Οι παρουσιάσεις αφορούσαν σε δύο βιβλία των εκδόσεων με ομιλίες και γραπτά του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα που φέτος ανατυπώνονται: «Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους» και «Ο σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα».

Ζωντανό παράδειγμα επαναστατικού καθήκοντος και διεθνισμού

Η πρέσβειρα της Κουβανικής Δημοκρατίας Σέλμις Μαρία Ντομίνγκες Κορτίνα αναφέρθηκε την παρέμβασή της στα λόγια με τα οποία ο Φιντέλ Κάστρο προλόγισε την πρώτη έκδοση του «Ημερολογίου της Βολιβίας» του φίλου και συντρόφου του Τσε Γκεβάρα: «Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η ιστορία μας έδειξε ένα πρόσωπο, ένα όνομα, ένα παράδειγμα που να γίναν τόσο γρήγορα μια τέτοια παθιασμένη δύναμη παγκόσμια. Κι είναι γιατί ο Τσε ενσαρκώνει, στην πιο αγνή κι ανιδιοτελή μορφή του, το διεθνιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει το σημερινό κόσμο κι όλο και περισσότερο τον αυριανό. Το εξαιρετικό του παράδειγμα αποκτά ολοένα και περισσότερη δύναμη στον κόσμο. Οι ιδέες του, το πορτραίτο του, το όνομά του, είναι σημαίες αγώνα ενάντια στις αποικίες απέναντι στους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευόμενους και προκαλούν παθιασμένο ενδιαφέρον από τους ποιητές και τους διανοούμενους όλου του κόσμου. Οι γιάνκηδες ιμπεριαλιστές φοβούνται τη δύναμη αυτού του παραδείγματος και πως μπορεί να συνεισφέρει στην αποκάλυψη τους». Επίσης έλεγε: «Τα γραπτά του Τσε, η πολιτική και επαναστατική σκέψη του, θα έχουν μια διαχρονική αξία στη κουβανική επαναστατική διαδικασία και στην επαναστατική διαδικασία της Λατινικής Αμερικής». Ότι «η αξία των ιδεών του τόσο ως ανθρώπου της δράσης, όσο και ως ανθρώπου της σκέψης, ως ανθρώπου άμεμπτων ηθικών αρετών, ως ανθρώπου άψογης συμπεριφοράς, έχουν και θα έχουν μια καθολική αξία».

«Έτσι ακριβώς συνέβη» συμπλήρωσε η Σέλμις. «Οι θεωρήσεις του Τσε σχετικά με την οικονομική οικοδόμηση του σοσιαλισμού, υπήρξαν θεμελιώδεις από την αρχή της επανάστασής μας, ταιριαστές με τις βασικές αρχές του Φιντέλ σε αυτό τον τομέα και μιας αξεπέραστης εννοιολογικής αξίας. Από τον ίδιο τον θρίαμβο του Γενάρη 1959, ο Τσε ανέλαβε μια σειρά ευθυνών στη σφαίρα της οικονομίας, που τον έφεραν να λάβει θέση στη διεύθυνση του Τμήματος Βιομηχανοποίησης του Εθνικού Ινστιτούτο Αγροτικής Μεταρρύθμισης, την προεδρία της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας και τελικά ως υπουργός Βιομηχανίας από το 1961. Σε όλες αυτές τις χρεώσεις ανέπτυξε μια εντατική εργασία, όμως πάνω από όλα μας έδειξε τη σημασία να αφιερώνουμε χρόνο στη μελέτη, ακόμα και αν είμαστε εν μέσω των πιο πολύπλοκων αρμοδιοτήτων». Προσέθεσε πως «υπάρχει μια τεράστια διδασκαλία και παράδειγμα σχετικά με αυτό, αν λάβουμε υπόψη πως σε όλη αυτή τη διαδικασία κυοφορίας των ιδεών του Τσε, πραγματοποιούνταν επίσης πολλαπλές συζητήσεις στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Να θυμηθούμε πως μεταξύ του 1960-1965 συνέβαιναν βαθιές οικονομικές μεταρρυθμίσεις στις ευρωπαϊκές σοσιαλιστικές χώρες, που αναδείκνυαν ολοένα και πιο έντονη την ανάγκη να αναπτυχθεί η αγορά μέσα στις συνθήκες του σοσιαλισμού, αλλά με ένα όραμα όπου στις θέσεις που υιοθετούνταν απέναντι στις ανεπάρκειες του ισχύοντος συστήματος διεύθυνσης απέρριπταν την πιθανή τελειοποίηση του προγραμματισμού και τον ρόλο του ανθρώπου στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού».

«Επίσης στην Κούβα ήταν κρίσιμες οι στιγμές αγώνα ενάντια σε συμμορίες και δολιοφθορές, καθιστώντας προσπάθειες για την οικονομική ανάπτυξη επηρεάζοντας την κουβανική πραγματικότητα, καθώς το να αναπτύξεις σε αυτά τα πλαίσια μια οικονομική συζήτηση που μετέβαινε από τις έννοιες στα πρακτικά αποτελέσματα, ήταν πραγματικά μια τεράστια προσπάθεια εκείνα τα χρόνια και ο Τσε την έφερε εις πέρας με μεγάλη πειθαρχεία και ετοιμότητα, πεπεισμένος για τη σημασία της πολιτικής οικονομίας στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα αξιολόγησε την δράση των ανθρώπων στην ανάπτυξη της κομμουνιστικής επαναστατικής διαδικασίας, μελετώντας τα χαρακτηριστικά, καημούς και φιλοδοξίες τους και αναλύοντας την εποχή που ζούσαν. Έδωσε έμφαση στην ανάγκη μαζί με τη πρόοδο στο οικονομικό πεδίο είναι απαραίτητο να αναπτυχθεί με αποφασιστική με αποφασιστική και καθοριστική μορφή η επαναστατική συνείδηση που θα ήταν ικανή να δημιουργήσει ένα νέο άνθρωπο, που με ιδιαίτερη κινητοποίηση θα έδινε τη συμβολή του στην ανάπτυξη της κοινωνίας», εξήγησε.

