Οι τεχνοκράτες και ο αδαής όχλος
Του Κωνσταντίνου Πουλή
Παλιό πολιτικό δίδαγμα: πολύ γρήγορα τα συμφέροντα των εκπροσώπων (βουλευτών, συνδικαλιστών κ.ά.) διαχωρίζονται και αυτονομούνται σε σχέση με τα συμφέροντα των εκλογέων, και τότε λέμε ότι υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας. Όταν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ ζεσταίνει την καρεκλίτσα του σε κάποιο μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκπροσωπεί την καριέρα του, όχι τους εργαζόμενους. Τα ίδια με τους σοσιαλιστές βουλευτές μας. Τότε επικαλούμαστε την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας, ζητώντας να υπάρχει κάποια συνέχεια ανάμεσα στους πόθους του κοσμάκη και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εξ ονόματός του.
Στην κουβέντα για την άμεση δημοκρατία το κρίσιμο εμπόδιο σήμερα είναι, λέγεται, εκτός από τα απαγορευτικά μεγέθη, η πολυπλοκότητα των θεμάτων που καλείται να χειριστεί ο πολιτικός. Το είπε εύγλωττα η μούσα του λαϊκού κινήματος, ο Θ. Πάγκαλος: «Σκεφτείτε, τις αποφάσεις να τις έπαιρνε η συνέλευση του Συντάγματος, αντί για τη Βουλή!». Ακολουθώ λοιπόν την προτροπή και παίρνω το σενάριο στα σοβαρά. Το υπονοούμενο πολιτικό επιχείρημα είναι ότι είναι αδύνατο για τις μάζες να παρακολουθήσουν σε βάθος την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Ούτε οι υπουργοί μας δεν μπορούν: ετοιμάζονται να φέρουν πιο τεχνοκράτες από τους τεχνοκράτες, για να χειριστούν το πρόβλημα. Αφήνω κατά μέρος την πιο προφανή αδυναμία του επιχειρήματος, που είναι ότι σε μια περίοδο που ομολογείται πανταχόθεν ότι το σύστημα απέτυχε να προφυλαχθεί, ο αντιπρόεδρος εξακολουθεί να θεωρεί το Κοινοβούλιο ως σύμβολο υπευθυνότητας και το ερώτημά του ρητορικό. Η ουσία του συλλογισμού είναι ότι ο αδαής όχλος δεν μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος των προβλημάτων, γι’ αυτό στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να επιλέγει τον κατάλληλο τεχνοκράτη. Ας επιμείνουμε στον συλλογισμό του αντιπροέδρου και ας αναγνωρίσουμε τα δίκια του: σε μια τετ α τετ συνάντηση με υπουργό, ο τυχαίος αγανακτισμένος θα άντεχε λίγα δευτερόλεπτά. Αρκεί να δει κανείς το στιλ βρεγμένης γάτας με το οποίο αντιδρούν εδώ και καιρό οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ όταν ερωτώνται ποια είναι η πρακτική λύση για τη διέξοδο από την κρίση. Το επιχείρημα των ελίτ έχει έρεισμα: όσα και να ψελλίζουμε για CDS και για Spreads εμείς οι κοινοί θνητοί, η κατανόησή μας των χρηματοπιστωτικών παιγνίων, στα οποία εσχάτως διακυβεύεται το ψωμάκι μας, έχει περιορισμούς. Οι αυλακιές του εγκεφάλου μας έχουν οργωθεί από διαφορετικού τύπου εμπειρίες.
