της Μαρίας Απατζίδη
βουλευτή της ΜέΡΑ25
Νέα Δημοκρατία: Ο απόδημος Ελληνισμός ως δεξαμενή ψήφων για τους κομματάρχες
Η Νέα Δημοκρατία διεκδίκησε (αρχικά, πριν τον συμβιβασμό) να ψηφίζουν όλοι οι απόδημοι Έλληνες με δικαίωμα στην ελληνική ιθαγένεια. Όμως τους αρνείται το δικαίωμα να εκλέγουν υποψήφιους βουλευτές βάζοντας σταυρό, όπως κάνουν οι Έλληνες του εσωτερικού. Γίνεται από αυτό κατανοητό ότι η Νέα Δημοκρατία αντιλαμβάνεται τον λαό ως μια δεξαμενή ψήφων με τρόπο που προσβάλλει τους απόδημους. Η τελική πρόταση για επέκταση του Ψηφοδελτίου Επικρατείας για να εντάσσονται και απόδημοι αποτελεί κοροϊδία, γιατί αντί να επιλέγουν οι ίδιοι οι απόδημοι τους εκπροσώπους τους, αυτό εκχωρείται στους κομματάρχες. Οπότε ενισχύεται η συγκεντρωτική κομματοκρατία αντί για την εκπροσώπηση. Εξάλλου και με τον προηγούμενο νόμο, τα κόμματα μπορούσαν να εντάσσουν απόδημους στο Ψηφοδέλτιο Επικρατείας τους, οπότε η πρόταση ήταν προσχηματική.
ΣΥ.ΡΙΖ.Α.: O απόδημος Ελληνισμός ως αντικείμενο πραγματιστικής μικρο-διαχείρισης σε μια απομονωμένη Ελλάδα
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προσήλθε κατ’ αρχήν στη συζήτηση με φόβο για την ψήφο των αποδήμων. Έδινε την εντύπωση ότι η ψήφος των αποδήμων ήταν κάτι που δεν το επιθυμούσε, αλλά του είχε επιβληθεί από τη Νέα Δημοκρατία. Ήταν κάτι που δεν το είχε βάλει ο ίδιος στο τραπέζι της πολιτικής διαβούλευσης, αλλά αφού τοποθετήθηκε από τους αντιπάλους του, ήταν αναγκασμένος να τοποθετηθεί. Οπότε στη συνέχεια προσπαθούσε απλώς να κάνει διαχείριση των εντυπώσεων. Στο πλαίσιο αυτό επεχείρησε μία φυγή μπρος τα εμπρός, διεκδικώντας να αποδοθεί στους αποδήμους Έλληνες όχι μόνο το δικαίωμα του εκλέγειν, αλλά και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι, δηλαδή να έχουν οι απόδημοι Έλληνες το δικαίωμα να ψηφίζουν τους δικούς τους εκπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ως προς αυτό θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. προσεγγίζει όψιμα την έγνοια που είχε ήδη προεκλογικά διατυπώσει το ΜέΡΑ25 να εκπροσωπούνται οι απόδημοι Έλληνες στη Βουλή, να έχουν οι απόδημοι και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι και όχι μόνο του εκλέγειν. Όμως με σημαντικότατες διαφορές: Η πρόταση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. παραχωρεί μόνο 12 έδρες στους αποδήμους. Και κυρίως δεν επιτρέπει στην ψήφο των αποδήμων να μετράει για την εκλογή κυβέρνησης, αλλά μόνο για την εκλογή των δικών τους εκπροσώπων. Επομένως, και η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θέλουν την ψήφο των αποδήμων, αλλά με ρέγουλα, με μέτρο, για την ακρίβεια με το μέτρο που θα ευνοήσει τις δικές τους κομματικές φιλοδοξίες. Η Νέα Δημοκρατία θέλει οι απόδημοι να καθορίζουν ποιος θα είναι κυβέρνηση, αλλά να μην εκπροσωπούνται. Έχει πιθανόν την ελπίδα ότι οι απόδημοι θα εκλέγουν δεξιές, συντηρητικές, «εθνικόφρονες» κυβερνήσεις. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αντιθέτως, θέλει, έστω και όψιμα, οι απόδημοι να εκπροσωπούνται και να ακούγονται στη Βουλή, αλλά όχι να προσμετράται η ψήφος τους στον καθορισμό της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Πιθανόν φοβάται ότι οι απόδημοι δεν θα αποτελέσουν μία προνομιακή δεξαμενή ψήφων για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Και τα δύο κόμματα εξουσίας με τις προτάσεις δημιουργούν πολίτες δύο ταχυτήτων, δύο κατηγοριών και διχάζουν έτσι το εκλογικό σώμα. Η Νέα Δημοκρατία διχάζει τους πολίτες ανάμεσα σε αυτούς που θα έχουν το δικαίωμα της σταυροδοσίας και σε αυτούς που δεν θα το έχουν και θα εκπροσωπούνται έτσι ελλιπώς, εκχωρώντας την εκπροσώπησή τους στα κόμματα. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. διχάζει τους πολίτες σε αυτούς που η ψήφος τους θα προσμετράται για την εκλογή κυβέρνησης και σε αυτούς που δεν θα προσμετράται. Με αυτόν τον τρόπο ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δίνει τη δυνατότητα στους αποδήμους να εκλέγουν μόνο μία πολύ περιορισμένη και εξειδικευμένη ομάδα, απομονωμένη από το υπόλοιπο Κοινοβούλιο. Αυτό είναι μια σεκταριστική αντίληψη της δημοκρατίας, ότι αντί να έχουν όλοι ίσο λόγο για όλα, είναι σκόπιμο να δημιουργούνται επιμέρους ομάδες περιορισμένης ευθύνης, καταλύοντας τις αρχικές δομές της δημοκρατίας: την ισοτιμία, την αναλογικότητα, την καθολικότητα. Με τον τρόπο αυτό ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επιβεβαίωσε τον χαρακτήρα του ότι πρόκειται για ένα κόμμα που στοχεύει περισσότερο σε μια πραγματιστική ενδο-ελληνική μικρο-διαχείριση, χωρίς να έχει ένα ευρύτερο διεθνές αριστερό ή δημοκρατικό όραμα.
