του Κωνσταντίνου Πουλή
Ξεκινώ λέγοντας ότι αυτό ακριβώς πιστεύω ότι καλούμαστε να κάνουμε, αυτό που γράφει ο Παπαδάκης στον επίλογο της αγόρευσής του, όταν λέει πως δεν ζητούμε εκδίκηση εναντίον των πολιτικών αντιπάλων μας, ζητούμε μόνο τη δικαστική προστασία των θυμάτων της εγκληματικής δράσης της χρυσής αυγής. Με άλλα λόγια, να ακουστούν όλοι αυτοί που δεν έχουν φωνή.
Προσθέτει πως υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι χρυσαυγίτες γνώριζαν πολύ καλά πως τα αδικήματα που διέπρατταν απαιτούσαν καταγγελία που ήξεραν ότι πολύ δύσκολα ένας μετανάστης θα έκανε, λόγω δυσκολίας καταβολής του παράβολου, λόγω του φόβου διότι δεν είχαν χαρτιά, διότι οι αστυνομικοί ήταν φασίστες που δεν άφηναν να γίνει η μήνυση κοκ, πράγματα που μας είναι δυστυχώς γνωστά. Όλα αυτά μας κάνουν να αναλογιστούμε πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη μας απέναντι σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, που βρέθηκαν αβοήθητοι απέναντι στο τέρας και πόσο μεγάλη είναι η σημασία του έργου της πολιτικής αγωγής.
Δεν νομίζω ότι δουλειά μιας παρουσίασης βιβλίου είναι να βαθμολογεί, αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι το βιβλίο που παρουσιάζεται σήμερα είναι ένα ντοκουμέντο τεράστιας αξίας, και θα εξηγήσω γιατί.
Ανθεί ένα είδος λυρικής δοκιμιογραφίας εναντίον του φασισμού, για το οποίο ενδέχεται να είμαι ένοχος κι εγώ ο ίδιος. Είναι θετικό να γράφονται κείμενα εναντίον των φασιστών, είναι οπωσδήποτε καλύτερο από το να γράφονται ύμνοι, αλλά από ένα σημείο και μετά η ανακύκλωση της συναισθηματικής μας διαμαρτυρίας δεν προσθέτει στα επιχειρήματά μας. Το βιβλίο του Παπαδάκη όπως και το βιβλίο του Καμπαγιάννη, επειδή βασίζονται στην επισκόπηση χιλιάδων σελίδων υλικού της δικογραφίας, αποτελούν μια πλήρη, εξονυχιστικής λεπτομέρειας καταγραφή και της δράσης του εγκληματικού μορφώματος της ΧΑ και της δικαστικής πορείας όλων των επιμέρους υποθέσεων.
Προφανώς υπάρχουν πλευρές οικονομικές, πολιτικές, ψυχολογικές, φιλοσοφικές, που δεν θίγονται, καθώς αντιλαμβανόμαστε ότι το φαινόμενο είναι ανεξάντλητο. Αλλά στο κομμάτι αυτό που αφορά το ερώτημα τι διέπραξαν και ποιος ήταν ο δικαστικός αντίκτυπος, το βιβλίο είναι ανεκτίμητο. Θα έλεγα ότι στέκεται δίπλα στα καλύτερα ερευνητικά βιβλία που έχουν γραφτεί για το θέμα.
Περιττεύει λοιπόν να πω ότι δεν έχω τίποτα να συμπληρώσω, είμαι απλώς ευγνώμων που χάρη στη δουλειά της πολιτικής αγωγής στη δίκη μπόρεσε να υπάρξει μια τέτοιου επιπέδου τεκμηρίωση της εγκληματικής δράσης των νεοναζί της Χρυσής Αυγής.
Με έρευνα στο οπτικοακουστικό υλικό, σε ομιλίες, σε αρθρογραφία, στο υλικό που κατασχέθηκε στους σκληρούς δίσκους των ναζιστών, σε όλο το αχανές υλικό που αξιολογήθηκε και αξιοποιήθηκε κατά τρόπο υποδειγματικό.
Θα προσπαθήσω λοιπόν να σκεφτώ ένα μόνο πράγμα: τι μάθαμε στη δίκη, που δεν το ξέραμε; Όχι τι θα αποφασίσει το δικαστήριο, που δεν το ξέρω, αλλά πώς μπορούμε να σκεφτόμαστε για τη δίκη τώρα, σε σχέση με το πώς σκεφτόμασταν πριν.