«Ως άνθρωπος των ιδεών, ο Τσε εξέφρασε τις απόψεις του σε διάφορες περιστάσεις σχετικά με τους οικονομικούς μηχανισμούς που έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, τις κατάλληλες διαδρομές για να δοθούν κίνητρα στους άνδρες και τις γυναίκες, καθώς και για τον ρόλο των ατόμων και των μαζών στο σύνολό τους στη διαδικασία πολιτικο-κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών της Κούβας. Επίσης μίλησε και έγραψε σχετικά με την υπέρβαση της δουλειάς ανάπτυξης για τις πολιτικές οργανώσεις, με ιδιαίτερο τρόπο για το Κομμουνιστικό Κόμμα και την Κομμουνιστική Νεολαία της Κούβας. Σχετικά με την ανάλυση της κουβανικής κοινωνίας στην αρχική περίοδο σοσιαλιστικής οικοδόμησης, για τον ρόλο που έπρεπε να αναλάβουν το άτομο και οι μάζες γενικά  και η συσχέτιση αυτών με τη πρωτοπορία της κοινωνίας, πρέπει να ξεχωρίσουμε το έργο του ‘Ο σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα’ που είναι πολύ σημαντικό και συνοψίζει τη σκέψη και τη θεώρησή του αναφορικά με αυτό το θέμα. Εκεί, με βαθύ και συνολικό τρόπο, αναλύονται οι θεμελιώδεις όψεις της οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας στη χώρα μας και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής, καθώς και αναφέρονται εκτιμήσεις σχετικά με ιδιομορφίες που πρέπει να έχουν οι άνδρες και οι γυναίκες για να μπορέσουν πραγματικά να εμπνεύσουν και να εφαρμόσουν στην πράξη την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αναδεικνύει με εύλογο τρόπο την σημασία που απέδιδε ο Τσε στα θέματα πολιτικού και ιδεολογικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με απευθείας τρόπο στα κινητά και τα αντανακλαστικά των ανθρώπων», προσέθεσε.

«Ήταν σημαντική όχι μόνο η υποστήριξη του λαού στην επανάσταση και η μαζική του ενσωμάτωση στα καθήκοντά της, αλλά και ότι ήταν αποφασιστικό να επιτευχθεί η πολιτική και ιδεολογική εκπαίδευση των μαζών. Για αυτό το λόγο έδωσε μια αξιοσημείωτη συνεισφορά σε αυτή την έννοια. Ο ‘σοσιαλισμός και ο άνθρωπος στην Κούβα‘ περιέγραφε με λεπτομέρεια μια σειρά εκτιμήσεις για αυτό το θέμα, επισημαίνοντας πως η εκπαίδευση του ατόμου αποτελούσε κάτι πολύ σημαντικό και η κοινωνία στο σύνολό της ήταν σχολείο. Έδωσε έμφαση στο ζήτημα της σημασίας της επαναστατικής συνείδησης, της ανάδυσης και ανάπτυξης ενός νέου ανθρώπου και στο ρόλο που έπρεπε να διαδραματίσει η επαναστατική πρωτοπορία ώστε με το παράδειγμά της να κατορθώσει την αφύπνιση και την κινητοποίηση αυτών που πορεύονταν περιπλανώμενοι. O Τσε επιβεβαίωσε ότι ο επαναστάτης καθοδηγείται από αισθήματα αγάπης και είναι αδύνατον να θεωρείς κάποιον αυθεντικό επαναστάτη χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό. Παρομοίως επεσήμανε τη διεθνιστική αφοσίωση που έπρεπε να χαρακτηρίζει του επαναστάτες, δηλώνοντας πως ο προλεταριακός διεθνισμός είναι ένα καθήκον, αλλά και μια επαναστατική αναγκαιότητα», επεσήμανε.

«Σε αυτή τη σκέψη για την αναγκαιότητα για την αναγκαιότητα ενός νέου επαναστατικού και διεθνιστή ανθρώπου, αφιέρωσε ένα σημαντικό ρόλο στη νεολαία. Θεωρούσε πως είναι το παράδειγμα όπου μπορούν να κοιτάξουν οι μεγαλύτερης ηλικίας άνδρες και γυναίκες που έχουν χάσει τον επαναστατικό τους ενθουσιασμό και την πίστη στη ζωή. Είπε ότι η ένωση κομμουνιστών νέων έπρεπε να καθορίζεται από την λέξη ‘πρωτοπορία’, δηλώνοντας πως θα έπρεπε να είναι οι πρώτοι στη δουλειά, τη μελέτη και την άμυνα της χώρας. Επεσήμανε την σημασία της παρουσίας και δουλείας στην άμυνα και την ανάπτυξη της Κουβανικής επανάστασης και της κοινωνίας γενικά. Επιβεβαίωσε πως: Ο θεμέλιος λίθος του έργου μας είναι η νεολαία. Σε αυτή εναποθέτουμε την ελπίδα μας και την προετοιμάζουμε για να πάρει από τα χέρια μας τη σημαία. Ο νέος κομμουνιστής δεν μπορεί να περιοριστεί από τα σύνορα ενός εδάφους. Πρέπει να κάνει πράξη τον προλεταριακό διεθνισμό και να τον νιώθει ως δική του υπόθεση». Η πρέσβειρα σημείωσε πως «αυτά που εξέφρασε ο Τσε διατηρούν μια μεγάλη σημασία και επικαιρότητα στον 21ο αιώνα, όπου οι Κουβανοί νέοι έχουν μπροστά τους νέες προκλήσεις και κίνητρα ως συνεχιστές του έργου της επανάστασης και προς την τελειοποίηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Επίσης βρίσκονται μπροστά σε νέες δεσμεύσεις με το κόσμο και ιδιαίτερα με τις χώρες του Τρίτου Κόσμου που έχουν ανάγκη τη συνεργασία για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα που έχουν. Κατά τη διάρκεια αρκετών δεκαετιών, χιλιάδες Κουβανών νέων έχουν κάνει πραγματικότητα τις αρχές του Τσε σε διαφορετικές περιοχές της Αμερικής και του κόσμου, παρέχοντας τη διεθνιστική τους συνεργασία σε πολλές περιστάσεις, σε μέρη πολύ απομακρυσμένα από τις πόλεις και σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης».

