Του Γιώργου Ρήγα
Στη βιβλιογραφία των διεθνών σχέσεων υπάρχει μια θεωρία που στα ελληνικά θα αποδιδόταν με το βαρύγδουπο όρο της «Πανταχόθεν Ισορροπίας Θεωρία». Πίσω από τον πομπώδη αυτό τίτλο κρύβεται η απλή διαπίστωση πως ένας ηγέτης προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία του συχνά ισορροπεί μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών προκλήσεων. Ως γνωστόν κάθε κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί ζητήματα εσωτερική και εξωτερικής πολιτικής. Αν σε μια δεδομένη στιγμή έχει μια σημαντική επιτυχία στον ένα τομέα, τότε αυτή μπορεί να εξισορροπήσει την ελλιπή του απόδοση στον άλλο και έτσι η από τα κάτω δυσαρέσκεια, που θα έθετε σε κίνδυνο την εξουσία του, αμβλύνεται. Στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες οι ηγέτες, ειδικά αυτοί που έχουν μακρά θητεία στο αξίωμα τους,αντιμετωπίζουν σοβαρά ζητήματα εσωτερικής φθοράς. Αυτά λοιπόν τα ζητήματα θα επιλύονταν αποτελεσματικά αν σημειωνόταν μια σπουδαία επιτυχία στην εξωτερική πολιτική. Για παράδειγμα αρκεί να σκεφτεί κανείς πως θα αντιδρούσε ο ελληνικός λαόςαν το 2004 λίγο πριν τις εκλογές ο πολιτικά φθαρμένος Σημίτης ενέπλεκε την Ελλάδα σε ένα θερμό επεισόδιο με την Τουρκία που θα ταπείνωνε τον φρέσκο τότε στην εξουσία Ερντογάν. Το πρόβλημα φυσικά τόσο για τον Σημίτη, όσο και τους περισσότερους σύγχρονους ηγέτες είναι ότι οι διεθνείς ισορροπίες δεν ευνοούν σημαντικές αλλαγές του statusquoκαι άρα η δυνατότητα ελιγμών στην εξωτερική πολιτική είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Όμως σε αυτόν τον γενικό κανόνα το Ισραήλ του Νετανιάχου αποτελεί εξαίρεση.
Ο Νετανιάχου, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ισραήλ, βρίσκεται στη δίνη σκανδάλων και στην προσπάθεια του να κρατηθεί στην εξουσία έχει οδηγήσει τη χώρα του σε ένα ιδιότυπο πολιτικό αδιέξοδο με αποτέλεσμα οι Ισραηλινοί να οδηγηθούν σε λίγες εβδομάδες στις κάλπες για τρίτη φορά μέσα σε ένα χρόνο. Ο Νετανιάχου όμως έχει την τύχη να διαθέτει ένα πολύ ισχυρό υπερατλαντικό φίλο, τον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Ο τελευταίος λοιπόν αποφάσισε σε αυτή τη συγκυρία να ανακοινώσει τις παραμέτρους του σχεδίου για την ειρήνη στους Αγίους Τόπους καλώντας στο Λευκό Οίκο τόσο τον Νετανιάχου, όσο και τον ανθυποψήφιο του Μπένι Γκαντς.
Η κλήση του Γκαντς ήταν απαραίτητη για να τηρηθούν τα προσχήματα της ουδετερότητας, αλλά το ότι η πρωτοβουλία του Τραμπ ευνοεί τον Νετανιάχου είναι παραπάνω από προφανές. Και αυτό γιατί το αμερικάνικο σχέδιο, που δεν είναι τίποτα άλλο από τη λίστα επιθυμιών του Ισραήλ, δεν μπορεί παρά να ενισχύσει την κυβέρνηση Νετανιάχου που μαζί με την ομάδα του Τραμπ συνδιαμόρφωσε τα προηγούμενα το κείμενο που σήμερα βλέπει το φως της δημοσιότητας.
Η λεγόμενη συμφωνία του αιώνα ίσως είναι μια φάρσα γιατί κυρίως ΔΕΝ είναι συμφωνία αφού το ένα από τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη, οι Παλαιστίνιοι, αρνήθηκαν όχι απλά να συναινέσουν στο σχέδιο, αλλά και να το συζητήσουν. Το σχέδιο που εκπόνησε ο Κουσνέρ, ειδικός σύμβουλος και γαμπρός του Τραμπ, είναι εξόφθαλμα μονομερές. Σε αυτό το πλαίσιο ο Νετανιάχου πιστώνεται την αμερικάνικη στήριξη σε μια σειρά ακραίων αξιώσεων του Ισραήλ με τον πλέον επίσημο τρόπο, δηλαδή στη μορφή βάσης επίλυσης της διένεξης. Συνακόλουθα ο Νετανιάχου έχει ένα ισχυρότατο επιχείρημα έναντι των αντιπάλων του στις επικείμενες εκλογές.
