
Ως γνωστόν, η ερευνητική κοινότητα δε σε παίρνει στα σοβαρά αν δεν φέρεις αριθμούς, διαγράμματα και ποσοστά, αν δεν παρουσιάσεις δείκτες και τάσεις. Όλα αυτά στοιχειοθετούν, τεκμηριώνουν και αποδεικνύουν αυτό που ονομάζεται evidence-based research. Στην πραγματικότητα, πολύ συχνά πρόκειται για το ανάποδο: research-based evidence. Οι ερευνητές παίρνουν ορισμένες προϋποθέσεις και κατηγορίες ως δεδομένες, και ψάχνουν τα νούμερα που επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη έχουν μάθει να πιστεύουν. Πρώτα παίρνουν ως απαράλλακτο το συμπέρασμα και έπειτα βάζουν τα δεδομένα να παίξουν στο φόντο.
του Νίκου Βράντση
Ο Μαρξ το έλεγε με ακρίβεια στο μοναδικό του κείμενο περί μεθόδου, στην εισαγωγή των Grundrisse, κριτικάροντας την κλασική πολιτική οικονομία, που κοιτούσε την κατηγορία «πληθυσμός» χωρίς να εξετάζει τις τάξεις που συνθέτουν αυτόν τον πληθυσμό, τις σχέσεις που διαπερνούν αυτές τις τάξεις. Δεν ήταν ενάντια στη χρήση της έννοιας «πληθυσμός», αλλά ενάντια στη δίχως κριτική εξέτασή της.
Η στατιστική είναι η γλώσσα των μεγάλων αριθμών, αλλά και των μεγάλων αποσιωπήσεων. Ετυμολογικά συγγενεύει με το κράτος (state): statistiké είναι η τέχνη της αποτύπωσης για λογαριασμό της κρατικής εξουσίας (βλ. Άρεντ, Η Ανθρώπινη Κατάσταση). Το ίδιο ισχύει για τους αυστηρούς ορισμούς, αποσιωπούν όπως οι μεγάλοι αριθμοί. Ο Νίτσε έγραφε πως «μόνο ό,τι δεν έχει ιστορία μπορεί να οριστεί». Οι ορισμοί παγώνουν τα πράγματα, τα ξεριζώνουν από τις μεταβολές τους, αποκρύπτουν την κίνηση που τα αποσαρθρώνει.
Στην έρευνα για τη στέγαση, η πίεση για «τεκμηρίωση» σπρώχνει πολλούς ερευνητές να ευθυγραμμιστούν με δείκτες και ποσοστά που δεν εξετάζονται κριτικά, αλλά λαμβάνονται ως δεδομένα. Όσο περισσότερο εμπιστευόμαστε αυτούς τους δείκτες, χωρίς να τους αποδομούμε, τόσο πιο τετριμμένα συμπεράσματα βγάζουμε, κι από τα τετριμμένα συμπεράσματα οδηγούμαστε σε αναποτελεσματικές ή επικίνδυνες πολιτικές.
Ιδιοκατοίκηση
Μια από τις πλέον γνώριμες στατιστικές είναι οι μετρήσεις της ιδιοκατοίκησης. Το 2005 η ΕΛΣΤΑΤ μετρούσε το ποσοστό ιδιοκατοίκησης στο 84,6%, ενώ το 2024, το ποσοστό έπεσε στο 69,6%. Μια δραματική πτώση, πράγματι. Αλλά το πραγματικό δράμα κρύβεται αλλού: σε αυτό που η στατιστική αυτή αποκρύπτει.