Θυμίζω ότι οι υπουργοί Οικονομικών των τελευταίων ετών ήταν σε γενικές γραμμές οικονομολόγοι με τουπέ δεκαοκτώ καρδιναλίων, με πρωταθλητές στην ξιπασιά τον Γ. Παπαντωνίου και τον Γ. Αλογοσκούφη (στον τελευταίο η αλαζονεία είχε σωματοποιηθεί στη χαρακτηριστική στάση «γύφτικο σκεπάρνι»). Θυμάμαι τον Παπαντωνίου σε τηλεοπτική συζήτηση με τον Λυκούργο Κομίνη, όταν ο τελευταίος είπε: «Δεν ξέρω τι κάνετε με τους αριθμούς» και ο υπουργός εξερράγη: «Είστε με τα καλά σας; Μιλάτε σε υπουργό Οικονομικών χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του λέτε “δεν ξέρω τι κάνετε με τους αριθμούς;”». Αυτό σήμερα πια δεν ακούγεται τόσο πειστικό όσο τότε. Σήμερα όλοι αυτοί οι καμαρωτοί διεκπεραιωτές των ντόπιων και ξένων χρηματοπιστωτικών συμφερόντων, που σε φλόμωναν με σαράντα σελίδες οικονομικούς πίνακες για κάθε αντίρρηση, σφυρίζουν αδιάφορα για τις συμφωνίες με τη Goldman Sachs και την υπαγωγή μας σε διεθνή επιτροπεία, και παραδίδουν μαθήματα οικονομικών του μονόδρομου, προκειμένου να ενοχοποιηθούν οι φορολογούμενοι για την κερδοσκοπία του συστήματος.
Σήμερα βλέπουμε ότι όχι μόνο οι γνώσεις δεν αποτελούν εχέγγυο επιτυχούς πρόβλεψης διότι στα μαθηματικά 1+1=2, ενώ στην οικονομία όχι αλλά και ότι δεν έχουμε όλοι τις ίδιες βλέψεις και τα ίδια συμφέροντα, λοιπόν ο λαός υπομένει τις συνέπειες των αποφάσεων των ελίτ. Στην αρχαία Αθήνα αυτός που ψήφιζε υπέρ του πολέμου ήξερε ότι μπορεί να χρειαστεί να πολεμήσει ο ίδιος• σήμερα το πρόγραμμα λιτότητας αποφασίζεται από ανθρώπους οικονομικά θωρακισμένους.
Εξάλλου, για να είμαστε δίκαιοι και προς τις δύο πλευρές, ο λαός ενίοτε αποδεικνύεται όντως σοφός. Παρά τα παράπονα του Πλάτωνα για τη «θεατροκρατία», όπως την έλεγε, που υποχρέωνε τους τραγικούς ποιητές να εξαρτώνται από το γούστο του πλήθους, αυτό το γούστο φάνηκε στην αρχαιότητα εύστοχο, ανέδειξε Σοφοκλή και Αισχύλο. Ως προς την πολυπλοκότητα, ας επισημάνουμε ότι και η αρχαία Αθήνα, παρότι αρχαία, αντιλαμβανόταν κάποια θέματα ως πολύπλοκα για τον δήμο και χρησιμοποιούσε ειδικούς, σε ζητήματα π.χ. μηχανολογικά ή στρατιωτικά. Οι τελικές αποφάσεις όμως παρέμεναν πολιτικές. Ο ενδόμυχος πόθος των πολιτικών μας ελίτ είναι να παρουσιάζονται τα προβλήματα ως τεχνικά, ώστε να επιλύονται με προσφυγή στην αυθεντία (κατά προτίμηση Ευρωπαίων ή Αμερικανών) ειδικών, όπως κανείς ακούει τον γιατρό του και ακολουθεί τη θεραπεία που πρέπει, ακόμη και όταν είναι δυσάρεστη. (Από αυτή την άποψη, ο παραλληλισμός του γύψου της επταετίας με τον γιατρό του Στρος Καν είναι ορθός.) Η απάθεια των μαζών σε αυτή τη συνθήκη δεν θεωρείται απλώς αναμενόμενη αλλά φυσική.
Υπάρχουν δύο πιθανοί λόγοι για να προτιμά κανείς τη δημοκρατία ως πολίτευμα. Είτε διότι πιστεύει ότι ο λαός είναι πάντοτε αθροιστικά σοφότερος από τους λίγους άποψη που δεν συμμερίζομαι είτε διότι προτιμά ο λαός να κάνει τα λάθη του μόνος του, δηλαδή να είναι ελεύθερος να αποφασίζει και να υφίσταται τις συνέπειες. Η δουλειά του πλήθους στη δημοκρατία είναι να παίρνει αποφάσεις. Η δουλειά των ειδικών είναι να ενημερώνουν το πλήθος εκλαϊκεύοντας τις διαθέσιμες επιλογές, και απ’ αυτήν την άποψη χάρηκα τις τοποθετήσεις των ειδικευμένων ομιλητών στις συζητήσεις της πλατείας Συντάγματος. Πιστεύω μάλιστα ότι θα πρέπει χωρίς συμπλέγματα να ακούγονται οι γνώμες των ειδικών. Το θέμα είναι να μην αποφασίζουν για λογαριασμό μας οι ειδήμονες, όχι να τους φιμώσουμε για να μη μας κομπλεξάρουν.
