η τάση κάθε εθνικισμού να προσποιείται πως είναι ενωτικός λόγος, ενώ η βασική του λειτουργία είναι να χωρίζει, σημαίνει πως ενώνει ένα στρατόπεδο για να αντιταχθεί σε ένα άλλο. Αυτό το λες συμμαχία ενώπιον εχθρού, όχι ένωση. Και όταν μαθαίνουμε σε παιδάκια να το κάνουν αυτό, το αποτέλεσμα είναι λίγο-πολύ πέτρες στα παράθυρα, εφόσον αποφασίζεται η επίδοση ενός εθνικού συμβόλου του ελληνικού πατριωτισμού ως επιβράβευση σε μαθητές που δεν είναι όλοι Έλληνες.

Ένα από τα επιχειρήματα των εθνικιστών εναντίον της παρέλασης με π.χ. αλβανό σημαιοφόρο είναι ότι δεν επιθυμούν να κρατεί το εθνικό μας σύμβολο ένας αλλοεθνής, μάλιστα κάποιος του οποίου οι πρόγονοι πολεμούσαν με τους δικούς μας, και η εμπόλεμη κατάσταση ήρθη πρόσφατα και αμφιλεγόμενα. Όποιο και αν είναι το νομικό καθεστώς της ιθαγένειας, έχω την πεποίθηση ότι η αντίρρηση του εθνικιστή είναι από μια άποψη θεμιτή: θα έπρεπε να μη δίνεται σημαία, να μη γίνονται παρελάσεις. Αν δεχτούμε να δίνεται η σημαία, καταλήγουμε σε παράδοξα, να υπερασπιζόμαστε ιδέες που απλώς εκνευρίζουν τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους, και προκαλούν γι’  αυτό κάποια ικανοποίηση, αλλά είναι ουσιαστικά παράλογες.

Και αν κανείς θέλει να μιλήσει για την ιθαγένεια, δεν πιστεύω ότι η υπεράσπιση του δικαιώματος στην ιθαγένεια υποχρεώνει αυτά τα παιδιά  να σηκώνουν με χαρά το σύμβολο του ελληνικού πατριωτισμού. Μπορεί αυτός ο αγώνας να τους είναι αδιάφορος, μπορεί να ταυτίζονται με την ελληνική ή την αλβανική εθνική αφήγηση, και αυτό θα είναι ανεξάρτητο από την απόδοση ιθαγένειας. Το ίδιο για τη θρησκεία:  Αν η σχολική εγκύκλιος θα επέτρεπε την παρουσία στην εκκλησία και αν ο Αμίρ θα επιθυμούσε ή όχι να παρευρεθεί είναι από αυτή την άποψη δευτερεύον. Δεν χρειάζεται να εκκλησιάζονται οι καλοί μαθητές. Ας εκκλησιάζονται όσοι το επιθυμούν.

Ότι η δουλειά της σημαίας είναι να χωρίζει μπορούμε να το διαπιστώσουμε και ιστορικά: Στις 25 Οκτωβρίου 1945 δίνεται διαταγή για τετραήμερο εθνικό εορτασμό, στη διάρκεια του οποίου η αστυνομία έκανε περιπολίες προκειμένου να βεβαιωθεί ότι σε όλα τα σπίτια και τα καταστήματα είχε αναρτηθεί το εθνικό μας σύμβολο. Επιβλήθηκαν πρόστιμα και κατεγράφησαν τα ονόματα στην Ασφάλεια όσων δεν ανταποκρίθηκαν στο εθνικό τους καθήκον. Γιατί; Διότι η ανάρτηση της σημαίας συμβόλιζε την έκφραση νομιμοφροσύνης προς το κράτος. Όταν λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Μεταξάς θέσπιζε τον αναγκαστικό νόμο (4471/1938) για τον σεβασμό της σημαίας, η ανησυχία του ήταν πως οι κομμουνιστές προέτασσαν τους ταξικούς δεσμούς έναντι των εθνικών. (“Πρωτόκολλο και θέαμα: Εθνικοί εορτασμοί στη Βόρεια Ελλάδα”, Αναστασίας Καρακασίδου, εδώ)

Για τον ίδιο λόγο στο “Τι είναι η πατρίδα μας” διαβάζουμε ότι στα σχολικά βιβλία γίνεται αναφορά στις εξαγωγές “μας”, τη ναυτιλία “μας” κοκ, λες και φτάνει το μεσημεράκι και κόβουμε μαζί το αχλάδι στα τέσσερα για να το μοιραστούμε με τον εφοπλιστή. Να δώσω ένα σχετικό αντιπαράδειγμα με σημερινά μέτρα: Αντί να ριγεί κανείς όταν ανακρούεται ο εθνικός ύμνος στους ολυμπιακούς αγώνες και φαλτσοτραγουδάει κάποιος ντοπαρισμένος αλλοεθνής που του δώσαμε χαρτιά για να φέρνει μετάλλια, κάθεται και σκέφτεται πόσο φεσωθήκαμε για να γίνονται άχρηστα έργα και να κονομάνε οι κατασκευαστές.

