Η παραίτηση του Αλέξη Τσίπρα είναι μια σωστή απόφαση. Όχι γενναία, δεν θα μπορούσε να είναι γενναία μετά τα διαδοχικά εκλογικά αποτελέσματα. Αλλά ούτε κι αυτονόητη, καθώς δεν φαίνεται να δεχόταν ιδιαίτερη πίεση για να αποχωρήσει (το αντίθετο μάλιστα). Δεν γινόταν όμως αλλιώς, έπρεπε να αποχωρήσει και δεν θα τον έδιωχνε κανείς και καμιά. Η φθορά όλων αυτών των χρόνων ήταν πολύ μεγάλη, στις εκλογές αποδείχθηκε ανυπέρβλητη, ενώ υπάρχει άβυσσος μεταξύ της εικόνας που έχουν γι αυτόν οι ψηφοφόροι και οι μη ψηφοφόροι του. Η αποχώρησή του, που αφορά για διάφορους λόγους όλον τον χώρο από την Αριστερά μέχρι το περίφημο «Κέντρο», είναι μία αντίξοη ευκαιρία.
του Θάνου Καμήλαλη
Νομίζω ότι στο άκουσμα της παραίτησης Τσίπρα δεν χωράει χαιρεκακία, αυτήν ας την αφήσουμε στον για ακόμα μία φορά ολίγιστο Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν χωρούν πανηγυρισμοί, καθώς κανένα τέτοιο περιθώριο δεν αφήνει η παρούσα πολιτική κατάσταση.
Στα 15 χρόνια της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας ενσάρκωσε μια σειρά από διαφορετικά πρόσωπα. Ο νεαρός αρχηγός ενός κόμματος διαμαρτυρίας, έγινε ο άνθρωπος που καβάλησε το αντιμνημονιακό ρεύμα της απηυδυσμένης προς τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας ελληνικής κοινωνίας. Έγινε ο επόμενος Πρωθυπουργός και στη συνέχεια Πρωθυπουργός, σε μία κοσμοϊστορική για την Ελλάδα αλλαγή που συγκρίθηκε με τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981. Έγινε ο αριστερός Πρωθυπουργός που προσπάθησε να συγκρουστεί με τους δανειστές και προκήρυξε δημοψήφισμα για το τρίτο μνημόνιο. Έγινε ο άνθρωπος που μετέτρεψε το «Όχι» σε «Ναι». Αυτό είναι μία πραγματικότητα, ασχέτως του αν η πιστή εφαρμογή του «Όχι» σήμαινε τελικά έξοδο από το ευρώ, ζήτημα που πολώνει ακόμα και σήμερα. Ασχέτως επίσης, του τι θα συνέβαινε αν αποχωρούσε από εκείνη την 17ωρη δραματική διαπραγμάτευση, με τις τεράστιες πιέσεις, το ύψος των οποίων δεν γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα. Μπορείτε να βρείτε εδώ την «Πρόταση Γιούνκερ» που τέθηκε στο ερώτημα του δημοψηφίσματος. Θα βρείτε τους στόχους για μεγάλα πλεονάσματα, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις αυξήσεις στη φορολογία και τη περαιτέρω περικοπή συντάξεων.
Μετά την αποδοχή του τρίτου μνημονίου (το οποίο ψηφίστηκε χωρίς τους αποχωρήσαντες/ασες από τον τότε ΣΥΡΙΖΑ αλλά μαζί με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι σε εκείνη τη Βουλή), ο Τσίπρας έβαλε ως στόχο την κεντροαριστερά. Οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 ερμηνεύθηκαν τότε βολικά από τον ΣΥΡΙΖΑ ως ψήφος στη «συμφωνία». Πλέον, μοιάζει περισσότερο να ήταν απλά μία «δεύτερη ευκαιρία». Πολύ γρήγορα στρογγύλεψε τη ρητορική του. Μίλησε για «αυταπάτες», κατεδαφίζοντας όλα τα πολιτικά επιχειρήματα της περιόδου. Ο «εκβιασμός» έγινε «συμβιβασμός» και στη συνέχεια «μεταρρυθμίσεις», ενώ τεκμηριωμένα, αποδείχθηκε ο καλύτερος διαχειριστής κατά την εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών. «Με την κοινωνία όρθια» έλεγε τότε, δηλαδή χωρίς συσσίτια, με γεμάτα ταμεία από τη τελευταία δανειακή σύμβαση, αλλά με υπερφορολόγηση και νομοθετικά πλαίσια που θα τα βρίσκαμε μπροστά μας στη συνέχεια (βλ. ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί). Το τρίτο μνημόνιο πέρασε με ελάχιστες αντιδράσεις στους δρόμους, με τον κόσμο σπίτι του απογοητευμένο και με εξαφάνιση της πλην ΚΚΕ αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης από τη Βουλή. Τα θετικά μέτρα κρίθηκαν, από έναν κόσμο ηδη υπερφορτωμενο με αρνητικά μέτρα, πολύ λίγα και τα περισσότερα «πολύ αργά». Επί ΣΥΡΙΖΑ ψηφίστηκαν εμβληματικά νομοσχέδια στον τομέα των δικαιωμάτων (ιθαγένεια, σύμφωνο συμβίωσης, ταυτότητα φύλου) ενώ μετά από αγώνα των φεμινιστικών οργανώσεων μπήκε η συναίνεση στον ορισμό του βιασμού. Η Συμφωνία των Πρεσπών, παρά την προπαγάνδα από τότε μέχρι σήμερα, είναι ιστορική. Ως προς την κριτική ότι ήρθε «καθ’υπόδειξη του ΝΑΤΟ» αυτό είναι μεν αληθές, αλλά σε κάθε περίπτωση, επροκειτο για μία διακρατική διαφορά που θα έπρεπε να λυθεί με κάποιον τρόπο, κάποτε.