Η ΕΛΣΤΑΤ δεν μετρά ανθρώπους, μετρά νοικοκυριά. Ρωτάει αν το νοικοκυριό κατέχει το σπίτι και θεωρεί ότι όλα τα μέλη αυτού του νοικοκυριού είναι ιδιοκάτοικοι. Έτσι, κάποιος νεαρός που ζει στο παιδικό της δωμάτιο στα 35 γιατί τα ενοίκια έχουν ξεφύγει, ή μια γυναίκα που δεν μπορεί να φύγει από έναν καταπιεστικό σύντροφο γιατί δεν υπάρχει άλλη επιλογή, λόγω υψηλών ενοικίων και χαμηλών μισθών, καταγράφονται ως ιδιοκάτοικοι. Η στατιστική δεν θα ρωτήσει ποτέ: «σου αρέσει εκεί που μένεις;», «είσαι ασφαλής;», «έχεις επιλογή;». Θα ρωτήσει μόνο: «το σπίτι ανήκει στο νοικοκυριό;». Η Ελλάδα δεν είναι χώρα ιδιοκατοίκων. Είναι χώρα ιδιοκατοικούντων νοικοκυριών, μέσα στα οποία ζουν μέλη χωρίς εναλλακτική επιλογή στέγασης.
Ιδιοκτήτες
Στην κατηγορία ιδιοκτήτες βρίσκουμε και εκμισθωτές και ιδιοκατοίκους. Ιδιοκατοίκοι είναι όσοι ζουν στο σπίτι που κατέχουν. Εκμισθωτές είναι όσοι ζουν από την εργασία των ενοικιαστών. Είναι όμως άλλο να ξεπληρώνεις το σπίτι σου με τον μισθό σου, κι άλλο να συντηρείς πέντε σπίτια με τον μισθό των άλλων.
Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ) δεν είναι ένωση ιδιοκτητών γενικά. Στην πραγματικότητα είναι ένωση εκμισθωτών. Είναι η ένωση όσων συσσωρεύουν πλούτο από τον μισθό που τους δίνουν οι ενοικιαστριες για να τους επιτρέπεται να ζουν στα σπίτια που ελέγχουνται από τους εκμισθωτές.
Η ΠΟΜΙΔΑ ισχυρίζεται πως εκπροσωπεί όλους τους ιδιοκτήτες. Αλλά δεν την είδαμε ποτέ να υπερασπίζεται τους υπερχρεωμένους, τους ιδιοκατοίκους χωρίς ρεύμα, εκείνους που δεν έχουν παθητικά εισοδήματα.
Ακόμα και οι εκμισθωτές δεν είναι όλοι ίδιοι. Άλλος νοικιάζει ένα δυάρι για να συμπληρώσει τη σύνταξή του, να πληρώσει το δάνειό του ή το δικό του ενοίκιο κι άλλος κατέχει 10 διαμερίσματα και κάνει «αποδοτική διαχείριση χαρτοφυλακίου»; Μέσα στην κρίση, οι δεύτεροι πολλαπλασιάστηκαν, αγόρασαν κοψοχρονιά ιδιοκτησίες των πρώτων και τώρα τις νοικιάζουν χρυσάφι ή τις πετάνε στο Airbnb. Ο ορισμός «ιδιοκτήτες» δεν θα μας πει τίποτα απ’ όλα αυτά.
(Μη) προσιτή κατοικία;
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει έναν ορισμό για την «μη προσιτή» κατοικία: είναι η κατοικία για την οποία δαπανάται περισσότερο από το 40% του μηνιαίου εισοδήματος ενός νοικοκυριού. Φαίνεται ένας ορισμός καθαρός και μετρήσιμος, με βάση τον οποίο πάνω από το 30% των νοικοκυριών στην Ελλάδα ζουν σε μη προσιτή κατοικία.
Αλλά πως υπολογίζεται η μη «ποσιτότητα»; Οι υπολογισμοί συχνά βασίζονται στο μέσο όρο του πληθυσμού, δηλαδή στο σύνολο των εισοδημάτων, πλούσιων και φτωχών μαζί. Ο μέσος όρος εισοδήματος που προκύπτει από αυτόν τον υπολογισμό απέχει πολύ από το μέσο εισόδημα του τελευταίου εισοδηματικά τεταρτημορίου του πληθυσμού.