ΚΙΝ.ΑΛ.: Ο εφησυχαστικός δευτεραγωνιστής
Το ΚΙΝ.ΑΛ. στην ουσία στοιχήθηκε πίσω από τη Νέα Δημοκρατία, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο του ως δευτεραγωνιστή αρωγού της δεξιάς κυβέρνησης. Διαφορές από τη Νέα Δημοκρατία έχει μόνο στο επίπεδο του λεξιλογικού ιδιώματος, καθώς ο λόγος των εκπροσώπων του επιμένει στην προοδευτική εμπέδωση της δημοκρατίας στη χώρα μας ή στο προοδευτικό πρόσημο των σύγχρονων τεχνολογιών που επιτρέπουν λύσεις, όπως η επιστολική ψήφος με καινοτόμους τρόπους. Κάτι το επικίνδυνο με τον λόγο του ΚΙΝ.ΑΛ. είναι ότι είναι καθησυχαστικός: Μιλάνε σαν η δημοκρατία να είναι κάτι το αυτονόητα εμπεδωμένο στην Ελλάδα, θέλοντας βέβαια να υπονοήσουν ότι αυτό οφείλεται στους ίδιους ως Πασοκική μεταπολίτευση και τώρα πρέπει απλώς να αγκαλιάσουμε τα αγαθά των τεχνολογικών καινοτομιών με μια προοδευτική νοοτροπία και όχι με τη νεοδημοκρατική νοοτροπία του δαρβινισμού της αριστείας κ.ο.κ. Αυτό είναι προβληματικό γιατί μας αποκοιμίζει σε σχέση με το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν είναι καθόλου εμπεδωμένη, αλλά είναι ένας διαρκής αγώνας. Μάλιστα στη μνημονιακή Ελλάδα έχει αφαιρεθεί η ουσιαστική λαϊκή κυριαρχία, ενώ η δημοκρατία μένει στο επίπεδο της θεσμικής επίφασης. Για αυτό και η στάση του ΚΙΝ.ΑΛ. προς τον λαό δεν είναι η σωστή: Καλεί τον λαό να δοξάζει συνεχώς τα κεκτημένα της πασοκικής μεταπολίτευσης, ακριβώς αποκοιμίζοντάς τον ως προς το ότι τα όποια κεκτημένα της μεταπολίτευσης κινδυνεύουν άμεσα στο πλαίσιο της μνημονιακής απειλής προς τη δημοκρατία. Μια πάντως πιο ουσιαστική διαφορά του ΚΙΝ.ΑΛ. από τη Νέα Δημοκρατία πέρα από τη διαφορά λεξιλογίου ήταν ότι κατά τη διάρκεια της συζήτησης κατέθεσε διάφορες προτάσεις για να επιτυγχάνεται εκπροσώπηση των αποδήμων. Όπως λ.χ. στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας να υπάρχουν δύο ξεχωριστά μέρη, όπου το ένα θα αποτελείται από τρία έως πέντε άτομα από τα δεκαπέντε που θα συμμετέχουν στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας και αυτό θα εκπροσωπεί τους αποδήμους είτε ως μέρος του εξωτερικού ως ενιαίας εκλογικής Περιφέρειας είτε με κάποιο άλλο μέσο εκπροσώπησης μέσω εκλογικών Περιφερειών. Μπορεί να αναγνωριστεί εδώ μία προσπάθεια του ΚΙΝ.ΑΛ. να τεθεί σε έναν μέσο χώρο μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥ.ΡΙΖ.Α. παίρνοντας στοιχεία και από τους δύο. Η στάση του ΚΙΝ.ΑΛ. δεν συνθέτει τις δύο στάσεις, αλλά αντιθέτως παρουσιάζει μία ξεθωριασμένη συνδυαστική εκδοχή τους.