Απ’ την άλλη, αν υπήρχε τρόπος η Λαϊκή Συνέλευση του Συντάγματος να έπαιρνε αποφάσεις δεσμευτικές για το σύνολο της κοινωνίας, θα ανακαλύπταμε αμέσως πόσο πολύ δρόμο έχουμε να διανύσουμε μέχρι να αποδώσουν τέτοιοι θεσμοί. Προς το παρόν πρόκειται για ένα εργαστήρι δημοκρατικής πολιτικής, στο οποίο οι πολίτες μαθαίνουν να είναι πολίτες. Αυτό δεν είναι λίγο. Ο στόχος όμως παραμένει να υπάρξει μια τέτοια ζύμωση του πλήθους με τα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου, ώστε να μπορεί να αντιπαρατεθεί στον μεγάλο εχθρό της συμμετοχής των πολιτών, τη λογική του μονόδρομου (TINA: There Is No Alternative, κατά Θάτσερ). Αυτή η πολιτική έχει ένα όριο: τη στιγμή που αυτός που υφίσταται τα μέτρα, όχι αυτός που ακκίζεται στα κανάλια, λέει πως «φτάνει». Αυτό μόνο θα μας δώσει το δικαίωμα να πούμε κάποτε ότι δοκιμάσαμε μπόλικη σοφία τεχνοκρατών, είναι καιρός να δοκιμάσουμε και λίγη δημοκρατία.
Παλιό πολιτικό δίδαγμα: πολύ γρήγορα τα συμφέροντα των εκπροσώπων (βουλευτών, συνδικαλιστών κ.ά.) διαχωρίζονται και αυτονομούνται σε σχέση με τα συμφέροντα των εκλογέων, και τότε λέμε ότι υπάρχει πρόβλημα δημοκρατίας. Όταν ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ ζεσταίνει την καρεκλίτσα του σε κάποιο μελλοντικό κυβερνητικό σχήμα, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκπροσωπεί την καριέρα του, όχι τους εργαζόμενους. Τα ίδια με τους σοσιαλιστές βουλευτές μας. Τότε επικαλούμαστε την ιδέα της άμεσης δημοκρατίας, ζητώντας να υπάρχει κάποια συνέχεια ανάμεσα στους πόθους του κοσμάκη και τις αποφάσεις που λαμβάνονται εξ ονόματός του.