Το πρώτο σχετικό ζήτημα είναι η θεωρία των δύο άκρων, στην οποία αναφέρεται ο Παπαδάκης και στον τίτλο του βιβλίου, μιλώντας για το “άλλο άκρο στο εδώλιο”.
Ας δούμε τα δεδομένα, όπως τα παρουσιάζει ο Παπαδάκης στην αγόρευσή του. Η δικαιοσύνη αγαπά τόσο πολύ το δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος, ώστε μπορεί ένα μέλος της Χρυσής Αυγής να εξαγγέλλει στον τοπικό Τύπο τη σύσταση ένοπλης πολιτοφυλακής για την προστασία από τους λαθρομετανάστες, στην Κρήτη, χωρίς να συμβεί τίποτα.
Μόνο από την υπόθεση των αιγυπτίων ψαράδων, τους οποίους εκπροσωπεί στη δική ο Παπαδάκης, λέμε ότι τους άφησαν να αλλάξουν, να γυρίσουν ανάποδα τα μπλουζάκια της Χρυσής Αυγής και μετά να φωτογραφηθούν, στον έναν του έφερε η μάνα του κολλαριστό πουκάμισο να φορέσει! Αυτό σημαίνει ότι τους επέτρεψαν να θάψουν τα τεκμήρια της σύνδεσης της δράσης τους με τη Χρυσή Αυγή.
Έχουμε το θύμα της ίδιας επίσης, που με καθυστέρηση πέντε ετών (!) η ιατροδικαστική υπηρεσία απάντησε ότι ο παθών αναζητήθηκε στο νοσοκομείο αλλά δεν βρέθηκε! Δεν έγινε σωματική έρευνα στους συλληφθέντες δράστες, δεν κατασχέθηκαν τα κινητά τους, δεν έγινε άρση του απορρήτου των κλήσεων, δεν αναζητήθηκαν οι μάρτυρες, κι έτσι μπορούν τώρα οι κατηγορούμενοι να λένε ότι δεν είπε κανείς για Χρυσή Αυγή στην αστυνομία.
Ίσως η πιο σοκαριστική από όλες τις σχετικές πληροφορίες αφορά τη δολοφονία Φύσσα, όταν ο Κουρετζής αναφέρει ότι αστυνομικοί της ομάδας Δίας κάθονταν και κοίταζαν, παρακολουθούσαν τον δράστη να αποχωρεί, χωρίς κανείς να έχει καν συλλέξει το όπλο με το οποίο δολοφονήθηκε ο Φύσσας!
Αυτά στο επίπεδο της αστυνομικής δουλειάς. Πόσο μάλλον όταν περνάμε στο δικαστήριο, εκεί όπου στις σελίδες 184 του βιβλίου και μετά καταγράφονται όλα τα αδικήματα που περιγράφονται στο παραπεμπτικό βούλευμα χωρίς όμως να ασκείται δίωξη. Παίρνω μερικά παραδείγματα από αυτή την τρομακτική λίστα, που είναι από τα σημεία της αγόρευσης που σε αφήνουν με το στόμα ανοικτό: είναι όλα τα αδικήματα που περιγράφονται στο βούλευμα, (δηλαδή δεν πρόκειται για φήμες, για ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που δημοσιεύονται στο διαδίκτυο) αλλά δεν έχει ασκηθεί δίωξη:
Πετούσαν τσιμεντόλιθους από τον έκτο όροφο σε μετανάστες, με συμμετοχή και Μιχαλολιάκου, χωρίς δίωξη. Κασιδιάρης και Παναγιώταρος σε πογκρόμ, καμία δίωξη. Σκορδέλη, απόπειρα πυρπόλησης τζαμιού, καμία δίωξη – η Σκορδέλη πρωτοστατεί καθημερινά στις δράσεις τους αλλά δεν διώκεται για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης. Στους Αιγύπτιους, αναφέρεται οπλοφορία και οπλοχρησία, καμία δίωξη. Παππάς στο Χυτήριο, ελευθέρωση κρατουμένου, δεν απαγγέλεται δίωξη. Στην Κακαβιά, κλείσιμο των συνόρων, που είναι “έκθεση σε κίνδυνο διατάραξης των διεθνών σχέσεων της χώρας”, καμία δίωξη. Λαγός που δίνει το σύνθημα για την επίθεση σε Αιγύπτιους, καμία δίωξη για ηθική αυτουργία. Απειλές εναντίον μαρτύρων στη δίκη, που είναι κακουργήματα. Ο Παναγιώταρος πουλάει ρόπαλα του μπέιζμπολ -που φαίνεται ότι είναι πολύ δημοφιλές στους χρυσαυγίτες, γιατί γενικά στην Ελλάδα δεν παίζουμε μπέιζμπολ οι υπόλοιποι- αντιστοιχεί σε διακεκριμένη οπλοκατοχή, που δεν του αποδόθηκε. Κασιδιάρης εκπαιδεύει μέλη εγκληματικής οργάνωσης, δεν διώκεται.