Με αυτό το μέτρο σχεδιάζονται οι πολιτικές για την προσιτή κατοικία. Ας πάρουμε το παράδειγμα της «κοινωνικής αντιπαροχής», για παράδειγμα: το κράτος σκοπεύει να παραχωρήσει δημόσια γη σε εργολάβους που θα χτίζουν blocks διαμερισμάτων, κρατώντας τα περισσότερα για να τα πουλήσουν στην αγορά, ενώ ένα μικρό ποσοστό θα εκμισθώνεται ως «προσιτή κατοικία» με βάση το 40% του γενικού εισοδήματος. Πέρα από την παραχώρηση δημόσιας γης σε ιδιωτικά κατασκευαστικά συμφέροντα και developers, το μικρό ποσοστό θα είναι προσιτό για ποιον; Δεν θα είναι προσιτό για έναν άνθρωπο χωρίς εισόδημα, για τον άνεργο, τον κακοπληρωμένο, τον φοιτητή, τον συνταξιούχο των 480 ευρώ.
Αν θέλουμε να μιλάμε σοβαρά για πολιτική προσιτής κατοικίας, ίσως θα πρέπει να πάρουμε ως βάση υπολογισμού το χαμηλότερο εισοδηματικό τεταρτημόριο. Να ορίσουμε την προσιτότητα από τα κάτω. Κανένα σπίτι να μην κοστίζει πάνω από το 40% του εισοδήματος του φτωχότερου 25% του πληθυσμού. Και να το πούμε καθαρά: όχι ανά περιοχή και αστική «ζώνη», όχι στο «κάθε φτωχός στο δικό του γκέτο». Προσιτή κατοικία παντού, στην αστική περιφέρεια αλλά και στα αστικά κέντρα, και στις γειτονιές που σήμερα τις κυνηγάει το real estate.
Οι τιμές της αγοράς
Ακούμε συχνά ότι οι τιμές ανεβαίνουν, ότι «η ζήτηση καθορίζει τα ενοίκια». Μόνο που υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: δεν υπάρχει πραγματική καταγραφή, δεν υπάρχει παρατηρητήριο τιμών. Δεν υπάρχει τίποτα που να μας λέει, με ακρίβεια, πόσο κοστίζει στ’ αλήθεια ένα σπίτι. Ό,τι ξέρουμε για τις τιμές ενοικίων και τις αυξήσεις τους το αντλούμε από τις πλατφόρμες αναζήτησης κατοικίας. Από τις ζητούμενες τιμές, όχι τις πραγματικές. Από το τι νομίζουν οι εκμισθωτές ότι μπορούν να ζητήσουν. Δηλαδή από προσδοκίες, φούσκες και ευσεβείς πόθους.
Και κάπως έτσι, η «πληροφορία» γίνεται ένας παραμορφωτικός καθρέφτης που φτιάχνει την αγορά. Οι πλατφόρμες δεν είναι ουδέτερες, παράγουν βεβαιότητες, παράγουν φούσκες. Μια αγγελία κατοικίας που μένει στον αέρα έξι μήνες χωρίς να εκμισθώνεται επειδή ο εκμισθωτής της ζητάει παράλογα ενοίκια σε σχέση με τους μισθούς, ανεβάζει τον μέσο όρο τιμών της περιοχής. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει εκμισθωτές να ζητάνε αυξήσεις ενοικίου με τη λήξη του συμβολαίου επειδή «έχουν δει τι παίζει στην αγορά».