Τι θα έπρεπε να γίνει; Βήμα πρώτο: να μη δίνεται εθνικό σύμβολο ως ανταμοιβή για μια δραστηριότητα στην οποία συμμετέχει μια πολυεθνική κοινότητα. Βήμα δεύτερο, (για το οποίο η κλήρωση είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, να συμπληρώσω), η αμφισβήτηση της ίδιας της διαδικασίας της επιβράβευσης.

Η πρωταρχική διαχωριστική γραμμή είναι αυτή που θέτουμε ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς μαθητές. Μην τυχόν και μας ξεφύγει και δεν θίξουμε τον σκράπα, μην τυχόν και δεν βεβαιώσουμε το ξεφτέρι ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα που αρίστευσε στην τριγωνομετρία. Συνεπώς η πρώτη γραμμή άμυνας ενάντια σε αυτό που συνέβη θα ήταν η αμφισβήτηση της “άμιλλας”, του εξωραΐσμένου διαρκούς ανταγωνισμού που διδάσκουμε στα παιδιά. Η καλύτερη λύση θα ήταν να μην υπάρχει κανένα απολύτως βραβείο για τον καλύτερο μαθητή. Αντιθέτως, να επιβραβεύεται ο χειρότερος μαθητής με δωρεάν διακοπές στην Ίο για έναν μήνα, με πληρωμένα τα ποτά. Αυτό θα έχει ως συνέπεια να αφαιρέσουμε το άγχος από τον σπασίκλα της τάξης που βασανίζεται ψυχολογικά για κάτι τόσο ασήμαντο όσο οι βαθμοί και να δώσουμε και χαρά σε έναν άνθρωπο που τώρα πιέζεται. Όλοι θα είναι ικανοποιημένοι. Η αριστεία στα μαθήματα είναι μόνο μία από τις πολλές δεξιότητες που μπορεί να διαθέτει κανείς. Στην πραγματικότητα εγγυάται πολύ λίγα σε σχέση με την ευτυχία και τη μετέπειτα επαγγελματική  πορεία του κάθε πιτσιρικά. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να της αποδίδουμε λοιπόν υπερβολική σημασία και να καλλιεργούμε κλίμα τέτοιας ψυχολογικής πίεσης για τρύπες στο νερό. Ποιο να είναι το έπαθλο; Στο τέλος μιας κουραστικής ημέρας, να ακουμπάει κανείς το κεφάλι του στο μαξιλάρι και να λέει “Καλά δουλέψαμε και σήμερα”. Κι ας εννοεί οποιοδήποτε πεδίο τού δίνει τη χαρά ότι έχει νόημα να του αφιερώνει χρόνο και κόπο: την ηλεκτρική κιθάρα, τους πύργους στην άμμο,  την επίλυση εξισώσεων, την επισκευή ηλεκτρικού πίνακα, τις σαΐτες μπούμερανγκ, το λουστράρισμα επίπλων, την ανάγνωση του Ντοστογιέφσκι. Οτιδήποτε από τα παραπάνω είναι προτιμότερο από τη γονεϊκή υστερία για την πρωτιά και επιβράβευση του κανακάρη τους. Ας μην ξεχνάμε ότι μέσα σε αυτό το κλίμα το σχολείο αποτυγχάνει παταγωδώς στον έναν και μοναδικό δηλωμένο στόχο του: να μορφώνει. Οι μαθητές μισούν το διάβασμα, καίνε και κατουράνε τα βιβλία τους στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Ας μην επικαλείται λοιπόν κανείς αυτό το παιδαγωγικό σύστημα ως παράδειγμα επιτυχίας.

Δεν επιμένω στο θέμα της αντι-αριστείας. Αν οι παραπάνω προτάσεις δεν γίνουν αποδεκτές, ας μη δίνουμε ένα ρόπαλο που χωρίζει, σε μια κοινότητα που θέλουμε (όσοι το θέλουμε) να είναι ενωμένη. Μη εθνικιστική χρήση της σημαίας δυστυχώς δεν υπάρχει. Από αυτή την άποψη ο μιλιταριστής έχει δίκιο. Η σημαία ταιριάζει με τις παρελάσεις. Όσοι αντιπαθούμε τη στρατιωτική εκπαίδευση ανηλίκων έχουμε κάθε λόγο να αποθαρρύνουμε κάθε μιλιταριστική εκδήλωση, και να ευχηθούμε ολόψυχα στον μικρό Αμίρ να ζήσει σε ασφαλές περιβάλλον κοντά στην οικογένειά του, και μετά να μορφωθεί, να ευτυχήσει και να μην αφήνει ποτέ στα χέρια κανενός διευθυντή τη χαρά του.

Είχαν κάνει στον Ελύτη (είναι επαρκές τεκμήριο αριστείας το Νόμπελ;) μια ερώτηση που τη βρίσκω αφελή, αλλά η απάντησή του με έχει σημαδέψει. Του ζήτησαν να δώσει μια συμβουλή στους νέους και είπε: Να μην περιμένουν καμία ανταμοιβή. Στην αρχή είναι σκληρό, αλλά μακροπρόθεσμα είναι απελευθερωτικό.