Κ.Κ.Ε.: Προς μια εξάρτηση της ψήφου από την οικονομική δραστηριότητα;
Το Κ.Κ.Ε. έθεσε τρεις συγκεκριμένους άξονες για να συναινέσει και με αυτούς ανάγκασε τη Νέα Δημοκρατία σε συμβιβασμό, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι 200 ψήφοι, οι οποίοι σύμφωνα με το Σύνταγμα είναι αναγκαίοι, και για τους οποίους χρειαζόταν εκτός της Νέας Δημοκρατίας, του ΚΙΝ.ΑΛ. και της Ελληνικής Λύσης, και το Κ.Κ.Ε. Ο πρώτος άξονας είναι η απόδειξη των οικονομικών και κοινωνικών δεσμών του Αποδήμου με την Ελλάδα, και όχι μόνο ψυχικών/ συνειδησιακών. Οι οικονομικοί δεσμοί αποδεικνύονται με το να φορολογείται στην Ελλάδα και να έχει σχετικό Αριθμό Φορολογικού Μητρώου. Ο δεύτερος άξονας είναι η ύπαρξη ανώτατου χρόνου απουσίας από τη χώρα. Το Κ.Κ.Ε. τον έθεσε αρχικά στα 30 χρόνια, αλλά επειδή δεν μπορούσε να πιστοποιηθεί η έναρξη της απουσίας, συμφωνήθηκε ο ορισμός να είναι να μπορεί να αποδείξει ο απόδημος δύο χρόνια παρουσίας στην Ελλάδα συνολικής δηλαδή αθροιστικής και όχι κατ’ ανάγκη συνεχόμενης. Ο τρίτος άξονας είναι η αυτοπρόσωπη παρουσία για ψήφο στα προξενεία, χωρίς τη δυνατότητα επιστολικής ψήφου. Το Κ.Κ.Ε. κατόρθωσε, όπως είπαμε, να επιβάλει στη Νέα Δημοκρατία και τους τρεις αυτούς άξονες, οδηγώντας σε μια συμμαχία Νέας Δημοκρατίας και Κ.Κ.Ε. παράδοξη αλλά όχι πρωτοφανή ούτε ανύπαρκτη στο παρελθόν. Το ερώτημα που συνεχίζει να μας απασχολεί είναι ποια είναι η έννοια λαού που επικαλείται το Κ.Κ.Ε. Αυτό φαίνεται από την τοποθέτηση είναι ότι αποκλείει δύο εκδοχές και καταλήγει σε μία τρίτη: Αποκλείει την εκδοχή των ψυχικών και συνειδησιακών δεσμών, προς την οποία όπως φαίνεται έκλινε το ΚΙΝ.ΑΛ. Επίσης, το Κ.Κ.Ε. δεν είναι ευχαριστημένο με την έννοια του «αίματος», ότι Έλληνας είναι όποιος μπορεί να αποδείξει το δικαίωμα του για ιθαγένεια μέσω συγγένειας. Αντί αυτών προκρίνει μία τρίτη εκδοχή κατά την οποία στο εκλογικό σώμα του ελληνικού λαού πρέπει να ανήκουν όσοι μπορούν να αποδείξουν οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, όπως αυτή τεκμαίρεται με το να είναι υποκείμενοι σε φορολογία. Η γενικότερη λογική φαίνεται να είναι ότι αυτός που έχει κάποιου είδους οικονομικό δεσμό με την Ελλάδα θα είναι πιο ευαίσθητος σε θέματα που αφορούν όχι μόνο συναισθηματικούς, αφηρημένους ή φαντασιακούς δεσμούς, αλλά πιο συγκεκριμένα την «τσέπη» του κατά το κοινώς λεγόμενο. Επομένως, δεν θα ψηφίσει ένα κόμμα που φοβάται ότι μπορεί να ασκήσει επικίνδυνη οικονομική πολιτική. Ενώ αν μέναμε στη λογική του ΚΙΝ.ΑΛ. και της Νέας Δημοκρατίας, που θεωρείται ότι είναι αυτή των συναισθηματικών και ψυχικών δεσμών, θεωρητικά ο απόδημος που δεν θα είχε οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα μπορεί να μην ενδιαφερόταν για την οικονομική πολιτική μιας υποψήφιας κυβέρνησης, αλλά μόνο για την επίκληση συναισθηματικών, ψυχικών ή φαντασιακών κοινοτήτων.
Στο ΜέΡΑ25 είμαστε αντίθετοι σε αυτήν τη λογική για έναν απλό λόγο: Δεν είναι αριστερή. Ο αγώνας της Αριστεράς σε όλον τον 20ο αιώνα ήταν η αποσύνδεση του δικαιώματος ψήφου από την περιουσία και την οικονομική δραστηριότητα. Όμως το κριτήριο που τίθεται σήμερα από ορισμένους αριστερούς είναι το να ψηφίζει ο απόδημος μόνο αν έχει οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Αυτό μας πάει σε ένα παρωχημένο «τιμοκρατικό» σύστημα και στην αντίστοιχη λογική του, σαν αυτές που είχαν επικρατήσει σε πρώιμες ρεπουμπλικανικές φάσεις του ευρωπαϊκού κοινοβουλευτισμού. Η Αριστερά έχει δώσει μάχες ενάντια σε αυτή την κατά βάση ρεπουμπλικανική λογική διασύνδεσης της ψήφου με την οικονομική δραστηριότητα. Επομένως, ως ΜέΡΑ25 σεβόμαστε όσους αριστερούς έχουν αυτή τη λογική και προσπαθούμε να κατανοήσουμε τους λόγους της ανησυχίας τους, όμως, δεν μπορούμε παρά να διαφωνήσουμε, για τον λόγο ότι ακολουθούμε ένα πάγιο αίτημα της Αριστεράς σε όλον τον τελευταίο αιώνα, αλλά και παλαιότερα, που είναι να αποσυνδεθεί το δικαίωμα ψήφου από την οικονομική δραστηριότητα. Ώστε να μπορεί να ψηφίζει και ο πολίτης χωρίς περιουσία ή οικονομική δραστηριότητα. Δεν θέλουμε μια δημοκρατία αποκλειστικά νοικοκυραίων, μια ρεπουμπλικάνικη δημοκρατία, θέλουμε μια δημοκρατία όλων.
