Μπήκαμε στο Δεκέμβρη του 2014. Είναι ωραίο να ζεις σε μια χώρα που στις 12 Οκτωβρίου γιόρτασε – αν μπορούμε να πούμε ότι το γιόρτασε κιόλας- τα 70 χρόνια από την απελευθέρωση από τους Γερμανούς και σε λιγότερο από δύο μήνες, στις 3 Δεκεμβρίου έπρεπε να θυμηθεί και την έναρξη των Δεκεμβριανών. Από το θρίαμβο μέχρι την καταστροφή μόνον 52 ημέρες. Ξεκίνησαν στο Σύνταγμα, στις 3 Δεκέμβρη του 1944, και εκεί δεν ήταν αστεία, ήταν όντως Δεκεμβριανά. Μια πόλη χωρισμένη στα δύο, με τις ξένες δυνάμεις παρούσες, με τον αδελφό να σκοτώνει τον αδελφό του, με εγκλήματα — ακόμα και με εγκλήματα για άλλους λόγους, υπό το μανδύα του πολιτικού αγώνα. Έχω ακούσει πολύ άγριες ιστορίες για τα Δεκεμβριανά από ανθρώπους κάθε τάξης και πρέπει το αίμα να έτρεχε σαν ποτάμι, από ανθρώπους λυσσασμένους, ο ένας εναντίον του άλλου, ο αδελφός εναντίον του αδελφού, ο Έλληνας εναντίον του Έλληνα. Όταν ακούω από διάφορους κραυγαλέους συναδέλφους που παίζουν ο καθένας το παιγνιδάκι του, να συγκρίνουν το τώρα με την Κατοχή ή τα Δεκεμβριανά του 2008 με του 1944, λυπάμαι μόνο αυτούς που τους ακούνε και τους παίρνουν σοβαρά. Άλλη μια «τιμωρία» ενός λαού με απουσία κάθε ιστορικής μνήμης, αλλά και άρνησης να δει καθαρά το πρόσωπό του στον καθρέφτη.
Γι’ αυτό και γω, σε αυτό το μήνα που κλείνουν εβδομήντα χρόνια από τα Δεκεμβριανά, τα οποία θα έπρεπε να είναι κορυφαίο παράδειγμα προς αποφυγήν σε αυτή τη χώρα και να διδάσκεται στα σχολεία, θέλω να μιλήσω σήμερα για το κορυφαίο θύμα των Δεκεμβριανών, το πρόσωπο που η δολοφονία του κάλυψε ο,τιδήποτε άλλο και που βέβαια έκανε κακό στην αριστερά. Μιλάω για τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη.
Η Ελένη Παπαδάκη γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1908 ή του 1907 ή του 1903, που μάλλον είναι και το πιο πιθανόν. Παιδί καλής οικογενείας, ήταν πολύ μορφωμένη, βαθύτατα καλιεργημένη, με ξένες γλώσσες, με σπουδές μουσικής και θεάτρου, ήταν μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα. Από την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο το 1925, στη «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάιλντ, ξεχώρισε. Πέρασε από το θίασο των «Νέων», από το θίασο της Κοτοπούλη, και κάποια στιγμή πήγε στο Εθνικό, στα πρώτα του χρόνια. Οι κριτικές για τις παραστάσεις της είναι μοναδικές και οι ερμηνείες της, από ότι λένε, ανεπανάληπτες. Η Βάσω Μανωλίδου μου είχε πει «Δεν υπήρξε άλλη σαν την Παπαδάκη. Ήταν αυθεντική, κι αυτό την έκανε μοναδική». Ο τρόπος που έπαιζε τον Πιραντέλο αλλά και την αρχαία τραγωδία, το αστικό δράμα ή την κωμωδία, όλοι λένε ότι ήταν μοναδικός. Από Σαίξπηρ έως Σοφοκλή κι από Όσκαρ Ουάιλντ μέχρι … ότι κι αν έπαιζε ήταν ενας θρίαμβος γι’ αυτή. Έπαιξε σε μία ταινία εκείνης της εποχής, αλλά το σινεμά τότε ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση στην Ελλάδα και δε μπόρεσε να καταγράψει τη μεγάλη της τέχνη. Επειδή όμως είχε ωραία φωνή έγραψε δίσκους κάποια τραγούδια της εποχής, και μάλιστα το «Ταγκό της Θεατρίνας» που έγινε αργότερα επιτυχία με τη Δήμητρα Γαλάνη, το έγραψε γι’ αυτήν ειδικά ο Χρήστος Χαιρόπουλος.