Το σχέδιο του Λευκού Οίκου φέρεται να προβλέπει όλα σχεδόν όσα πρεσβεύει η ακροδεξιά στο Ισραήλ, ήτοι τον αποκλεισμό της επιστροφής των προσφύγων του 1948, την προσάρτηση των υψιπέδων του Γκολάν, την προσάρτηση της κοιλάδας του Ιορδάνη, την προσάρτηση των περισσότερων εποικισμών της Δυτικής Όχθης, ακόμα και των αποκομμένων από την ισραηλινή ενδοχώρα, και φυσικά την προσάρτηση των Ιεροσολύμων. Οι Παλαιστίνιοι οφείλουν να αρκεστούν σε ότι περισσεύει για να στήσουν ένα κράτος χωρίς κυριαρχία καθώς δεν θα τους επιτρέπεται να αναπτύξουν στρατό, να ελέγχουν τα σύνορα τους και να συνάπτουν συμφωνίες με άλλα κράτη χωρίς τη συγκατάθεση του Ισραήλ. Το μόνα πράγματα που φαίνεται να ευνοούν την παλαιστινιακή πλευρά είναι ένας μηχανισμός αποζημιώσεων για τους πρόσφυγες, η άρση του αποκλεισμού της Γάζας και η πρόνοια για ανάπτυξη μέσω οικονομικής βοήθειας ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τέλος το Ισραήλ θα υποχρεωθεί να εκκενώσει μια σειρά από παράνομα φυλάκια εποίκων στη Δυτική Όχθη.
Εδώ είναι χρήσιμο να εξηγήσουμε τι ακριβώς είναι αυτά τα φυλάκια. Από το 1967 οπότε το Ισραήλ κατέλαβε και κατέχει τη Δυτική Όχθη κατά καιρούς ομάδες φανατικών εποίκων προχωρούσαν στην κατάληψη εδαφών ή κτιρίων στην παλαιστινιακή γη. Όταν σημειώνονταν αυτές οι καταλήψεις οι ισραηλινές αρχές αντί της επιβολής του αυτονοήτου παρέπεμπαν τις δίκαιες διαμαρτυρίες των Παλαιστινίων στα δικαστήρια με τα τελευταία να κωλυσιεργούν για χρόνια ή δεκαετίες να εκδώσουν αποφάσεις. Στο μεταξύ οι Ισραηλινοί έστελναν μονάδες του στρατού στα φυλάκια για την προστασία των εποίκων διευρύνοντας με αυτόν τον τρόπο την κατοχή. Τώρα πολλά από αυτά τα φυλάκια θα χρειαστεί να εκκενωθούν και όταν τελικά αυτό γίνει το Ισραήλ θα το παρουσιάσει ως μια μεγάλη παραχώρηση εκ μέρους του.
Το ερώτημα που προκύπτει αβίαστα έχει να κάνει με το γιατί πρέπει κάποιος να ανησυχεί για τις εξελίξεις όταν οι Παλαιστίνιοι απορρίπτουν aprioriτους σχεδιασμούς του Λευκού Οίκου. Η ένσταση είναι καθ’ όλα λογική και θα είχε βάση αν ο Τραμπ απλά πρότεινε τη λύση που προωθεί και δεν την είχε θέση σε εφαρμογή από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντα του. Η διαφορά του Τραμπ με τους άλλους Αμερικανούς προέδρους που προσπάθησαν να επιλύσουν την ισραηλινό-παλαιστινιακή διένεξη είναι ότι δεν μπήκε στον κόπο να διαπραγματευτεί με τα δύο μέρη. Αντίθετα διάλεξε χωρίς προσχήματα πλευρά και σε αγαστή συνεργασία με τον Νετανιάχου άρχισαν να δημιουργούν τετελεσμένα για τους αδύναμους να αντιδράσουν Παλαιστίνιους.
Ο Τραμπ έχει εδώ και καιρό διακόψει την χρηματοδότηση προς την UNRWA, έχει αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ μεταφέροντας την πρεσβεία του στην διαφιλονικούμενη πόλη, έχει αναγνωρίσει την κυριαρχία του Ισραήλ στα υψίπεδα του Γκολάν, διάκειται θετικά στην προσάρτηση της κοιλάδας του Ιορδάνη και η ομάδα του υπό τον Κουσνέρ έχει προχωρήσει σε λεπτομερή μελέτη της οικονομικής ενίσχυσης των Παλαιστινίων έχοντας εξασφαλίσει στήριξη και κεφάλαια από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.Απέναντι σε όλα αυτά η παλαιστινιακή πλευρά εκτός από διαιρεμένη φαίνεται να έχει καταληφθεί από το σύμπλεγμα της μέδουσας. Και αυτό γιατί αδυνατεί να πάρει την όποια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να πιέσει αποτελεσματικά εναντίον της προωθούμενης διευθέτησης.