Ελληνική Λύση: Φυλετική έννοια λαού
Η Ελληνική Λύση γενικά συστοιχίζεται επί της ουσίας με τη Νέα Δημοκρατία, οπότε δεν χρειάζεται ειδικότερος σχολιασμός. Επιμένει στη δυνατότητα επιστολικής ψήφου, σε αντίθεση με το Κ.Κ.Ε., προκειμένου να διευκολύνονται οι ομογενείς. Γενικά, η Ελληνική Λύση έχει μια φυλετική έννοια λαού που βασίζεται στο εθνικό συναίσθημα και συνείδηση, αντίθετη από την αριστερή έννοιας λαού. Αυτό φαίνεται και στη συζήτηση για το παρόν νομοσχέδιο, πράγμα που δεν εκπλήσσει βέβαια κανέναν, αξίζει, όμως, να σημειωθεί η σύμπτωση της Νέας Δημοκρατίας με την Ελληνική Λύση στη λογική, την κατανόηση του τι είναι ο λαός και στην επιχειρηματολογία.
Οι προτάσεις του ΜέΡΑ25
Και ερχόμαστε τώρα στις προτάσεις του ΜέΡΑ25. Θεωρούμε το ζήτημα στο πλαίσιο του ευρύτερου οράματός μας για έναν ενιαίο δημοκρατικό Ελληνισμό που θα προκαλεί πολιτικές ζυμώσεις στο διεθνές επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό η διευκόλυνση της ψήφου του απόδημου ελληνισμού είναι ασφαλώς πολύ σημαντική, προκειμένου να αποκατασταθούν τα δημοκρατικά δικαιώματα των συμπολιτών μας που αναγκάστηκαν να φύγουν από την Ελλάδα είτε στα πρόσφατα χρόνια της Χρεοδουλοπαροικίας, είτε σε άλλα δύσκολα χρόνια του παρελθόντος. Ειδικά για εμάς στο ΜέΡΑ25, το ζητούμενο είναι η ουσιαστική πολιτική εμπλοκή των Ελλήνων του εξωτερικού στην τρέχουσα πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Και κατά συνέπεια, το να γίνουν πρεσβευτές της Ελλάδας στις χώρες όπου ζουν και εργάζονται. Να προβάλουν τα αιτήματα της Ελλάδας. Να προκαλέσουν ζυμώσεις και εστίες πολιτικών παρεμβάσεων στο εξωτερικό. Να διατηρηθούν ισχυροί και ζωντανοί δεσμοί και με τους νέους ανθρώπους που μετανάστευσαν για να προοδεύσουν στις επιστήμες και στα επαγγέλματά τους. Αλλά και με τους Έλληνες τρίτης, τέταρτης, ακόμα και πέμπτης γενιάς που επιζητούν ενισχυμένες σχέσεις με την πατρίδα. Για αυτούς τους λόγους, το ΜέΡΑ25 ήταν το πρώτο κόμμα, και προεκλογικά και από το βήμα της Βουλής, που υποστήριξε να αποκατασταθούν πλήρως τα εκλογικά δικαιώματα των αποδήμων Ελλήνων και να διευκολύνεται με πρακτικούς τρόπους η άσκησή τους. Στον διάλογο, που ξεκίνησε, προσήλθαμε με μεγάλη διάθεση συνεργασίας. Πρόκειται για ένα θέμα όπου δεν μπορούμε να κάνουμε κομματική μικροπολιτική αλλά πρέπει να προσπαθήσουμε με κάθε τρόπο να προωθήσουμε τη δημοκρατική ενότητα του Ελληνισμού.