Η πολυδιαφημισμένη «έξοδος από τα μνημόνια» παραμένει παραποίηση της αλήθειας. Αυτό που πανηγυρίστηκε τότε ήταν η λήξη της δανειακής σύμβασης, χωρίς την ανάγκη επόμενης. Οι δεσμεύσεις της χώρας, που είχε την τύχη να μην αντιμετωπίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης λόγω της πανδημίας, εκτείνονται μέχρι το 2060, με πλεονάσματα άνω του 2%, ώστε να εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος. Η δημόσια περιουσία παραμένει υποθηκευμένη, με αποικιοκρατικές συμβάσεις παραχώρησης σε κερδοσκοπικές εταιρείες (Fraport, Cosco, Ferrovie) που έχουν διάρκεια 50 ετών. Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σεβάστηκε όπως μάλλον καμία το δημόσιο χρήμα, δεν έβαλε χέρι στα ταμεία, δεν βαρύνεται με σκάνδαλα διασπάθισης. Είναι επίσης γεγονός ότι, εκτός των τηλεοπτικών αδειών, δεν συγκρούστηκε σε ζητήματα που δεν είχαν σχέση με τα μνημόνια (σχέσεις με εκκλησία, φορολογία εφοπλιστών, «επενδύσεις» τύπου Eldorado και Ελληνικού).
Στη θεωρία, θα έπρεπε το «σύστημα» να έχει προσεταιριστεί τον Αλέξη Τσίπρα. Αποδείχθηκε ιδιαίτερα «αποτελεσματικός», σε ειδικές συνθήκες, το 2015-19. Αλλά η δεξιά προπαγάνδα εναντίον του επιμένει να τον παρουσιάζει ως «τον τοξικό, διχαστικό καταληψία», μη συγχωρώντας του ποτέ την περίοδο μέχρι τον Ιούλιο του 2015, το γεγονός ότι, όπως το χε πει ο Κώστας Σημίτης, είναι απλώς ένας «περιστασιακός ενοικιαστής της εκτελεστικής εξουσίας». Δεν ήταν δηλαδή «ιδιοκτήτης», όπως για παράδειγμα ο Κ.Μητσοτάκης. Υπάρχει όμως η τάση να δίνεται άφεση αμαρτιών στον Τσίπρα γιατί «τον πολεμάνε τα κανάλια» και «αφού τον πολεμάνε, κάτι καλό έχει κάνει». Ούτε όμως το ασφυκτικό μιντιακό τοπίο, ούτε φυσικά η υπόλοιπη αντιπολίτευση ΚΚΕ – ΠΑΣΟΚ – ΜέΡΑ25, ούτε η κατάσταση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ ευθύνονται αποκλειστικά για τη συντριβή.
Ο στρατηγικός στόχος της πορείας προς το κέντρο απέτυχε παταγωδώς. Η ιδέα φαίνεται ότι ήταν «να γίνουμε ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ». Το ΠΑΣΟΚ όμως δεν εξαϋλώθηκε, οπως προϋπέθετε αυτό το σχέδιο και τα exit polls δείχνουν ότι μόνο το 12,9% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, έναντι 37,1% ΝΔ και 31,7% ΠΑΣΟΚ. Η επίκληση της προπαγάνδας εδώ μοιάζει μόνο ένα μέρος της αλήθειας. Φίλοι στον ΣΥΡΙΖΑ λένε συχνά με παράπονο ότι «άλλοι μας κατηγορούν για το Όχι που έγινε Ναι και άλλοι ότι βάλαμε τη χώρα σε περιπέτειες. Άλλοι ότι δεν συγκρουστήκαμε και άλλοι ότι συγκρουστήκαμε». Μα, ισχύουν και τα δύο, εξαρτάται από το ποιας ιδεολογίας είναι ο κριτής.