Στο Εθνικό, όμως, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα γι’ αυτήν, ήδη από τα πρώτα χρόνια είχαν δημιουργηθεί φατρίες και ο παντοδύναμος σκηνοθέτης Ροντήρης προωθούσε την Παξινού, κόντρα στην Παπαδάκη, σε βαθμό που από ένα σημείο και μετά άρχισαν να γράφονται και κομμάτια απο κριτικούς και ρεπόρτερ της εποχής, γιατί δε χρησιμοποιεί την Παπαδάκη. Ήταν η «Κλυταιμνήστρα» στην περίφημη «Ηλέκτρα» που παίχτηκε το ’36 στο Ηρώδειο και άνοιξε για πρώτη φορά στα νεώτερα χρόνια τις πόρτες της Επιδαύρου το 1938. Η Παξινού, που είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον πρέσβυ της Αγγλίας στην Αθήνα, σερ Γουότερλου, τον έπεισε να μεσολαβήσει για να πάει το Εθνικό να δώσει παραστάσεις στο Λονδίνο. Κι εκεί, η βαριά αυλαία στο φινάλε έκλεισε πίσω απο την Παξινού, για να υποκλιθεί μόνη ενώ από πίσω ο υπόλοιπος θίασος, κι η Παπαδάκη φυσικά, έμειναν στη σκιά. Τότε πρέπει να κατάλαβε η Παπαδάκη ότι χρειαζόταν κι αυτή έναν ισχυρό σύμμαχο. Στα χρόνια της Κατοχής η Παπαδάκη λένε πως απέκτησε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον κατοχικό πρωθυπουργό, Ιωάννη Ράλλη. Δεν είναι σίγουρο ότι ήταν ερωτικές σχέσεις, άλλωστε πολλά θρυλούνται και για τη σεξουαλικότητα της Παπαδάκη, σίγουρο όμως είναι πως λόγω αυτής της γνωριμίας, η Παπαδάκη βοήθησε πολύ κόσμο σε καίριες στιγμές, μέσα στο Εθνικό. Το πρόβλημα, όμως, ήταν πως η Παπαδάκη, ακριβώς γιατί ήταν αυτή που ήταν, είχε αποκτήσει πολλές έχθρες και αντιζηλίες μες στο Εθνικό, ειδικά από το γυναικείο πληθυσμό, και κανείς ή μάλλον καμμιά δεν έβλεπε με καλό μάτι την παρουσία της εκεί.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, σε λαϊκό δικαστήριο, από αυτά που γίνονταν πολλά τότε, μες στην αίθουσα ενός θεάτρου, η Παπαδάκη καταδικάστηκε απο τους συναδέλφους της. Η ίδια δεν κρύφτηκε γιατί πίστευε πως θα λάμψει η αλήθεια στο τέλος, ίσως να μην πίστευε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να αγριέψουν ποτέ. Αλλά μετά ήρθαν τα Δεκεμβριανά, η Παπαδάκη συνελήφθη από το ΕΑΜ, λένε πως δολοφονήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου, αλλά η σορός της βρέθηκε τέλη Ιανουαρίου του ’45, μαζί με άλλους, με τη φρίκη ζωγραφισμένη στο νεκρό πρόσωπό της, δεμένη με τις ζαρτιέρες της, με σκισμένα ρούχα. Στην κηδεία