Τόνισε ότι «ο Τσε εργάστηκε ακούραστα για να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες και αρχές του και η ίδια του η ζωή υπήρξε παράδειγμα για κάθε μία από αυτές: αφοσίωση στη δουλειά, στο καθήκον και στο διεθνισμό για να βοηθήσει άλλους λαούς του κόσμου. Το παράδειγμά του και η επαναστατική του σκέψη αποτελούν σημαντικούς πυλώνες στην ανάπτυξη της σημερινής κουβανικής κοινωνίας.

O Τσε μέσα από τα μάτια μιας νέας εργάτριας

Η Μαγδαληνή Λάππα από τις εκδόσεις Διεθνές Βήμα, χειρίστρια στον τομέα της βιομηχανίας πλαστικών, μίλησε από τη σκοπιά μιας νέας εργαζόμενης που διαβάζει τον Τσε μέσα στις σημερινές συνθήκες και προκλήσεις. Η Μαγδαλινή θυμήθηκε πως το πρώτο βιβλίο που ήρθε σε επαφή από το Διεθνές Βήμα ήταν το ‘Ο Τσε Γκεβάρα μιλάει στους νέους‘, τονίζοντας πως της πήρε πολύ καιρό να μπορέσει να διαβάσει πραγματικά αυτό το βιβλίο. «Ο λόγος που δυσκολεύτηκα είναι το ένστικτο δυσπιστίας που έχω εγώ και πολλοί άνθρωποι, το οποίο παράγεται για λόγους επιβίωσης όταν ερχόμαστε σε επαφή με τα περισσότερα πράγματα. Το γεγονός ότι ο Τσε μιλάει πολύ ευθέως, η ανάγνωση μου προκαλούσε μια διαρκή αίσθηση άμυνας. Χρειάστηκε αρκετός καιρός για να σκεφτώ πως αυτός ο φόβος δημιουργεί το πολύ μεγάλο πρόβλημα να μην μπορούμε να φανταστούμε μια άλλη κοινωνία όπου μπορούμε να εμπιστευθούμε τους ανθρώπους γύρω μας. Μετά αυτό μπόρεσα να διαβάσω αυτό το βιβλίο και να μπορώ να σας πω τα κομμάτια που είχαν για μένα την πιο μεγάλη σημασία. Η ουσία αυτών των κειμένων που έχουν μεγάλο ενδιαφέρον γιατί γράφτηκαν ακριβώς μετά την Επανάσταση, αφορά ότι το τι λέει ο Τσε και ο τρόπος που το λέει διακατέχεται από μεγάλη αισιοδοξία στις δυνατότητες των μαζών ανθρώπων στις οποίες απευθύνεται. Αυτό είναι σημαντικό δεδομένου πως στη φάση που ζούμε, η αίσθηση της κοινωνίας που έχουμε γύρω μας είναι γεμάτη δυσπιστία προς τη δυναμική και τη ποιότητα αυτού του κόσμου».

Στην συνέχεια διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Τσε, το οποίο αναφέρει: «Υπάρχει φόβος πως το δάσος δεν θα αντιταχθεί ως το σύνολο των δέντρων. Είναι ψευδαίσθηση του σοσιαλισμού πως μπορεί να οικοδομηθεί με τα παλιά εργαλεία του καπιταλισμού, δηλαδή το κέρδος και το υλικό ατομικό ενδιαφέρον ως κίνητρο. Αυτός ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο. Για να οικοδομηθεί ο κομμουνισμός χρειάζεται να φτιαχτούν συγχρόνως νέες υλικές δομές, αλλά και να χτίσει ο ίδιος ο εαυτός του κάθε ανθρώπου έναν νέο άνθρωπο». Ο Τσε θέτει το ερώτημα αν οι άνθρωποι της Κούβας έχουν δημιουργήσει μια Επανάσταση, γιατί είναι ιδιαίτεροι από τη φύση τους; Και απαντά: «Σίγουρα όχι. Ο κόσμος είναι έτσι όπως είναι, γιατί είναι στα μέσα μιας Επανάστασης». Η Μαγδαληνή εξηγεί πως το παραπάνω λέει πως «η πίστη του Τσε και η αισιοδοξία του στις μάζες, δεν υπάρχει γιατί θεωρεί πως οι Κουβανοί είναι από τη φύση τους ιδιαίτεροι και ξεχωριστοί. Η πίστη του σε αυτούς και όλους τους ανθρώπους εδράζεται στη πίστη των δυνατοτήτων μιας διαδικασίας κατά την οποία οι άνθρωποι συνεργάζονται και παλεύουν για κάτι. Αυτό έχει μεγάλη δύναμη γιατί είναι κάτι που μπορεί να κάνει κάθε άνθρωπος και δεν γεννιέται με αυτό. Ο καθένας μπορεί να πάρει τον έλεγχο της ελευθερίας του».