Η βασική αρχή του ΜέΡΑ25 είναι ότι η χορήγηση στους Έλληνες του εξωτερικού του δικαιώματος του εκλέγειν δεν αρκεί για να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί. Χρειάζεται και το δικαίωμα οι απόδημοι να εκλέγουν «δικούς» τους ανθρώπους, που γνωρίζουν τα προβλήματα των Ελλήνων της διασποράς, π.χ. των Η.Π.Α., της Αυστραλίας κ.λπ. – καθώς, βέβαια, και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Προς αυτό το σκοπό, το ΜέΡΑ25 έχει καταθέσει πρόταση νόμου, όπου προτείνεται η δημιουργία έξι Εκλογικών Περιφερειών Απόδημων Ελλήνων, δηλαδή των Ε.Π.Α.Ε. Βόρειας Αμερικής, Λοιπής Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, Αφρικής, Ασίας, Αυστραλίας- Νέας Ζηλανδίας. Με στόχο την αναλογικότητα και τη δημοκρατική εκπροσώπηση, προτείνουμε η κατανομή των εδρών να γίνεται στη βάση φόρμουλας που αποδίδει έδρες στις Ε.Π.Α.Ε. ανάλογα με τον αριθμό των αποδήμων που καταγράφονται και, βέβαια, στη βάση της πλήρους ισοτιμίας εγχώριων και απόδημων Ελλήνων – την οποία εξασφαλίζει η προτεινόμενη φόρμουλα.
Στην πρόταση νόμου του ΜέΡΑ25 προτάθηκε μια εκπροσώπηση αποδήμων στο Ελληνικό κοινοβούλιο που να τους σέβεται ως απολύτως ισότιμους Έλληνες, που να μη τους χρησιμοποιεί ως κομματικό στρατό των ανά την Ελλάδα κομματαρχών, που να τους δίνει τη δυνατότητα να εκπροσωπήσουν τους απόδημους των χωρών στις οποίες ζουν, που να τους παρέχει κίνητρο να παραμένουν Έλληνες στο εξωτερικό με τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν, και ως Έλληνες πολιτικά δρώντες, στις χώρες τους. Στις έξι Εκλογικές Περιφέρειες Αποδήμων Ελλήνων, που προτείναμε, μπορεί να εγγραφεί όποιος κάτοχος ελληνικής ιθαγένειας τυγχάνει μόνιμος κάτοικος εξωτερικού και επιθυμεί να ασκεί το εκλογικό δικαίωμά του σε αυτές, αντί των περιφερειών όπου τυχόν είχε προηγουμένως τα εκλογικά του/της δικαιώματα. Ο αριθμός βουλευτικών εδρών αυτών των περιφερειών υπολογίζεται αναλογικά, ανάλογα με το πλήθος των αποδήμων που εγγράφονται ειδικά σε αυτές και του συνολικού πλήθους των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους της Ελλάδας.
Ο αριθμός των βουλευτικών εδρών που αντιστοιχεί σε κάθε μία εκ των έξι Εκλογικών Περιφερειών Διασποράς προσδιορίζεται ως εξής. Έστω ν ο αριθμός των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Έστω χ ο αριθμός των εκλογέων. Ο αριθμός των βουλευτικών εδρών που αντιστοιχούν σε κάθε Εκλογική Περιφέρεια Διασποράς ορίζεται ως (χ:ν) επί 300. Τα παραπάνω επιφέρουν επαναπροσδιορισμό του αριθμού των εδρών που κατανέμονται στις εντός της επικράτειας εκλογικές περιφέρειες. Η Διεύθυνση Εκλογών του Υπουργείο Εσωτερικών ανακοινώνει εξήντα (60) ημέρες πριν από την ψηφοφορία (α) τον αριθμό των εκλογέων που έχουν εγγραφεί σε κάθε μία εκ των έξι Εκλογικών Περιφερειών Διασποράς, (β) τον αριθμό των βουλευτικών εδρών που κατανέμονται σε κάθε Εκλογική Περιφέρεια Εξωτερικού, (γ) τον αριθμό των βουλευτικών εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας εντός της επικράτειας, όπως αυτός αναδιαμορφώνεται αναλογικά αφαιρουμένου του αριθμού βουλευτικών εδρών των Εκλογικών Περιφερειών Εξωτερικού. Το νόημα της φόρμουλας και των ρυθμίσεων είναι ότι μόνο με βάση αυτές υπάρχει πλήρης και απόλυτη ισότητα και αναλογικότητα μεταξύ της ψήφου των αποδήμων και της ψήφου των Ελλήνων του εσωτερικού.