της, αμέσως μετά, παραβρέθηκε όλο το ελληνικό θέατρο αλλά όχι κι οι αριστεροί συνάδελφοί της, ή τουλάχιστον όχι όλοι. Κι όταν ο Αλέξης Σολωμός διάβασε ένα κείμενο γι’ αυτήν, κάποιοι αριστεροί συναδελφοί τους, του αντέτειναν «κι οι δικοί μας νεκροί θέλουν κείμενο». Ο Ζαχαριάδης, στη συνδιάσκεψη του κόμματος, καταδίκασε τη δολοφονία της Παπαδάκη και παραδέχθηκε πόσο κακό έκανε στο κόμμα αυτή η ιστορία. Οι δολοφόνοι της βρέθηκαν και εκτελέστηκαν, αλλά ποιός ξέρει κιόλας την αλήθεια. Κάποιοι είπαν ότι δεν ήταν καν αριστεροί, αλλά κατσαπλιάδες. Κάποιοι είπαν πως την κατέδωσαν συνάδελφοί της. Ειπώθηκε μάλιστα και το όνομα της Παξινού, πράγμα πολύ δύσκολο, μιας και η Παξινού ήταν τότε στην Αμερική και δύσκολα μπορούσε να ανακατευτεί με τον αγώνα απο κει. Οι ευθύνες, για αυτούς που ξέρουν, προέρχονται από κάποια άλλα πρόσωπα του θεάτρου εκείνης της εποχής, αλλά επειδή δεν αποδείχθηκαν ποτέ και επειδή έχουν και απογόνους, καλό είναι να μην τους αναφέρουμε.
Αρκεί μόνο να δεις μια φωτογραφία, μετά από τόσες δεκαετίες, με την Παπαδάκη να ερμηνεύει είτε την Αντιγόνη – που την έπαιξε όλη με τα χέρια δεμένα πίσω- είτε τη Κλυταιμνήστρα είτε την Εκάβη είτε την Ερσίλια Ντρέικ από το «Να ντύσουμε τους γυμνούς» του Πιραντέλο, κι από την έκφραση του προσώπου της καταλαβαίνεις πόσο σπουδαία ήταν. Θα μπορούσε να είναι ένα από τα μεγάλα κεφάλαια της ιστορίας του ελληνικού θεάτρου. Η μοίρα το έφερε να γίνει και η ίδια τραγική ηρωίδα όπως αυτές που ερμήνευσε τόσο μοναδικά στη σκηνή.
Θα μπορούσα να θυμηθώ και άλλα πρόσωπα, κι άλλα γεγονότα κι άλλες καταστάσεις για τα Δεκεμβριανά, αλλά προτίμησα να μιλήσω για την Ελένη Παπαδάκη όχι μόνο γιατί ήταν η πιο διάσημη αλλά και γιατί η ιστορία της η ίδια και ο τρόπος που έφτασε μέχρι το θάνατο ήταν απίστευτος. Θα μπορούσε κάποιος να μου πει βεβαίως πως, εντάξει, αλλά κι αυτή ήταν με ένα δοσίλογο πρωθυπουργό, όταν η Ελλάδα δεινοπαθούσε. Μόνο που η Παπαδάκη αυτή τη σχέση, κι αυτό είναι αποδεδειγμένο, δεν την εκμεταλλεύτηκε για την παρουσία της στο θέατρο, πιο πολύ άλλοι εισέπραξαν τα οφέλη της παρά η ίδια. Η Ελένη Παπαδάκη είναι επίσης ένα σύμβολο, δυστυχώς, για κάτι που είπα στην αρχή του κειμένου. Πως ένας αγώνας, σωστός ή λάθος, χρησιμοποιείται θαυμάσια από κάποιους προς ίδιον όφελος.