Η ίδια μετέφερε τις σκέψεις της για την κατάσταση που εργαζομένων ανθρώπων που δημιουργούν τη σύγχρονη πραγματικότητα, επισημαίνοντας ότι «όσοι δεν έχουν πίστη σε αυτή τη μάζα των ανθρώπων, δεν έχουν εικόνα για αυτή. Σε ένα από τα κείμενα του Τσε που μιλάει για το οικονομικό πλάνο της Κούβας, πριν μιλήσει για αυτό δηλώνει πως πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε ποια είναι η πραγματικότητα που ζει ο κόσμος σήμερα και αυτή είναι η πιο δύσκολη διαδικασία». Αναφερόμενη στους χώρους εργασίας που έχει η ίδια δουλέψει, διαπίστωσε πως «για πολύ κόσμο υπάρχει μια έντονη αδικία που είναι περασμένη ως φυσιολογική. Για παράδειγμα όταν εργαζόμασταν στις ελιές, οι γυναίκες έπαιρναν 20 ευρώ/μέρα, οι άνδρες από την Αλβανία 30, οι γυναίκες από τη Ρουμανία 15, οι άνδρες από την Ελλάδα 40-50. Αυτά περνούσαν ως φυσιολογικά. Εμείς που εργαζόμασταν κατανοούσαμε την αδικία, αλλά νιώθαμε ανήμποροι. Ένα άλλο στοιχείο είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ των συναδέλφων, καθώς και οι συνθήκες εργασίας που πιέζουν το χρόνο κάθε εργάτη, ώστε να είναι η μόνη αποδεκτή ασχολία του να είναι οι δουλειά του. Αυτό φαίνεται για παράδειγμα στις υπερωρίες. Για παράδειγμα όταν δούλευα στις ανακαινίσεις σπιτιών, ο μόνος τρόπος για να πούμε στον εργολάβο ότι δεν θέλουμε να δουλέψουμε υπερωρία ήταν να πούμε πως θα πάμε στη νόμιμη δουλειά μας. Για αυτόν ήταν εντάξει να φεύγουμε για τη νόμιμη δουλειά μας γιατί οι περισσότεροι ήταν μετανάστες και έπρεπε να παίρνουν τα νόμιμα έγγραφα». Σε πολλές περιπτώσεις οι εργάτες «μαθαίνουν πότε πρέπει να δουλέψουν μια ώρα πριν».

Το πιο σημαντικό για την ίδια είναι πως «όποτε υπάρχει λίγη συνεργασία μεταξύ των συναδέλφων, το έδαφος αλλάζει και γίνεται πιο έφορο, καθώς μπορεί να ερχόμαστε από πολύ διαφορετικά περιβάλλοντα, αλλά με το σεβασμό στη δουλειά που κάνουμε μαθαίνουμε παράλληλα τον σεβασμό του ενός προς τον άλλον. Αυτό συμβαίνει σιγά σιγά, αλλά αν συμβεί αρχίζουμε σταδιακά να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον, χτίζοντας δυνητικά αυτή τη δύναμη που περιγράφει ο Τσε». Κατέληξε πως «αυτή η δυναμική που μπορεί να δημιουργηθεί όταν κόσμος συνεργάζεται και εμπιστεύεται ο ένας τον άλλον, το δέντρο που μπορεί να φυτρώσει δεν έχει το σχήμα μιας απελευθερωμένης χώρας, αλλά απελευθερωμένων ανθρώπων του κόσμου».

«Η σκέψη του Τσε επανέφερε με φρέσκο τρόπο τις μαρξιστικές-λενινιστικές συζητήσεις του παρελθόντος»

O Νίκος Καρανδρέας, Πρόεδρος του Ελληνοκουβανικού Συνδέσμου Φιλίας και Αλληλεγγύης, επεσήμανε ότι «τα  πιο φανερά σημεία της προσωπικότητας του Τσε Γκεβάρα λίγο-πολύ έχουν επισκιάσει μια γερή σκέψη που ασχολήθηκε με τα προβλήματα του σοσιαλισμού αρκετά πλατιά σε μικρό χρονικό διάστημα. Δηλαδή, από το διάστημα κυρίως μετά τη νίκη της επανάστασης μέχρι το σύντομο τέλος της ζωής του. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι με την επικράτηση της επανάστασης ο Τσε, ο Φιντέλ και η επαναστατική ηγεσία γνώριζαν πολύ καλά ότι τίποτε δεν είχε τελειώσει και ότι όλα τώρα άρχιζαν». «Ο Τσε Γκεβάρα δεν πρωτοτυπούσε, αλλά οι σκέψεις του ήταν βασισμένες στις μαρξιστικές αναλύσεις και τα έργα του Λένιν, επαναφέροντας ωστόσο με νέο και φρέσκο τρόπο τις συζητήσεις του παρελθόντος μέσα στα πλαίσια αυτής της τεράστια ζωογονία που λάμβανε χώρα στην Κούβα. Ένα βασικό σημείο στο οποίο αναφέρθηκε είναι ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού κι αυτή ξεκινάει με ένα υποκείμενο ελλιπές και με υπαρκτές υλικές δυσκολίες. Αυτές ήταν έντονες στην Κούβα μιας και η οικονομία και η ιδεολογία της ήταν απόλυτα συνδεδεμένες με την (βορειο)αμερικανική, όχι μόνο με τη καπιταλιστική, καθώς ήταν απόλυτα εξαρτημένη από το εμπόριο και τις επενδύσεις των ΗΠΑ. Πέρα από το υλικό, σε ανθρώπινο επίπεδο υπήρχε ένα μεγάλο βάρος, το οποίο αντιλαμβανόταν πολύ καλά ο Τσε και η υπόλοιπη ηγεσία της Επανάστασης. Παρόλο που ο Κουβανικός λαός είχε πίσω του μια ιστορία 90 ετών διαρκών και συνεχών επαναστάσεων. Όπως είπε και η Μαγδαληνή, με απλά λόγια το ξεκίνημα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού δεν βασίζεται σε ανθρώπους που είχαν προηγουμένως ζήσει σε παρόμοιο κοινωνικο-οικονομικό-πολιτικό καθεστώς. Όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, τα οποία ήταν εκμεταλλευτικά, είχαν βασικό στοιχείο την εκμετάλλευση κάποιων ανθρώπων από κάποιους άλλους, ενώ πριν ακόμα εγκαθιδρυθούν ήδη ο τρόπος παραγωγής και η ιδεολογία τους είχαν συντελεστεί και πολύς κόσμος είχε ήδη ταυτιστεί με αυτά».