Ευτυχώς, η πίεσή μας είχε ένα γόνιμο αποτέλεσμα. Ύστερα από επιμονή του ΜέΡΑ25, έγινε δεκτό κατά τη συνταγματική αναθεώρηση να προστεθεί στο άρθρο 54 πρόνοια σύμφωνα με την οποία θα καθιερώνονται μία ή περισσότερες εκλογικές περιφέρειες απόδημου Ελληνισμού σε μελλοντικό χρόνο. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, την οποία χαιρετίζουμε. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε κριτικοί απέναντι σε μια σειρά από προβλέψεις του νομοσχεδίου που ψηφίστηκε. Βασικές μας ανησυχίες είναι οι ακόλουθες:
Πρώτον: Η πρόταση της κυβέρνησης συγχέει τους πρόσφατους και πιθανόν προσωρινούς κατοίκους εξωτερικού με τους μόνιμους αποδήμους. Σύμφωνα με την κυβερνητική μετεξέλιξη της πρότασης του Κ.Κ.Ε. ορίζει ότι ένας Έλληνας που έχει ζήσει στα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια στο εξωτερικό θα πρέπει να έχει ζήσει και δύο από αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα, για να έχει δικαίωμα ψήφου. Έτσι, όμως, εξομοιώνονται δύο διαφορετικές κατηγορίες, αφενός όσοι έχουν πάει πρόσφατα στο εξωτερικό και μπορεί να επιθυμούν να ξαναγυρίσουν με τους αποδήμους που έχουν μεταναστεύσει οριστικά. Και επίσης αποκλείονται άλλοι απόδημοι που έχουν μεταναστεύσει οριστικά και ζουν στο εξωτερικό πάνω από ορισμένα χρόνια, λόγου χάρη τριανταπέντε. Και τα δύο αυτά είναι προβληματικά. Στο ΜέΡΑ25 θεωρούμε ότι πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε α) τους πρόσφατους μετανάστες, καθώς και φοιτητές και απλούς ταξιδιώτες, οι οποίοι δεν είναι σίγουρο ότι είναι μόνιμα στο εξωτερικό. Μπορεί να ταξιδεύουν, να σπουδάζουν ή να βρίσκονται έξω για μια προσωρινή επαγγελματική υποχρέωση. Και β) όσους ανήκουν μόνιμα στον απόδημο Ελληνισμό. Θεωρούμε ότι ένα σωστό ενδεικτικό όριο για να διακρίνονται μεταξύ τους είναι τα εννέα έτη, το οποίο συμπίπτει με τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης από το 2010. Έχοντας κατά νου τη διάκριση αυτή θεωρούμε ότι οι μεν πρόσφατοι και προσωρινοί μετανάστες θα πρέπει να μπορούν να ψηφίζουν στο κοντινότερο Προξενείο στην περιφέρεια που θα ψήφιζαν στην Ελλάδα. Πρόκειται για κάτι που είναι τεχνικά δυνατό, καθώς συμβαίνει ήδη στις Ευρωεκλογές. Από την άλλη, οι μόνιμοι απόδημοι θα πρέπει να ψηφίζουν σε δικές τους περιφέρειες αποδήμων, όπου θα έχουν το δικαίωμα και να εκλέγουν, αλλά και να εκλέγονται και να εκπροσωπούν ζητήματα των τοπικών κοινωνιών τους. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε υπ’ όψη είναι ότι είναι άλλο η περίπτωση του πρόσφατου και πιθανόν προσωρινού μετανάστη και άλλη η περίπτωση του αποδήμου. Ο πρώτος μπορεί να ψηφίζει στην περιφέρεια που ήδη ανήκει. Ο δεύτερος θα πρέπει να έχει το δικαίωμα και να εκλέγει αλλά και να εκλέγεται σε ειδικές περιφέρειες αποδήμων.
Δεύτερον. Το ότι ακριβώς δεν είναι συνειδητή αυτή η διάκριση μεταξύ προσφάτων και μονίμων Ελλήνων της Διασποράς οδηγεί στη λύση να θέτουμε αυθαίρετους αριθμούς ετών. Συγκεκριμένα ότι ένας Έλληνας που έχει ζήσει στο εξωτερικό τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια θα πρέπει να έχει περάσει τα δύο από αυτά στην Ελλάδα, ώστε να έχει δικαίωμα ψήφου. Αυτό είναι πολύ προβληματικό γιατί δίνεται στον νομοθέτη το δικαίωμα να επιλέγει αυθαίρετα αριθμούς ετών. Αυτό δημιουργεί τεράστια νομικά και διοικητικά προβλήματα, ιδίως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου δεν δηλώνεται ο τόπος μόνιμης κατοικίας στα προξενεία.
Τρίτον. Σύμφωνα με τον νόμο της κυβέρνησης, οι Έλληνες του εξωτερικού θα μπορούν να ψηφίζουν στο Προξενείο κόμμα αλλά όχι υποψήφιους βουλευτές. Δεν θα μπορούν να βάλουν σταυρό. Αυτό είναι μια προσβολή προς τους Έλληνες του εξωτερικού. Καταργεί την ισότητα. Δημιουργεί Έλληνες πολίτες πολλών ταχυτήτων. Βασικά, η πρόταση αυτή χωρίζει τους Έλληνες στα τρία: Α) Τους Έλληνες κατοίκους του εσωτερικού που έχουν εκλογικά δικαιώματα και δικαίωμα σταυροδοσίας. Β). Τους Έλληνες του εξωτερικού που έχουν εκλογικά δικαιώματα αλλά χωρίς το δικαίωμα σταυροδοσίας υποψηφίων βουλευτών. Γ). Τους Έλληνες του εξωτερικού που δεν έχουν καθόλου εκλογικά δικαιώματα από τον τόπο κατοικίας τους, επειδή έχει περάσει ένας αυθαίρετος αριθμός ετών, όπου διαμένουν στο εξωτερικό. Αυτή η τριπλή διάκριση σημαίνει ότι δεν έχουμε έναν ενιαίο δημοκρατικό Ελληνισμό. Δεν έχουμε δημοκρατική ισότητα. Είναι μια πρόταση που αδικεί τους Έλληνες του εξωτερικού γιατί από κάποιους αφαιρεί τελείως τα εκλογικά δικαιώματα, ενώ σε άλλους τα δίνει, αλλά κουτσουρεμένα και όχι όπως στους Έλληνες του εσωτερικού.
