Συνέντευξη στην Τζένη Τσιροπούλου

«Τα πρώτα άσυλα και ιδρύματα για οτιδήποτε διαφέρει, για οτιδήποτε φάνταζε άσχημο για την κανονικότητα των κοινωνιών, τα έφτιαξαν οι εκκλησίες και οι βασιλείς» μου λέει ο Αντώνης Ρέλλας, ανάπηρος ακτιβιστής, σκηνοθέτης και μέλος της Κίνησης Καλλιτεχνών με Αναπηρία.

Αυτή την περίοδο βρίσκεται στο μοντάζ του νέου του ντοκιμαντέρ, το οποίο έχει να κάνει με τα κλειστά ιδρύματα αναπήρων. «Στην Ελλάδα έχουμε τουλάχιστον 70 κλειστά ιδρύματα όπου 'φιλοξενούνται' περισσότεροι από 2.800 άνθρωποι. Πρόκειται για φυλακές, όπου βρίσκονται δεμένοι μέσα σε κλουβιά ανάπηροι άνθρωποι. Το ντοκιμαντέρ αποτυπώνει την κατάληψη του κολαστηρίου των Λεχαινών από την Κίνηση Χειραφέτησης ΑμεΑ, Μηδενική Ανοχή. Σε τέτοια ιδρύματα εγκαταλείπονται βρέφη από την οικογένεια, η οποία είτε δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός ανάπηρου παιδιού είτε δε θέλει να έχει ένα ανάπηρο παιδί, γιατί θεωρεί ότι ο πελαργός πρέπει να φέρνει 'κανονικά' παιδιά» λέει ο Αντ. Ρέλλας στο TPP.  

Η τέχνη κι η αναπηρία είναι δύο έννοιες που η κοινωνία της κανονικότητας τούς αρνείται συχνά τη συνύπαρξη είτε ο ανάπηρος διεκδικεί μια θέση ως θεατής είτε ως δημιουργός. Στα 100 χρόνια ελληνικού κινηματογράφου, για παράδειγμα, μόλις το 2013 η «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη έγινε η πρώτη καθολικά προσβάσιμη ταινία, με ακουστική περιγραφή για ανθρώπους με προβλήματα όρασης και με υπότιτλους για κωφούς και βαρήκοους, ενώ το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας σε συνεργασία με την Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία ήταν μόλις το 2015 που εγκαινίασαν την καθολική προσβασιμότητα στο περιεχόμενο και το δομημένο περιβάλλον στην κινηματογραφική τέχνη.

Στις 9 Φεβρουαρίου, όμως, οι ανάπηροι καλλιτέχνες στην Ελλάδα και τα νέα ανάπηρα παιδιά που ονειρεύονται να γίνουν ηθοποιοί, είχαν έναν σημαντικό λόγο να στήνουν γιορτή, κι αυτός ήταν η απαλοιφή του όρου της «αρτιμέλειας» από το Προεδρικό Διάταγμα, που θέτει τις προϋποθέσεις για τη φοίτηση στις ανώτερες δραματικές σχολές. Αυτή είναι όμως μόνο η αρχή.

Ο Αντώνης Ρέλλας, παίρνει το λόγο και μιλά στο TPP για το διαχρονικό αγώνα κατά του θεσμικού ρατσισμού, για την «επόμενη μέρα» στις δραματικές σχολές, που δε θέλουν να τους βρει «γκετοποιημένους» ούτε με ένα WC για ΑμεΑ για το θεαθήναι, για τον «καμπούρη-κακό» στο σανίδι, τα 170.000 ανάπηρα παιδιά που αποκλείονται από τα σχολεία και για το στερεότυπο του «όρθιος άνθρωπος, πετυχημένος άνθρωπος». 