Για παράδειγμα, «όταν έγινε η Γαλλική Επανάσταση ο καπιταλισμός ήδη υπήρχε σαν οικονομικό σύστημα και ιδεολογία. Όταν γίνεται η σοσιαλιστική επανάσταση, υπάρχει μόνο η ιδεολογία. Και αυτή σε μια μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, ενώ όπως έλεγε ο Φιντέλ Κάστρο και ο Τσε, ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν ταυτισμένος με την ιδεολογία της αστικής τάξης και εμποτισμένος με το τρόπο ζωής της και ιδιαίτερα από τον βορειοαμερικάνικο. Αν πάμε πιο βαθιά ακόμα, αυτή η κατάσταση αντιπαλότητας των εργαζομένων όχι με τον εργοδότη αλλά μεταξύ τους, που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στη Μαγδαληνή, είναι ένα φαινόμενο που επίσης έχει αναλυθεί στη μαρξιστική φιλοσοφία ως αντιπαλότητα μεταξύ ανθρώπων που έχουν να πουλήσουν ένα εμπόρευμα και ο καθένα κοιτάει να το πουλήσει με τον καλύτερο τρόπο. Και το εμπόρευμα αυτό είναι η εργατική μας δύναμη. Αυτό και αποξενώνει τον κόσμο και τον κάνει να σκέφτεται με βάση το προϊόν αυτό, το οποίο έχει να διαθέσει. Αυτή είναι η αλλοτρίωση του ανθρώπου στο καπιταλιστικό σύστημα. Εκτός από τις υλικές δυσκολίες, αυτό είναι το ανθρώπινο υλικό που έχει μια σοσιαλιστική επανάσταση για να μπορέσει να οικοδομηθεί. Αυτό ήταν ένας από τους κύριους στόχους της σκέψης και της προσπάθειες του Τσε Γκεβάρα στις ομιλίες του προς τους νέους, οι σκέψεις του για την οικονομική οργάνωση, αν θα υπάρχουν ηθικά κίνητρα και θα υπερέχουν στην εργασία, αν θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν στο μεταβατικό στάδιο καπιταλιστικές έννοιες όπως το εμπόρευμα, η τιμή και η αξία. Αυτά τον απασχόλησαν πολύ, καθώς υπήρχε η εμπειρία της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών χωρών και δεν ήταν κάτι σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά υπήρχαν απτά στοιχεία με τα οποία μπορούσε κανείς συλλογιστεί τα παραπάνω. Η άποψη του Τσε ήταν πως για να μπορέσει να συνεχιστεί η επαναστατική έξαρση που υπήρχε σε πολύ κόσμο, καθώς η μεγάλη πλειοψηφία υποστήριζε τα πρώτα μέτρα της Επανάστασης, όπως η Αγροτική Μεταρρύθμιση, τα νοίκια, τις απαλλοτριώσεις των μεγάλων (βόρειο)αμερικάνικων εταιρειών, με τρόπο διαισθητικό. Αυτό μαζί με τον επαναστατικό ενθουσιασμό είναι ικανό να κρατήσει ζωντανό τον κόσμο για ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι μια μακρόχρονη διαδικασία, μέσα στην οποία πρέπει να φτιαχτεί μια οικονομία που θα παρέχει προϊόντα ικανά να καλύψουν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και ταυτόχρονα να δημιουργεί μια άλλη στάση ανθρώπου εκ διαμέτρου αντίθετη με αυτή του εργαζομένου στον καπιταλισμό».

«Αυτή ήταν μια από τις δύο μεγάλες θεματικές του Τσε Γκεβάρα. Το άλλο ήταν ο διεθνισμός και η Επανάσταση αυτή καθ’ αυτή. Πως δηλαδή ο homo homini lupus (ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο») που έλεγαν οι Λατίνοι, να ξεπεράσει αυτή τη στάση ενός εμπορεύματος και να γίνει δημιουργός και συνδημιουργός μιας νέας κοινωνίας. Ο ίδιος ο Τσε καταλάβαινε πως με το προϋπολογιστικό σύστημα που είχε προτείνει για τη διαχείριση της οικονομίας, το οποίο προέβλεπε μια πολύ συγκεντρωτική δομή των διαφόρων κρατικών επιχειρήσεων και την κατάργηση σε έναν βαθμό των καπιταλιστικών εννοιών της οικονομίας ήταν ένα εγχείρημα δύσκολο και αμφίβολης αποτελεσματικότητας στο μεταβατικό στάδιο. Ο ίδιος είπε πως είναι κάτι που πρέπει να προσπαθήσουμε και αν αποτύχει να το τροποποιήσουμε, όπως και έγινε με την όχι πολύ καλή χρήση αυτού του μοντέλου. Στην ουσία είχε δίκιο,με την έννοια ότι αν προωθούνταν το μοντέλο που αναπτυσσόταν στην ΕΣΣΔ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες που για να αντιμετωπίσει προβλήματα ενέτασσε το νόμο της αξίας και την αποτίμηση των πάντων με το χρήμα, ήταν ένας δρόμος που δεν θα οδηγούσε πουθενά και θα οδηγούσε στην καταστροφή όπως και έγινε. Αυτά που ακολούθησαν στην Κούβα έδειξαν πως ένας συνδυασμός, ένας μετριασμός του συστήματος του Τσε Γκεβάρα, ίσως ήταν πιο αποδοτικός στο πρώτο στάδιο οικοδόμησης», εξηγεί. Όμως η ουσία της σκέψης αυτής «αργά ή γρήγορα πρέπει να ακολουθηθεί, αλλιώς τα αποτελέσματα θα είναι άσχημα. Η σκέψη αυτή ξαναδραστηριοποιηθηκε κατά τη διαδικασία επανόρθωσης των αρνητικών αποτελεσμάτων και μάλιστα μετά από δύο περιόδους οικονομικής άνθισης, με βάση περισσότερο το εμπορευματικό μοντέλο. Τα πράγματα δεν είναι ποτέ ίσια, καθαρά και όμορφα, αλλά έχουν μια διαλεκτική σχέση, μια κίνηση μια μεταβολή», προσέθεσε.