Τέταρτον. Το δικαίωμα στην ψήφο διασυνδέεται στον νόμο με την οικονομική σχέση με τη χώρα (ελληνικό ΑΦΜ ή συγγενική σχέση πρώτου βαθμού με Έλληνα φορολογούμενο)». Αυτή η πρόβλεψη καταργεί μια μεγάλη κατάκτηση της δημοκρατίας να αποσυνδέεται η ψήφος του πολίτη από την οικονομική του κατάσταση. Όπως αναφέραμε ήδη, αυτό συνιστά μια παλινδρόμηση στον 19ο αιώνα.
Συγκριτική επισκόπηση
Αν κάνουμε μία συγκριτική επισκόπηση των θέσεων των κομμάτων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Νέα Δημοκρατία θέλει να αποδώσει πλήρη δικαιώματα σε όλους τους αποδήμους, αλλά μόνο για να εκλέγουν κόμμα και κομματάρχη και κατά τα άλλα να μένουν χωρίς πολιτική φωνή. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. θέλει να υπάρχει εκπροσώπηση των αποδήμων, αλλά να είναι πολύ αυστηρά οριοθετημένη σε λίγους βουλευτές, χωρίς να επηρεάζει την εκλογική διαδικασία. Το ΜέΡΑ25 υποστηρίζει μια ολική συνθετική λύση που προσφέρει στον απόδημο Ελληνισμό έναν συνδυασμό των δικαιωμάτων που του παρέχουν η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αίροντας τους περιορισμούς. Η λύση του ΜέΡΑ25 έχει και το στοιχείο του εκλέγεσθαι και της αντιπροσώπευσης που θέλει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και το στοιχείο του να καθορίζουν οι απόδημοι το εκλογικό αποτέλεσμα, όπως θέλει η Νέα Δημοκρατία. Επιπλέον, το ΜέΡΑ25 επιμένει οι απόδημοι να ψηφίζουν και με σταυροδοσία. Ενώ οι θέσεις του ΚΙΝ.ΑΛ. είναι ένας μέτριος συνδυασμός αυτών της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, το ΜέΡΑ25 επιχειρεί μία γνήσια σύνθεση που να δίνει στους απόδημους Έλληνες καθολικό εκλέγειν και εκλέγεσθαι, με ισοτιμία και αναλογικότητα.
Το σημαντικότερο, όμως, διακύβευμα είναι το πώς εκδέχεται το κάθε κόμμα τον λαό, όπως φαίνεται από τη στάση του προς τον απόδημο Ελληνισμό. Για τα κόμματα της Δεξιάς είναι σαφές: Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει τον λαό ως ένα κομματικό μαντρί· η Ελληνική Λύση έχει μια φυλετική θεώρηση του λαού ως έθνους. Το ΚΙΝ.ΑΛ. θεωρεί τον συναισθηματικό και ψυχικό δεσμό ως αρκετό. Οι εκδοχές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και του Κ.Κ.Ε. έχουν ασφαλώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην κατεύθυνση μιας αριστερής κατανόησης του λαού. Το πρόβλημα με τις λύσεις του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι ότι οδηγούν σε ένα είδος σεκταρισμού, όπου κάποιοι βουλευτές θα εκπροσωπούν τους αποδήμους, αλλά χωρίς να είναι ίσοι με το υπόλοιπο κοινοβούλιο, αφού δεν θα διαμορφώνουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Θα εισάγεται έτσι μια σεκταριστική διχοτόμηση στο κοινοβούλιο που θα γίνεται πολλών ταχυτήτων. Το Κ.Κ.Ε. έχει μία παρόμοια φοβία προς τους αποδήμους, όπως και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Για να την αντιμετωπίσει επέβαλε στη Νέα Δημοκρατία μια σειρά από περιορισμούς, οι οποίοι κατά τραγική ειρωνεία είναι περιορισμοί μάλλον δεξιοί, καθώς σημαίνουν μια εξάρτηση της ψήφου από την οικονομική δραστηριότητα. Το ίδιο το Κ.Κ.Ε. κατηγορεί άλλα κόμματα ότι βασίζονται στη λογική του αίματος, που είναι μια δεξιά λογική. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι το ΜέΡΑ25 δεν έχει φυλετική θεώρηση του λαού ή θεώρηση του έθνους ως κοινού «αίματος». Αντί για αυτό στεκόμαστε στην αμιγώς πολιτική έννοια της ιθαγένειας, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα ως μια καθαρά δημοκρατική και πολιτειακή έννοια του λαού. Η έννοια αυτή θεωρούμε ότι επεκτείνεται και στον απόδημο Ελληνισμό σύμφωνα με τα ήδη ισχύοντα, τα οποία απλώς διευκολύνουμε, με έμφαση στο ότι οι απόδημοι θα προκαλέσουν πολιτικές δημοκρατικές ζυμώσεις παντού στον κόσμο.