Η μάχη με το θεσμικό ρατσισμό της «αρτιμέλειας»

ΠΔ 370/1983

Άρθρο 8 παράγραφος 1 εδάφιο γ΄:

Επιτυχόντες θεωρούνται : αυτοί που έχουν ουσιαστικά προσόντα θεατρικής τέχνης, δηλαδή καλή άρθρωση και καθαρότητα φωνής, εκφραστικότητα και σκηνική εμφάνιση και έλαβαν στα προβλεπόμενα από το εδαφ. β’ μαθήματα, τουλάχιστον το βαθμό πέντε (5).

[…]Επίσης οι υποψήφιοι πρέπει να έχουν και αρτιμέλεια η οποία βεβαιώνεται από την εξεταστική Επιτροπή. Η απόφαση της Επιτροπής πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη.


Αντώνης Ρέλλας: Η ιστορία του Προεδρικού Διατάγματος δεν είναι μια διεκδίκηση που ξεκίνησε χτες. Είναι μια διαχρονική διεκδίκηση που τελικά, μέσα από την άσκηση πολιτικής πίεσης, επιτύχαμε να αρθεί ο όρος της «αρτιμέλειας» από το ΠΔ 370/1983, το οποίο ήταν κατάλοιπο από τον Μεταξά. Ουσιαστικά, όπου ο όρος «αρτιμέλεια» διατρέχει τη νομοθεσία θεωρείται καταχρηστικός και φυσικά πρόκειται για θεσμικό ρατσισμό είτε αφορά τις προσλήψεις στο δημόσιο είτε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία -ειδικά εφόσον η Ελλάδα από το 2012 επικύρωσε με νόμο του κράτους τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα των Αναπήρων.

Η πρώτη ομάδα που διεκδίκησε την άρση της απόκλισης των αναπήρων ήταν το Θέατρο Κωφών Ελλάδος, το οποίο το 1984 βρέθηκε στο γραφείο της Μελίνας Μερκούρη, για να ακολουθήσουν κι άλλες ομάδες όπως αυτή του ΠΑ.ΣΥ.ΠΚΑ (Πανελλαδικός Σύνδεσμος Παραπληγικών και Κινητικά Αναπήρων), η θεατρολόγος Απολλωνία Τσαντά, η οποία δεν μπόρεσε να σπουδάσει υποκριτική λόγω του αποκλεισμού, η ομάδα του ΠΑ.Σ.ΠΑ (Πανελλήνιος Σύλλογος Παραπληγικών) και ζωτικής σημασίας ήταν και η δράση της ομάδας ΘΕ.Α.ΜΑ (Θέατρο Ατόμων με Αναπηρία).

Καταλύτης όμως ήταν η ερώτηση που έθεσε στη Βουλή το 2014 η τότε βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Μάνια Παπαδημητρίου, μαζί με άλλους 11 βουλευτές, αναφορικά με τον αναχρονιστικό χαρακτήρα της διάταξης του ΠΔ 370/1983. Η ερώτηση ήρθε μια μέρα μετά την παράσταση διαμαρτυρίας που πραγματοποιήσαμε ως Κίνηση Καλλιτεχνών με Αναπηρία ταυτόχρονα έξω από το Εθνικό Θέατρο, το υπουργείο Πολιτισμού και το Κεντρικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, διεκδικώντας την άμεση κατάργηση του όρου της «αρτιμέλειας» από τις διατάξεις που ορίζουν τα κριτήρια εισαγωγής στις δραματικές σχολές.

Γιατί πήρε τόσα χρόνια; Πήρε τόσα χρόνια γιατί τα θέματα της αναπηρίας αντιμετωπίζονται πάντα ως περιθωριακά θέματα. Προέρχομαι και ο ίδιος από το χώρο των ΜΜΕ -έχω δουλέψει 15 χρόνια ως σκηνοθέτης στην τηλεόραση- και τα θέματα της αναπηρίας γνωρίζω και εκ των έσω, ότι έπρεπε πάντα να προκαλέσουν την ευαισθησία, έπρεπε να κλάψουμε ή να μιλήσουμε για τη χαροκαμένη μάνα, για τον καθηλωμένο στο καρότσι -της λαϊκής ή του σούπερ μάρκετ δε μας εξηγούσαν. Προφανώς λέγοντας καρότσι, εννοούσαν το αμαξίδιο. Και φυσικά έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η λέξη «καθηλωμένος» γιατί το κανονικό είναι να είσαι όρθιος, το πρότυπο είναι ο homo erectus. Όρθιος άνθρωπος ίσον πετυχημένος άνθρωπος.