Και οι διαχειριστές χρέους (servicers); Αυτοί οοι δρώντες που αποφασίζουν αν θα κάνουν αναδιάρθρωση χρέους ή πλειστηριασμό στα περιουσιακά στοιχεία των χρεωμένων νοικοκυριών, αγοράζουν δεδομένα από τις ίδιες πλατφόρμες. Κοιτάνε σε ποια γειτονιά υπάρχει μεγαλύτερη (ανα)ζήτηση, που συγκεντρώνονται τα περισσότερα κλικ, και επιλέγουν στρατηγικά πού θα πιέσουν. Εκεί όπου η ψηφιακή φούσκα προμηνύει υψηλές αποδόσεις, εκεί επιταχύνουν τον πλειστηριασμό και την εκποίηση. Εκεί ορίζουν την επόμενη κρίση. Η αγορά δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι φτιαγμένη, έχει τους δημιουργούς της, τους εκμεταλλευτές της και τους θύματά της.
Τα κενά σπίτια
Οι κυβερνήσεις και η ΠΟΜΙΔΑ μαζί τους, λένε «ας μειώσουμε τη φορολογία στους ιδιοκτήτες κενών σπιτιών και αυτά θα «ενεργοποιηθούν», θα ισορροπήσει η προσφορά, θα πέσουν τα ενοίκια. Μόνο που τα πράγματα δεν δουλεύουν βάση αυτής της κλασικής φαντασίωσης προσφοράς και ζήτησης..
Για αρχή, τα κενά ακίνητα δεν είναι μια ενιαία κατηγορία. Είναι ένα σύμπτωμα πολλών, πολύ διαφορετικών καταστάσεων. Αν δεν καταλάβουμε ποιοι τα κρατούν κενά, γιατί τα κρατούν κενά και πώς τα βλέπουν, τότε οι πολιτικές θα συνεχίσουν να χαϊδεύουν τους λίγους και να ξεζουμίζουν τους πολλούς. Υπάρχει μια απλή διάκριση:
- Κενά λόγω πολυϊδιοκτησίας και νομικών εμποδίων, μπλεγμένα σε κληρονομιές και ασάφειες.
- Κενά από φτωχοποιημένους ιδιοκτήτες που δεν έχουν τα χρήματα να τα ανακαινίσουν ή να τα αξιοποιήσουν.
- Κενά ως επενδυτική στρατηγική, παρκαρισμένα από θεσμικούς επενδυτές για μελλοντική υπεραξία.
- Κενά από μικροϊδιοκτήτες σε αναμονή ανόδου των τιμών, που ελπίζουν ότι θα πιάσουν καλύτερη τιμή.
- Κενά «μαύρα» που δηλώνονται κενά, αλλά νοικιάζονται χωρίς συμβόλαιο.
Αν τα δούμε έτσι, διακρίνουμε δύο βασικές μορφές κενότητας: εθελοντική και μη εθελοντική. Η πρώτη είναι σκόπιμη, κερδοσκοπική. Η δεύτερη, αποτέλεσμα φτώχειας και αδυναμίας. Όταν όμως η ΠΟΜΙΔΑ προτείνει μειώσεις φόρων, το κάνει στο όνομα όλων των ιδιοκτητών κενών ακινήτων. Στην πράξη, όμως, ευνοεί μόνο αυτούς που έχουν, αυτούς που μπορούν, αυτούς που περιμένουν την αγορά να φουσκώσει. Οι υπόλοιποι, οι μικροϊδιοκτήτες χωρίς ρευστό μένουν με το κενό στα χέρια. Και χωρίς κοινωνικό έλεγχο στις τιμές, χωρίς κατοικίες έξω από την αγορά, οι πολιτικές για την άρση της κενότητας θα συνεχίσει να είναι εργαλείο των λίγων και όχι λύση για τους πολλούς.
Η αστεγία
Όταν λέμε «άστεγος», τι εννοούμε; Τον άνθρωπο που κοιμάται στο παγκάκι. Την πιο ακραία μορφή στέρησης. Τη συνθήκη που ορίζει το «κατώφλι» του προβλήματος. Αλλά το πρόβλημα δεν αρχίζει εκεί. Αρχίζει πολύ νωρίτερα, και πολύ πιο σιωπηλά.