Ο Τσίπρας, όπως φάνηκε εκ του αποτελέσματος στις εκλογές, είχε πλέον εγκλωβιστεί. Η εξουσία δεν ήρθε ως «ώριμο φρούτο», παρά τη γεμάτη σκάνδαλα κι αποτυχίες τετραετία Μητσοτάκη. Αντίθετα, αυτό που έμεινε ήταν μια αντιπολίτευση που χαρακτηρίστηκε, με εκκωφαντικό τρόπο, ως αναιμική. Που πάντα αντικρουόταν με ένα «μιλάτε εσείς που», σκόνταφτε στην αποδοχή του δόγματος ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» και έμοιαζε συχνά να πατάει σε δύο βάρκες. Και με τους πρόσφυγες και με τον φράχτη. Και με όλα τα Ραφάλ και με πολύ περισσότερο κοινωνικό κράτος κ.ο.κ. Αυτά, από ένα κόμμα που ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι έχει αριστερή βάση ψηφοφόρων. Ενδεικτική ειναι μια έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ, σε συνεργασία με την Prorata, τον Φεβρουάριο του 2023, που τόνιζε στα συμπεράσματά της ότι «η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ στέκεται πολύ “αριστερότερα” απ’ όσο ίσως πιστεύεται ή και συνιστά την επίσημη πολιτική του κόμματος». Ψηφίζεται από αριστερούς ανθρώπους, τους οποίους κατά καιρούς ή και συχνά έχει δυσαρεστήσει, κηνυγώντας τους κεντρώους ή ακόμα και τους κεντροδεξιούς.
Είναι άδικο για τον Τσίπρα ότι δεν του συγχωρέθηκαν τα λάθη, από έναν λαό που συνήθως έχει πολιτική μνήμη χρυσόψαρου; Ίσως είναι. Αλλά ο τότε ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε και πήρε ένα πολύ βαρύ φορτίο. Την ελπιδα. Και πολύς κόσμος που του την εναπέθεσε τότε, κάνοντας προσωπικές υπερβάσεις, αποδείκτηκε αμείλικτος στη συνέχεια.
Κάθε συζήτηση για τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ επί Αλέξη Τσίπρα είναι λογικό να διεγείρει τα πάθη και την αντιπαράθεση. Ήταν πρωταγωνιστής σε γεγονότα από κάθε άποψη ιστορικά και έντονα φορτισμένα. Ένας φίλος σχολίασε πρόσφατα στη «Φάρμα» ότι το 2015 ειναι ένα συλλογικό τραύμα για την Αριστερά, που πρέπει να κλείσει. Πολύς κόσμος μπήκε τότε σε «χαρακώματα», χωριστηκε σε «προδότες» και «υπεραριστερούς» με τα αριστερόμετρα έκτοτε να δίνουν και να παίρνουν. Άνθρωποι εν πολλοίς με κοινές αξιες και ιδανικά, αλλά με διαφορετική οπτική για πρόσφατα, κρίσιμα και πρωτόγνωρα γεγονότα. Δύσκολα μπορείς να συζητήσεις χωρίς να ξεκινήσουν οι επιθέσεις.
Ο πρωταγωνιστής εκείνης της περιόδου, μάλλον όλης της προηγούμενης δεκαετίας, κάνει πλέον πίσω, αποχωρεί. Δεν γινόταν αλλιώς, η φθορά των διαδοχικών ηττών αλλά και των διαφορετικών προσώπων του αυτά τα 15 χρόνια ήταν πλέον ανυπέρβλητη. Το γεγονός αυτό υπερβαίνει τον ΣΥΡΙΖΑ, που βρίσκεται πλέον σε σταυροδρόμι. Αφορά όλη την Αριστέρα και δίνει τη δυνατότητα να υπάρξουν πλέον κάποια στοιχειώδη κανάλια επικοινωνίας. Να βγούμε κάπως από τα οχυρά των βεβαιοτήτων μας και να αντιμετωπίσουμε πιο συλλογικά, πιο ενωτικά τον ζόφο, βάζοντας πιο πίσω την ανάγκη αυτοδικαίωσης, ή το «μαγαζί».
Με την αποχώρησή του, ο Αλέξης Τσίπρας δίνει στον ευρύτερο «αριστερό – προοδευτικό» χώρο μία αντίξοη ευκαιρία ανασυγκρότησης, ανασύνθεσης και αναγέννησης. Αντίξοη, γιατί η κυριαρχία της ΝΔ έχει πλεόν εδραιωθεί και γιατί η παραίτηση Τσίπρα προφανώς στην αρχή θα είναι ένα ακόμα πρόβλημα για την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς θα υπάρξουν οπαδοί του που πρόσκαιρα ή όχι θα αποχωρήσουν. Αλλά ευκαιρία να έρθουν τα πάνω κάτω, με ξεκάθαρες λύσεις και θεσεις, καθαρές κουβέντες, λιγότερα πάθη και αμαρτίες του παρελθόντος, περισσότερη εμπειρία και συμμετοχή των από κάτω στον διάλογο και τα γεγονότα.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα γίνει αυτό. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πιάσει αυτό. Αλλά οι απελπισμένοι καιροί… απαιτούν και ενδιαφέρουσες λύσεις.