Στην κουβέντα για την άμεση δημοκρατία το κρίσιμο εμπόδιο σήμερα είναι, λέγεται, εκτός από τα απαγορευτικά μεγέθη, η πολυπλοκότητα των θεμάτων που καλείται να χειριστεί ο πολιτικός. Το είπε εύγλωττα η μούσα του λαϊκού κινήματος, ο Θ. Πάγκαλος: «Σκεφτείτε, τις αποφάσεις να τις έπαιρνε η συνέλευση του Συντάγματος, αντί για τη Βουλή!». Ακολουθώ λοιπόν την προτροπή και παίρνω το σενάριο στα σοβαρά. Το υπονοούμενο πολιτικό επιχείρημα είναι ότι είναι αδύνατο για τις μάζες να παρακολουθήσουν σε βάθος την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Ούτε οι υπουργοί μας δεν μπορούν: ετοιμάζονται να φέρουν πιο τεχνοκράτες από τους τεχνοκράτες, για να χειριστούν το πρόβλημα. Αφήνω κατά μέρος την πιο προφανή αδυναμία του επιχειρήματος, που είναι ότι σε μια περίοδο που ομολογείται πανταχόθεν ότι το σύστημα απέτυχε να προφυλαχθεί, ο αντιπρόεδρος εξακολουθεί να θεωρεί το Κοινοβούλιο ως σύμβολο υπευθυνότητας και το ερώτημά του ρητορικό. Η ουσία του συλλογισμού είναι ότι ο αδαής όχλος δεν μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος των προβλημάτων, γι’ αυτό στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να επιλέγει τον κατάλληλο τεχνοκράτη. Ας επιμείνουμε στον συλλογισμό του αντιπροέδρου και ας αναγνωρίσουμε τα δίκια του: σε μια τετ α τετ συνάντηση με υπουργό, ο τυχαίος αγανακτισμένος θα άντεχε λίγα δευτερόλεπτά. Αρκεί να δει κανείς το στιλ βρεγμένης γάτας με το οποίο αντιδρούν εδώ και καιρό οι εκπρόσωποι του ΣΥΡΙΖΑ όταν ερωτώνται ποια είναι η πρακτική λύση για τη διέξοδο από την κρίση. Το επιχείρημα των ελίτ έχει έρεισμα: όσα και να ψελλίζουμε για CDS και για Spreads εμείς οι κοινοί θνητοί, η κατανόησή μας των χρηματοπιστωτικών παιγνίων, στα οποία εσχάτως διακυβεύεται το ψωμάκι μας, έχει περιορισμούς. Οι αυλακιές του εγκεφάλου μας έχουν οργωθεί από διαφορετικού τύπου εμπειρίες.
Θυμίζω ότι οι υπουργοί Οικονομικών των τελευταίων ετών ήταν σε γενικές γραμμές οικονομολόγοι με τουπέ δεκαοκτώ καρδιναλίων, με πρωταθλητές στην ξιπασιά τον Γ. Παπαντωνίου και τον Γ. Αλογοσκούφη (στον τελευταίο η αλαζονεία είχε σωματοποιηθεί στη χαρακτηριστική στάση «γύφτικο σκεπάρνι»). Θυμάμαι τον Παπαντωνίου σε τηλεοπτική συζήτηση με τον Λυκούργο Κομίνη, όταν ο τελευταίος είπε: «Δεν ξέρω τι κάνετε με τους αριθμούς» και ο υπουργός εξερράγη: «Είστε με τα καλά σας; Μιλάτε σε υπουργό Οικονομικών χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του λέτε “δεν ξέρω τι κάνετε με τους αριθμούς;”». Αυτό σήμερα πια δεν ακούγεται τόσο πειστικό όσο τότε. Σήμερα όλοι αυτοί οι καμαρωτοί διεκπεραιωτές των ντόπιων και ξένων χρηματοπιστωτικών συμφερόντων, που σε φλόμωναν με σαράντα σελίδες οικονομικούς πίνακες για κάθε αντίρρηση, σφυρίζουν αδιάφορα για τις συμφωνίες με τη Goldman Sachs και την υπαγωγή μας σε διεθνή επιτροπεία, και παραδίδουν μαθήματα οικονομικών του μονόδρομου, προκειμένου να ενοχοποιηθούν οι φορολογούμενοι για την κερδοσκοπία του συστήματος.
Σήμερα βλέπουμε ότι όχι μόνο οι γνώσεις δεν αποτελούν εχέγγυο επιτυχούς πρόβλεψης διότι στα μαθηματικά 1+1=2, ενώ στην οικονομία όχι αλλά και ότι δεν έχουμε όλοι τις ίδιες βλέψεις και τα ίδια συμφέροντα, λοιπόν ο λαός υπομένει τις συνέπειες των αποφάσεων των ελίτ. Στην αρχαία Αθήνα αυτός που ψήφιζε υπέρ του πολέμου ήξερε ότι μπορεί να χρειαστεί να πολεμήσει ο ίδιος• σήμερα το πρόγραμμα λιτότητας αποφασίζεται από ανθρώπους οικονομικά θωρακισμένους.