«Η αλλαγή δεν έρχεται με μια ράμπα και ένα WC για ΑμεΑ»

Η έννοια της αρτιμέλειας έχει ξεμείνει και στο ΠΔ 372/1983, που αφορά στις ανώτατες επαγγελματικές σχολές χορού. Ένας/μία ανάπηρος-η, από όλο το φάσμα της αναπηρίας, δεν μπορεί να διεκδικήσει να σπουδάσει χορό -τουλάχιστον να έχει την κτήση της γνώσης του χορού. Τώρα διεκδικούμε να αλλάξουν κι άλλα πράγματα, όπως η «καθαρότητα της φωνής». Ένας κωφός, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη νοηματική, η φωνή του είναι η νοηματική γλώσσα. Ένας άνθρωπος με σπαστική τετραπληγία μπορεί να μην έχει καθαρότητα φωνής, έτσι όπως την ορίζει η κανονικότητα.

Τώρα περιμένουμε τη συνάντηση με την υπουργό Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, για να καταθέσουμε την πρότασή μας για την καινούρια δραματική σχολή που θα είναι προσβάσιμη και ως προς το δομημένο περιβάλλον της και ως προς το περιεχόμενό της. Θέλουμε να κάνουμε όλα εκείνα τα απαραίτητα, ώστε να μπορούν οι άνθρωποι να συνυπάρχουν ανεμπόδιστα στο σανίδι είτε ως εκπαιδευόμενοι ηθοποιοί είτε ως επαγγελματίες ηθοποιοί που θα δουλεύουν σε ένα θέατρο. Θέλουμε μια σχολή μικτή -όχι αναπήρων γιατί αυτό θα ήταν γκετοποίηση- όπου μέσα από τη διάδραση αναπήρων και μη, οι άνθρωποι θα συνεκπαιδεύονται και αυτή η διαδικασία, πέραν του ότι είναι μαγική από μόνη της και ανοίγει νέους ορίζοντες, εμπλουτίζει τη θεατρική μας εκπαίδευση και την κάνει πιο πλουραλιστική.

Αυτό που παρουσιάσαμε ήδη, είναι η δημιουργία της δραματικής σχολής που θα θέσει τους όρους για να γίνουν οι «εύλογες προσαρμογές». Και όταν μιλάμε για εύλογες προσαρμογές, εμείς δεν αναφερόμαστε σε μια ράμπα και ένα WC για ΑμεΑ. Γιατί υπάρχει κι αυτή η λανθασμένη αντίληψη, ότι αναπηρία είναι το αμαξίδιο, άρα φτιάχνουμε μια ραμπούλα και τελειώνει η υπόθεση. Εμείς μιλάμε για το ίδιο το περιεχόμενο και την προσαρμογή της εκπαίδευσης στην ανθρώπινη ποικιλομορφία. Όλη η εκπαίδευση έχει φτιαχτεί εξ αρχής, θεωρώντας ότι ο σπουδαστής/-ρια φέρει τον κωδικό της κανονικότητας, σαν αυτά που έλεγε κι ο Χίτλερ περί άριας φυλής. Έχουμε πάρα πολλά τέτοια κατάλοιπα. Είτε σχεδιάζουμε ένα κτίριο, είτε μια μορφή σπουδής, τα σχεδιάζουμε έχοντας στο νου μας το ανθρωποκεντρικό πρότυπο της κανονικότητας. Βέβαια, όλα αυτά είναι συχνά ψιλά γράμματα.