«Παρών σε κάθε στροφή της Κουβανικής Επανάστασης»

Η Νατάσα Τερλεξή από τις εκδόσεις Διεθνές Βήμα σημείωσε πως «οι πρωτεργάτες τη Κουβανικής Επανάστασης που θριάμβευε πριν 60 χρόνια, συμπεριλαμβανομένου του Τσε, του Φιντέλ και της κεντρικής ηγεσίας που είχε διαμορφωθεί από τον αγώνα στο βουνό, ήταν άνθρωποι που είχαν διαμορφώσει μια σοσιαλιστική προοπτική για την Επανάσταση και ήταν πεπεισμένοι μαρξιστές. Από αυτό μέχρι να ανατραπεί η καπιταλιστική τάξη πραγμάτων και να τεθεί ο στόχος οι εργαζόμενες τάξεις της Κούβας να πάρουν τα ηνία της εξουσίας στα χέρια τους, χρειάστηκε η συνάρτηση της κινητοποίησης των αγροτών των εργατών της χώρας για τη διεκδίκηση των συμφερόντων τους. Δεν ήταν νομοτελειακό ότι θα οδηγηθεί αυτή η επανάσταση σε μια σοσιαλιστική, αντικαπιταλιστική ανατροπή. Ωστόσο με δεδομένο το στόχο που είχε θέσει η ηγεσία και την κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών, έγινε πραγματικότητα. Λέγεται πως ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της Κούβας διακηρύχθηκε στις 16 Απριλίου του ’61, παραμονές της εισβολής του ιμπεριαλισμού στην Κούβα για να ανατρέψει την κυβέρνηση. Θα έλεγα ότι αυτό ήταν μια επιβεβαίωση μιας πραγματικότητας που χτιζόταν σταδιακά και αναγνωριζόταν εκείνη τη στιγμή. Η νικηφόρα έκβαση του αγώνα κατά των εισβολέων στον Κόλπο των Χοίρων επιβεβαίωνε τον χαρακτήρα που είχε ήδη προσδώσει στην Επανάσταση η οργανωμένη συμμετοχή και η πρωτοβουλία των μαζών. Εννέα μήνες νωρίτερα από την ήττα της εισβολής σε 72 ώρες, ο Τσε Γκεβάρα μιλούσε στην πρώτη ομιλία που υπάρχει στο βιβλίο, σε ένα συνέδριο Λατινοαμερικανικής νεολαίας, όπως έλεγε πως ‘αν η Επανάστασή μας είναι μαρξιστική είναι γιατί ανακάλυψε με τις δικές της μεθόδους τον δρόμο που υπέδειξε ο Μαρξ· αν σήμερα εμείς βάλαμε σε εφαρμογή αυτό που αποκαλείται μαρξισμός, είναι γιατί το ανακαλύψαμε εδώ».

«Εκείνο το καλοκαίρι του ’60 μιλούσε σε εκπροσώπους νεολαιών κομμάτων, πολλά από τα οποία θεωρούσαν πως η Επανάσταση στην Κούβα ήταν κάτι παράτολμο έως επικίνδυνο, καθώς και ότι οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες στις υπανάπτυκτες χώρες του Νότου για μια σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό ήταν το ρεφρέν που ακουγόταν από μεγάλο κομμάτι των ηγεσιών των αριστερών κομμάτων της εποχών. Η ανταρσύα της πρώτης Γενάρη του ’59 ήρθε ως απάντηση σε αυτό, υποδηλώνοντας πως η νεολαία, οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, δεν μπορούν να περιμένουν, είναι δυσβάστακτο το κοινωνικό κόστος, οι συνθήκες είναι υπερώριμες και οι λαοί έχουν ξεκινήσει να κινούνται, καθώς οι αστικές τάξεις της ηπείρου δεν πρόκειται ποτέ να είναι σύμμαχοι απέναντι στον ιμπεριαλισμό ε τον οποίο διατηρούν ζωτικούς οικονομικούς δεσμούς. Ο ίδιος ο Φιντέλ και Τσε πέρασαν μέσα από μια παρόμοια διαδικασία ανάπτυξης. Μπορεί να ήταν διαβασμένοι μαρξιστές, αλλά όπως περιγράφει ο Τσε, μέσα από την εμπειρία τους στη ζωντανή επανάσταση απέκτησαν εμπιστοσύνη όχι μόνο στο ότι είναι αναγκαίο να πάρει ο λαός την εξουσία, αλλά στην ικανότητα του εργαζόμενου λαού να δράσει και να διευθύνει την κοινωνία. Λέει ο Τσε ότι όλα τα μέλη της Κουβανικής κυβέρνησης που σχηματίστηκε με την Επανάσταση ‘ωρίμασαν σπουδάζοντας στο εξαίρετο σχολείο της εμπειρίας και της ζωντανής επαφής με τον λαό, με τις ανάγκες και τις προσδοκίες του’.