Στο ΜέΡΑ25 κατανοούμε τις ανησυχίες πολλών αριστερών από όλους τους διαφορετικούς χώρους για το πώς η ψήφος των αποδήμων θα επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα και εις όφελος ποιων πολιτικών δυνάμεων. Είμαστε ευαίσθητοι απέναντι σε αυτές τις ανησυχίες. Όμως θεωρούμε ότι οι δρόμοι που επέλεξαν το Κ.Κ.Ε. και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν είναι δρόμοι για μια γνήσια αριστερή πολιτική σήμερα. Το Κ.Κ.Ε. ακολουθεί μια λογική που λέει λίγο πολύ ότι για να ψηφίζεις πρέπει να είσαι έτοιμος να αισθανθείς τα αποτελέσματα μιας μελλοντικής διακυβέρνησης «στην τσέπη σου». Αυτό είναι μια επικίνδυνη λογική. Την είχαν πάντα οι τιμοκράτες. Στην τελευταία δεκαετία την είχαν οι «αντι-λαϊκιστές» που έλεγαν ότι μόνο αυτοί που έχουν κάτι να χάσουν ψηφίζουν σωστά, ενώ οι απελπισμένοι που δεν έχουν τίποτα να χάσουν δεν ψηφίζουν σωστά αλλά παρασύρονται από τον λαϊκισμό. Δεν πιστεύουμε βέβαια ότι το Κ.Κ.Ε. έχει σχέση με αυτές τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά θέλει προσοχή μήπως η λογική αυτή οδηγήσει σε αποκλεισμό από την ψήφο αυτών που στερούνται την οικονομική δραστηριότητα, ενώ αυτοί ακριβώς είναι που αποτελούν το δυναμικότερο κομμάτι του δήμου. Από την άλλη, ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. εκφράζει αυτή τη στιγμή μια νοοτροπία που είναι φοβική και δεν θα έπρεπε να συνδέεται με την Αριστερά. Στο ΜέΡΑ25 θεωρούμε ότι ο Αριστερός είναι αυτός που έχει τη μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για το δίκαιο του αγώνα του και τη δύναμη της πειθούς του ορθολογικού επιχειρήματος. Το να εκχωρήσουμε τον Απόδημο Ελληνισμό στη Δεξιά είναι μια στάση ηττοπαθής. Πολλοί αριστεροί έχουν τον φόβο ότι οργανωμένες εθνικές φωνές θα διεκδικήσουν την ψήφο του Αποδήμου για εθνοκάπηλες πολιτικές δυνάμεις. Τους απαντάμε ότι στο χέρι μας είναι να προσπαθήσουμε να πείσουμε τους απόδημους για την ανάγκη άσκησης μιας πολιτικής με γνήσια αριστερό δημοκρατικό πρόσημο. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. είναι απορροφημένος από το πραγματιστικό παιχνίδι μιας ενδοελλαδικής απομόνωσης όλα αυτά τα τελευταία χρόνια μετά το 2015, και έτσι δεν βλέπει το κυρίως δίδαγμα του 2015: Ότι για να αλλάξει προς το καλύτερο η Ελλάδα πρέπει μέσα από μια διεθνή αντίσταση να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε όλοι μαζί. Χρειάζεται για αυτό μια ευρύτατη δημοσιοποίηση των προβλημάτων της Ελλάδας. Είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ ο γνήσιος αριστερός διεθνισμός, που τα αριστερά κόμματα της Ελλάδας κινδυνεύουν να ξεχάσουν μέσα στην ενδοελλαδική επανάπαυσή τους. Αξίζει να θυμηθούμε ότι οι απόδημοι Έλληνες πλέον δεν είναι μόνο οι επιτυχημένοι επαγγελματίες και επιστήμονες. Είναι και αυτό, αλλά είναι και άνθρωποι που βιώνουν μια κρίση του καπιταλισμού που είναι διεθνής με την Ελλάδα να είναι μία μόνο οξεία περίπτωση μεταξύ πολλών. Όχι μόνο δεν πρέπει να υπάρχει ψηφοθηρική φοβία απέναντι στους απόδημους Έλληνες, αλλά αντιθέτως πρέπει κατ’ εξοχήν με αυτούς να συνομιλήσουμε προεκλογικώς στο πλαίσιο μιας αμοιβαίας δημοκρατικής διαμεσολάβησης, όπου αυτοί θα κοινωνήσουν τι συμβαίνει στις χώρες τους κι εμείς στην Ελλάδα. Για το ΜέΡΑ25 Αριστερά δεν σημαίνει απομόνωση, αναδίπλωση, οικονομικίστικος ορισμός του λαού με βάση την οικονομική δραστηριότητα, φοβία, πραγματιστική μικροδιαχείριση. Αριστερά σημαίνει διεθνισμός, δηλαδή επιζήτηση των μέγιστων διεθνών δημοκρατικών ζυμώσεων στις οποίες θα εμπλακούν και οι απόδημοι Έλληνες και οι ξένοι (άλλωστε του ΜέΡΑ25 είναι μέρος του διεθνούς πανευρωπαϊκού κινήματος DiEM25). Αριστερά σημαίνει πίστη στον λαό, αυτοπεποίθηση στον ορθό λόγο, εμπιστοσύνη στο μέλλον, αν αυτό είναι δημοκρατικό.