Εξάλλου, για να είμαστε δίκαιοι και προς τις δύο πλευρές, ο λαός ενίοτε αποδεικνύεται όντως σοφός. Παρά τα παράπονα του Πλάτωνα για τη «θεατροκρατία», όπως την έλεγε, που υποχρέωνε τους τραγικούς ποιητές να εξαρτώνται από το γούστο του πλήθους, αυτό το γούστο φάνηκε στην αρχαιότητα εύστοχο, ανέδειξε Σοφοκλή και Αισχύλο. Ως προς την πολυπλοκότητα, ας επισημάνουμε ότι και η αρχαία Αθήνα, παρότι αρχαία, αντιλαμβανόταν κάποια θέματα ως πολύπλοκα για τον δήμο και χρησιμοποιούσε ειδικούς, σε ζητήματα π.χ. μηχανολογικά ή στρατιωτικά. Οι τελικές αποφάσεις όμως παρέμεναν πολιτικές. Ο ενδόμυχος πόθος των πολιτικών μας ελίτ είναι να παρουσιάζονται τα προβλήματα ως τεχνικά, ώστε να επιλύονται με προσφυγή στην αυθεντία (κατά προτίμηση Ευρωπαίων ή Αμερικανών) ειδικών, όπως κανείς ακούει τον γιατρό του και ακολουθεί τη θεραπεία που πρέπει, ακόμη και όταν είναι δυσάρεστη. (Από αυτή την άποψη, ο παραλληλισμός του γύψου της επταετίας με τον γιατρό του Στρος Καν είναι ορθός.) Η απάθεια των μαζών σε αυτή τη συνθήκη δεν θεωρείται απλώς αναμενόμενη αλλά φυσική.
Υπάρχουν δύο πιθανοί λόγοι για να προτιμά κανείς τη δημοκρατία ως πολίτευμα. Είτε διότι πιστεύει ότι ο λαός είναι πάντοτε αθροιστικά σοφότερος από τους λίγους άποψη που δεν συμμερίζομαι είτε διότι προτιμά ο λαός να κάνει τα λάθη του μόνος του, δηλαδή να είναι ελεύθερος να αποφασίζει και να υφίσταται τις συνέπειες. Η δουλειά του πλήθους στη δημοκρατία είναι να παίρνει αποφάσεις. Η δουλειά των ειδικών είναι να ενημερώνουν το πλήθος εκλαϊκεύοντας τις διαθέσιμες επιλογές, και απ’ αυτήν την άποψη χάρηκα τις τοποθετήσεις των ειδικευμένων ομιλητών στις συζητήσεις της πλατείας Συντάγματος. Πιστεύω μάλιστα ότι θα πρέπει χωρίς συμπλέγματα να ακούγονται οι γνώμες των ειδικών. Το θέμα είναι να μην αποφασίζουν για λογαριασμό μας οι ειδήμονες, όχι να τους φιμώσουμε για να μη μας κομπλεξάρουν.
Απ’ την άλλη, αν υπήρχε τρόπος η Λαϊκή Συνέλευση του Συντάγματος να έπαιρνε αποφάσεις δεσμευτικές για το σύνολο της κοινωνίας, θα ανακαλύπταμε αμέσως πόσο πολύ δρόμο έχουμε να διανύσουμε μέχρι να αποδώσουν τέτοιοι θεσμοί. Προς το παρόν πρόκειται για ένα εργαστήρι δημοκρατικής πολιτικής, στο οποίο οι πολίτες μαθαίνουν να είναι πολίτες. Αυτό δεν είναι λίγο. Ο στόχος όμως παραμένει να υπάρξει μια τέτοια ζύμωση του πλήθους με τα κρίσιμα ζητήματα της περιόδου, ώστε να μπορεί να αντιπαρατεθεί στον μεγάλο εχθρό της συμμετοχής των πολιτών, τη λογική του μονόδρομου (TINA: There Is No Alternative, κατά Θάτσερ). Αυτή η πολιτική έχει ένα όριο: τη στιγμή που αυτός που υφίσταται τα μέτρα, όχι αυτός που ακκίζεται στα κανάλια, λέει πως «φτάνει». Αυτό μόνο θα μας δώσει το δικαίωμα να πούμε κάποτε ότι δοκιμάσαμε μπόλικη σοφία τεχνοκρατών, είναι καιρός να δοκιμάσουμε και λίγη δημοκρατία.