Αναφέρει πως «οι διάσπαρτες αναφορές του Τσε στον Χοσε Μαρτί στα κείμενα αυτά δείχνουν το ιστορικό βάθος της Κουβανικής Επανάστασης: ‘Η Επανάσταση που ξεκίνησε το 1865 ενάντια στην ισπανική αποικιοκρατία, είχε δώσει ηγέτες σαν τον Μαρτί που άφησαν μια κληρονομιά αντιιμπεριαλιστικής αδιαλλαξίας, διεθνισμού, πολιτικής ακεραιότητας, αυταπάρνησης και αξιών. Η νέα γενιά που συμμετείχε στην έφοδο στο Μονκάδο του ’53 με επικεφαλής τον Φιντέλ, άντλησε δύναμη από αυτή την επαναστατική κληρονομιά και την εμπλούτισε. Βοήθησε τους επαναστάτες αυτούς ννα καθοδηγήσουν χωρίς δισταγμούς την μετάβαση από μια εθνική δημοκρατική επανάσταση σε σοσιαλιστική επανάσταση που επιταχύνθηκε στα μέσα του ’60 με αρχές του ’61. Αυτά γίνονταν κάθε φορά απέναντι σε κάθε κίνηση του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού και της ντόπιας αντίδρασης’». «Ο Τσε βρέθηκε σε κάθε στροφή αυτής της πορείας από την αρχή ως στρατιωτικός διοικητής στο φρούριο Λα Καμπάνια, στο λιμάνι της Αβάνας. Σε ένα πόστα με σημαντική αξία, όπου στρατοπαίδευσαν οι δυνάμεις του Αντάρτικου Στρατού και αυτός ο ένοπλος λαός έγινε εγγυητής ενός νέου καθεστώτος που δεν θα επέτρεπε να έρθει στα πράγματα η παλιά φρουρά δυνάμεων που περίμεναν να ξεμπερδέψουν οι αντάρτες με τον Μπατίστα και να ξαναέρθουν στα πράγματα για να συνεχίσουν τη πρότερη κατάσταση, χωρίς καμία αλλαγή για τον λαό. O Tσε ήταν υπεύθυνος για τη διερεύνηση των θέσεων των αξιωματικών του στρατού του Μπατίστα που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο για εγκλήματα πολέμου από τα λαϊκά δικαστήρια τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, για τη δημιουργία ενός νέου στρατού που είχε ξεκινήσει από το βουνό. Αυτό ήταν το βασικό σημείο για να ξεπεραστεί αυτό που λέει ο Τσε ‘το πρώτο εμπόδιο’ για την εγκαθίδρυση μιας κυβέρνησης του λαού. Όπως λέει: ‘Ο λαός της Κούβας εκτέλεσε τους δολοφόνους του και διέλυσε το στρατό του δικτατορικού καθεστώτος’».

Επισημαίνει πως «η κυβερνητική εξουσία που κατακτήθηκε την 1η Γενάρη μετατράπηκε σε ένα όπλο, καθώς δεν ήταν το τέλος αλλά η αρχή μιας δύσκολης και σημαντικής δημιουργικής πορείας». Ανέφερε τις ημερομηνίες που έλαβε τα διάφορα πόστα του  Τσε για να δείξει «τον ρυθμό με τον οποίο προχωρούσε ο κοινωνικός μετασχηματισμός που ονομάστηκε Κουβανικής Επανάσταση. Οι  θεσμοί αυτοί ακολουθούσαν και ωθούσαν τις μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις. Παράλληλα με όλα αυτά ο Τσε συνέχισε να εκτελεί τα καθήκοντά του ως αξιωματικός των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων. Ο πρώτος νόμος για την Αγροτική Μεταρρύθμιση θεσπίστηκε τον Μάη του ’59 και ακολούθησαν και άλλοι. Απαλλοτριώσεις είχαν ξεκινήσει από πριν, αλλά σύμφωνα με το Φιντέλ αυτό το μέτρο καθόρισε την Επανάσταση περισσότερο από κάθε άλλο ως εναρκτήριο λάκτισμα για τις απαλλοτριώσεις των αγροκτημάτων των εταιρειών των ΗΠΑ και στη συνέχεια των ντόπιων, τη δημιουργία συνεταιρισμών, τους τίτλους γης σε 100.000 άκληρα νοικοκυριά, τη δημιουργία δομών για να έχουν δουλειά οι εργάτες γης όλο τον χρόνο. Ο Τσε θα πει πως καμία κυβέρνηση της Λ. Αμερικής δεν μπορεί να αυτοαποκαλείται επαναστατική, αν το το πρώτο της μέτρο δεν είναι μια αγροτική μεταρρύθμιση. Δεν ήταν μόνο η εκπλήρωση μιας υπόσχεσης, αλλά η θεμελίωση μιας συμμαχίας με τη φτωχή αγροτικά, στη βάση της οποίας κατά τον Τσε μπορούσε να μπει ένα σχέδιο εκβιομηχάνισης της χώρας. Ο ίδιος έλεγε πως δεν απαιτείται κανένα κεφάλαιο για την Αγροτική Μεταρρύθμιση, παρά μόνο ένας λαός ένοπλος με συνείδηση των δικαιωμάτων του».