Η ευρωπαϊκή τυπολογία ETHOS (European Typology of Homelessness and Housing Exclusion), που διαμορφώθηκε από τη FEANTSA αποκαθιστά την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Δεν υπάρχει μόνο «χωρίς στέγη». Υπάρχει και «χωρίς κατοικία», «σε ανασφαλή στέγαση», «σε ακατάλληλη κατοικία». Δεκατρείς διαφορετικές μορφές στέρησης, που περιλαμβάνουν:
- Άτομα που κοιμούνται στον δρόμο ή σε καταφύγια έκτακτης ανάγκης.
- Άτομα που ζουν σε ιδρύματα, σε καταλύματα μεταναστών ή σε ξενώνες λόγω βίας ή φτώχειας.
- Άτομα που φιλοξενούνται προσωρινά από συγγενείς, χωρίς δικό τους χώρο.
- Άτομα που απειλούνται με έξωση ή βιώνουν ενδοοικογενειακή βία.
- Άτομα που ζουν σε ακατάλληλες συνθήκες: τροχόσπιτα, παραπήγματα, σπίτια με υγρασία, χωρίς θέρμανση, χωρίς φως.
- Άτομα σε σπίτια συνωστισμένα, χωρίς υπνοδωμάτια, χωρίς ιδιωτικότητα.
Με βάση αυτή την τυπολογία, η αστεγία δεν είναι εξαίρεση, αλλά μια διάχυτη κατάσταση. Δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε αλλά κι αυτό που δεν μας επιτρέπεται να μετρήσουμε.
Κοινωνική κατοικία
Στην Ελλάδα δεν έχουμε ορισμό για την κοινωνική κατοικία. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Όταν δεν ορίζεις κάτι, μπορείς να το βαφτίσεις όπως σε βολεύει. Έτσι, είπαν κοινωνική κατοικία τα ψίχουλα των επιδομάτων. Είπαν κοινωνική κατοικία το πρόγραμμα του ΟΕΚ που μοίραζε σπίτια μέσω κλήρωσης, μετατρέποντας τους ενοικιαστές σε μικροϊδιοκτήτες. Είπαν κοινωνική κατοικία ακόμα και την «κοινωνική αντιπαροχή», δηλαδή την κρατική χρηματοδότηση ιδιωτικών κατασκευαστικών κεφαλαίων.
Χρειαζόμαστε μια νέα, καθαρή λέξη για την κοινωνική κατοικία. Όχι ως εξαίρεση για τους ακραία εξαθλιωμένους, αλλά ως καθολικό δικαίωμα. Όχι ως προνομιακή παραχώρηση, αλλά ως δομική αναδιοργάνωση του τι σημαίνει «σπίτι» σε μια κοινωνία. Ένα κοινωνικοποιημένο απόθεμα κατοικιών, έξω από την αγορά, υπό δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο, με διαφανή κριτήρια και πολιτικό στόχο να προστατεύει, να αποκαθιστά τη στεγαστική δικαιοσύνη.
Στατιστικές χωρίς στέγη
Η στέγαση δεν είναι στατιστική. Είναι εξουσία. Και γι’ αυτό οι αριθμοί που τη ντύνουν πρέπει να ξεγυμνώνονται. Τα νούμερα δεν είναι ουδέτερα. Οι ορισμοί και οι κατηγορίες δεν είναι τεχνικά εργαλεία, αλλά πολιτικές κατασκευές που οργανώνουν το τι μετριέται και τι αποκρύπτεται, ποιοι/ες φαίνονται και ποιοι/ες εξαφανίζονται.
Γι’ αυτό και η μάχη για τη στέγαση είναι ταυτόχρονα και μάχη για την αλήθεια. Για το ποια είναι τα μέτρα της αξιοπρέπειας και της ανάγκης. Για το ποιοι/ες ονομάζονται «ιδιοκτήτες», «άστεγοι», «ωφελούμενοι». Και ποιοι/ες μένουν απλώς αόρατοι/ες.