Ένα «εξαίρετο ταλέντο»

Ο Βασίλης Οικονόμου είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης καθώς και ιδρυτής της ομάδας ΘΕ.ΑΜ.Α., της μοναδικής επαγγελματικής θεατρικής ομάδας, που απαρτίζεται κυρίως από άτομα με κινητική αναπηρία. Είναι ο πρώτος ανάπηρος που διεκδίκησε να περάσει ως ανάπηρος καλλιτέχνης στην Ανώτερη Σχολή Δραματικής Τέχνης «Πρόβα». Εφηύραν, λοιπόν τότε, κάτι καταπληκτικό. Τον πέρασαν ως «εξαίρετο ταλέντο». «Εξαίρετα ταλέντα» είναι μια ειδική κατηγορία, για τους ανθρώπους που δεν έχουν τελειώσει το λύκειο. Ο Βασίλης, λόγω του κωλύματος της αρτιμέλειας, έδωσε ως «εξαίρετο ταλέντο». Είχε ήδη μεταπτυχιακούς τίτλους σπουδών ως αρχαιολόγος, αλλά η επιτροπή τον αντιμετώπισε σαν κάποιον που δεν έχει πάει λύκειο για να μπορέσει να τον περάσει.

«Αν θες να είσαι κακός, καμπούριασε ή αλληθώρισε»

Ένα άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα είναι το πώς η τέχνη μας ετεροπροσδιορίζει. Ο Γκόφμαν, στο Στίγμα, λέει ότι, η παρέκκλιση των ατόμων από τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα συνιστά έτσι κι αλλιώς τη βασική αιτία για την κοινωνική περιθωριοποίηση και τη συρρίκνωση της ιδιότητάς μας ως ανθρώπων.

Η λογοτεχνία, όπως θεωρεί και ο Έλιοτ, υπήρξε διαχρονικά προμαχώνας της παραπληροφόρησης αναφορικά με το ανάπηρο σώμα και τον άνθρωπο με αναπηρία. Τον Ριχάρδο Γ' του Σαίξπηρ, όλοι τον κάνουν άσχημο και καμπούρη και είναι μέσα από την ασχήμια και την καμπούρα που του προσδίδουν την κακότητα. Είναι κακός επειδή είναι έτσι. Κι αυτό διδάσκεται ευρέως στις σχολές υποκριτικής. Πάρα πολλοί γνωστοί ηθοποιοί, που διδάσκουν σε σχολές, προτρέπουν τους φοιτητές τους αν θέλουν να παραστήσουν κάποιον κακό, να στραβώσουν το στόμα τους, να αλληθωρίσουν, να φορέσουν μια καμπούρα, να κουτσαίνουν, να χωλαίνουν δηλαδή, γιατί θεωρούν ότι η αναπηρία είναι a priori δυστυχία. Υπάρχει ένας ρατσιστικός μύθος, που λέει ότι, ο ανάπηρος είναι εκ προοιμίου δυστυχισμένος ενώ θεωρούμε ότι η αρτιμέλεια φέρνει ευτυχία στον άνθρωπο

Δες, για παράδειγμα, αυτές τις μέρες που έγινε το ατύχημα με την Πόρσε, ο Ιαβέρης ξεσπάθωσε, θεωρώντας ότι τα σχολεία πρέπει να πηγαίνουν στις εντατικές για να βλέπουν τους ανθρώπους με κομμένα χέρια και κομμένα πόδια, ώστε να λειτουργούν ως αντιπαράδειγμα. Δηλαδή, να χρησιμοποιήσουν εμάς τους αναπήρους ως φόβητρο υπέρ της κανονικότητας, λες και από την άλλη, μόνο τροχαία ατυχήματα παράγουν τη βλάβη. Αυτό είναι παράλογο, αλλά βασίζεται σε πολύ καλά θεμελιωμένα στερεότυπα για τους ανθρώπους με αναπηρία.