«Ήταν επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας στην πολυτάραχη χρονιά του ’60, όταν εθνικοποιήθηκαν όλες οι τράπεζες και εταιρείες ξένης και ντόπιας ιδιοκτησίας, το οποίο ήταν επήσης ένας από τους κεντρικούς στόχους της Επανάστασης που είχε ανακοινωθεί από το ’53. Εκπροσωπούσε τη συστράτευση όλων των κοινωνικών πόρων γύρω από τις ανάγκες της εργαζόμενος πλειονότητας του πληθυσμού, βάζοντας τέλος στη διαφθορά και τη φυγή κεφαλαίων. Εθνικοποιήθηκαν τα διυλιστήρια συμφερόντων των ΗΠΑ στην Κούβα αρνήθηκαν να επεξεργαστούν πετρέλαιο από την ΕΣΣΔ. Η απάντηση της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν να κόψει την ποσόστωση ζάχαρης, του μοναδικού προϊόντος που εξήγαγε η Κούβα, κατά 95%. Μέσα σε 3 μήνες, ολόκληρη η παραγωγική βάση της Κούβας είχαν περάσει όλα στην ιδιοκτησία του λαού και ο Τσε αναλαμβάνει επικεφαλής ενός νέου υπουργείου που είχε αναλάβει την αναδιοργάνωση σε νέες προλεταριακές βάσεις το 70% του βιομηχανικού δυναμικού της χώρας. Η πρόκληση ήταν η διατήρηση της παραγωγής τη στιγμή που εγκατέλειπαν τα αφεντικά, το διευθυντικό προσωπικό, τεχνικοί, παράλληλα με τη συστράτευση των εθνικών πόρων στην υγεία, την παιδεία, τη διασκέδαση, τον αθλητισμό, τη στέγαση. Αποτινάζοντας τον καπιταλιστικό τρόπο της παραγωγής ένα εργατικό κράτος κληρονομεί τις κοινωνικές του σχέσεις. Ο ρόλος του Τσε δεν ήταν η διαχείριση αυτής της διαδικασίας, καθώς δεν έβλεπε την εργατική τάξη ως εξωτερικό παράγοντα, αλλά να οργανώσει την συστράτευση των εθνικών πόρων στους σκοπούς που είχαν θέσει οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, ανυψώνοντας την πολιτική τους συνείδηση για να ασκούν όλο και περισσότερο έλεγχο στις αποφάσεις. Οι τυφλοί μηχανισμοί του καπιταλισμού στην οικονομία του κέρδους μπορούν να λειτουργήσουν μια οικονομία χωρίς ανάγκη κεντρικής διεύθυνσης, το υπουργείο όμως Βιομηχανίας παρέλαβε έναν στόλο σαραβαλάκια κατασκευασμένα να λειτουργούν με βενζίνη τους το ατομικό κέρδος. Όλα αυτά έπρεπε όχι μόνο να συντονιστούν και το τιμόνι να στραφεί σε εντελώς άλλη κατεύθυνση, αλλά και να αλλάξει η μηχανή και όλα αυτά να γίνουν εν κινήσει».

Κατέληξε με το παρακάτω απόφθεγμα του Τσε: «Κάθε αγρότης και κάθε εργαζόμενος αν δεν χειρίζεται καλά το τουφέκι, προσπαθεί καθημερινά να το μάθει καλύτερα και να υπερασπίζεται την δική του Επανάσταση. Και αν τη δεδομένη στιγμή δεν καταλαβαίνει τις σύνθετες λειτουργίες μιας μηχανής της οποίας ο τεχνικός έφυγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, τότε μελετά καθημερινά για να τις μάθει. Έτσι ώστε το δικό του εργοστάσιο να λειτουργήσει καλύτερα και ο αγρότης θα μελετήσει το δικό του τρακτέρ για να μπορεί να το επιδιορθώνει όταν χρειάζεται, ώστε τα χωράφια του δικού του συνεταιρισμού να αποδόσουν περισσότερο».

«Το άστρο της Κούβας λάμπει ακόμα πιο πολύ»

Η εκδήλωσε ολοκληρώθηκε με χαιρετισμό από τον Βαγγέλη Γονατά, εκ μέρους του Πολιτιστικού Συλλόγου «Χοσέ Μαρτί»-Αλληλεγγύη στην Κούβα, ο οποίος ανέφερε πως για «για άλλη μια φορά οι φίλοι της Κούβας σε όλη τη χώρα γιορτάζουν και τιμούν την επέτειο της νικηφόρας Κουβανικής Επανάστασης, συνεχίζοντας μία όμορφη παράδοση αγάπης και αλληλεγγύης με την Κούβα της καρδίας και της συνείδησής μας. Αυτές οι εκδηλώσεις σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας χρονιάς αλληλεγγύης. Φέτος η Κούβα βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις, με τον βάρβαρο αποκλεισμό που της έχουν επιβάλλει οι ΗΠΑ ακόμα πιο γενοκτονικό σε συνθήκες πανδημίας. Όμως φέτος είναι που το άστρο της Κούβας λάμπει ακόμα πιο πολύ, έχοντας κερδίσει χιλιάδες νέους φίλους λόγω της ανθρωποκεντρικής της στάσης στην πανδημία και την ανιδιοτελή βοήθεια που προσέφερε σε άλλες χώρες, όπως πάντα έκανε».

«Τα υπό επανέκδοση βιβλία τα οποία παρουσιάζονται σήμερα, ενός από τους πιο αγαπητούς ηγέτες της Κουβανικής Επανάστασης, του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, αποτελούν παλιά αλλά ανεκτίμητα όπλα στα χέρια , ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, που θέλουν να γνωρίσουν τις καταβολές της Κουβανικής Επανάστασης και την πρωτοπόρα σκέψη των ηγετών της. Σκέψη ζωντανή και σήμερα στη νικηφόρα Επανάσταση που σημάδεψε το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα και διατηρεί τη νεανική της φρεσκάδα στα 63 χρόνια της. Χαιρετίζουμε με χαρά και αλληλεγγύη όλους και όλες που παρευρίσκονται σήμερα σε αυτή την παρουσίαση και ευχόμαστε καλούς αγώνες και μαχητική αλληλεγγύη με την Κούβα στη νέα χρονιά», κατέληξε.