Ο Πάνος Ζουρνατζίδης είναι ανάπηρος επαγγελματίας ηθοποιός, αλλά στη φετινή θεατρική παράσταση Lebensraum δεν παίζει ρόλο αναπήρου. Εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα οι ανάπηροι να παίζουν και ρόλους αναπήρων. Οι αστειότητες και οι αθλιότητες γίνονται όταν επιχειρούν να κάνουν ρόλους αναπήρων οι οποίοι δεν είναι καθόλου πραγματικοί. Παίρνουν μια νέα κοπέλα με μοντέρνα ρούχα και την βάζουν να κάθεται σε ένα νοσοκομειακό αμαξίδιο και πάντα στο τέλος γίνεται το «θαύμα» και η ανάπηρη περπατάει. Κάτι που δεν γίνεται στην πραγματική ζωή. Γιατί το θαύμα στην πραγματική ζωή δεν είναι η ίαση. Το θαύμα είναι η συνύπαρξη των ανθρώπων και η αποδοχή.

Ένα εκατομμύριο αόρατοι ανάπηροι

Στην Ελλάδα ζουν πάνω από ένα εκατομμύριο ανάπηροι/-ες και το ότι δεν τους βλέπουμε στην πόλη ή δεν έχουν θέσεις, αξιώματα -παρά μόνο ελάχιστοι- είναι συνέπεια της κοινωνικής κατασκευής της αναπηρίας. Δε σχετίζεται με τη βλάβη μας, δεν είμαστε λιγότερο δημιουργικοί ή λιγότερο έξυπνοι, αλλά δε μας δίνεται η δυνατότητα είτε μέσω προσβασιμότητας στα δομημένα περιβάλλοντα είτε λόγω των νοοτροπιών που κουβαλάμε.

Ένα ζήτημα είναι πώς ο ίδιος ο ανάπηρος βλέπει τελικά τον εαυτό του μέσα από το πώς τον ετεροπροσδιορίζει η κοινωνία. Δηλαδή ο ανάπηρος σκέφτεται, «Τέλειωσε η ζωή μου, δεν μπορώ να κάνω τίποτα, κλείνομαι στο σπίτι και περιμένω τους φίλους μου να έρθουν να με δουν μία στο τόσο. Δεν διεκδικώ κοινωνική ζωή, δεν διεκδικώ έρωτα ή αγάπη γιατί το σώμα μου είναι διαφορετικό και δεν μπορεί κάποιος να εκφραστεί με τρυφερότητα απέναντι σε ένα ανάπηρο σώμα» και όλο αυτό είναι μια ατέλειωτη αλυσίδα.

Για να εργαστείς σε μια δημόσια υπηρεσία, δεν υπάρχουν νομικά κωλύματα περί «αρτιμέλειας» αλλά κάπως θα πρέπει να φτάσεις μέχρι εκεί αν είσαι κινητικά ανάπηρος ή αν μπεις στο πανεπιστήμιο, θα πρέπει να μπορείς να παρακολουθείς τα μαθήματα. Αν έχεις 500 σκαλιά και δεν έχεις κάποιον να σε βοηθάει, θα κουραστείς και θα σταματήσεις τις σπουδές σου. Αν είσαι κωφός και στο αμφιθέατρο ο καθηγητής γυρίζει το πρόσωπό του στον πίνακα, δεν μπορείς ούτε χειλανάγνωση να κάνεις. Δε διαθέτεις ούτε σου παρέχει το κράτος διερμηνέα για να σου μεταφέρει τα πάντα στη νοηματική ή βιβλία στην Braille, οπότε προφανώς δεν μπορείς να επιτύχεις.

Να μην ξεχνάμε και ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα. Σύμφωνα με έρευνα της εγκληματολόγου με πρόβλημα όρασης, Πωλίνας (Πελαγίας) Παπανικολάου, μόλις το 15% των ανάπηρων παιδιών πηγαίνει σχολείο. Σήμερα, 170.000 ανάπηρα παιδιά αποκλείονται από την εκπαίδευση. Και αυτά τα παιδιά δεν κάνουν τίποτα.

Οπότε, ο αγώνας, όχι απλώς δεν τελείωσε με την απαλοιφή της «αρτιμέλειας» από το ΠΔ 370/1983, αλλά στην πραγματικότητα τώρα ξεκινάει.