Την ίδια στιγμή, μας λέει ο Παπαδάκης, ενώ ένα ολόκληρο οπλοστάσιο στην Πόπορη δεν έχει οδηγήσει σε δίωξη για διακεκριμένη οπλοκατοχή, στην περίπτωση Θεοφίλου είχαμε ένδειξη το DNA στο καπέλο και του αποδόθηκε διακεκριμένη οπλοκατοχή διότι, ακούστε προσεκτικά, είχε βρεθεί δύο χρόνια νωρίτερα μια ποσότητα οπλισμού στα χέρια άλλων, και ο Θεοφίλου είχε φάει σουβλάκια μαζί τους! Που ο ένας ήταν συμφοιτητής τους.
Με βάση τα παραπάνω, που εξειδικεύουν κάτι που όλοι αντιλαμβανόμαστε πολύ εύκολα, βλέπουμε πόσο ανατριχιαστικό γίνεται όταν έχεις την λεπτομερή καταγραφή του αντί για τη γενικόλογη καταγγελία του.
Θέλω μετά από όλα αυτά να έπιχειρήσω να απαντήσω σε ένα ερώτημα που θέτουν κάποιοι, και το θέτουν καλόπιστα. Όχι να διαπιστώσω κι εγώ ότι η αστυνομία και δικαιοσύνη χαϊδεύουν την ακροδεξιά, αλλά να απαντήσουμε ένα ερώτημα.
Πόσο λογικό είναι για μας να περιμένουμε οτιδήποτε από μια τέτοια δίκη, όταν είναι τόσο προκλητικά φανερό ότι η Χρυσή Αυγή παίζει μπάλα στο δικό της γήπεδο; Αυτό που συμβολίστηκε απαράμιλλα στη φράση του Ρουπακιά προς την αστυνομία, το “είμαι δικός σας”!; Ιδίως με τον κίνδυνο που αναφέρει και ο Παπαδάκης στον πρόλογο του βιβλίου, ότι η Πολιτική Αγωγή δεν έχει το δικαίωμα να προσβάλλει πιθανή αθωωτική απόφαση με ένδικα μέσα, οπότε ένα τέτοιο αποτέλεσμα θα είναι πιθανότατα και τελεσίδικο!
Δεν υπάρχει ο κίνδυνος να αφήσουμε τον αντιφασισμό στα χέρια των υποστηρικτών του; Να περιμένουμε τη διαβόητη εισαγγελέα, που όπως είπε ο Μάγδα Φύσσα ξαναδολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, να βγάλει το φίδι απ την τρύπα;
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί αυτή η ένσταση δεν ευσταθεί, με επιχειρήματα από το ίδιο το βιβλίο του Παπαδάκη. Η πρώτη και πιο απλή απάντηση είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα δίλημμα, όπου χρειάζεται να διαλέξουμε το ένα ή το άλλο. Το αντιφασιστικό κίνημα έχει να διαδραματίσει έναν σημαντικό ρόλο, παράλληλα και ανεξάρτητα από τη δικαστική έκβαση της υπόθεσης. Έχει ήδη διαδραματίσει έναν τέτοιο ρόλο, που αναγνώριζε πικρά και ο Μιχαλολιάκος, όταν έλεγε ότι δεν μπορούν πια να κάνουν συγκεντρώσεις.
Υπάρχουν όμως και κάποια ακόμα στοιχεία που μπορούμε να προσθέσουμε. Υπάρχει καταγεγραμμένη και μελετημένη ενδελεχώς διεθνής εμπειρία στο ζήτημα, που μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο Ο δεξιός εξτρεμισμός στην Ευρώπη, όπου αναφέρονται μελέτες στη Γερμανία, για το πώς μια θερμή επαφή με τον νόμο αποτελεί ισχυρό ανασχετικό παράγοντα ως προς τη διάπραξη ρατσιστικών εγκλημάτων. Αυτό φαίνεται ανάγλυφα και στα στατιστικά στοιχεία για τις ρατσιστικές επιθέσεις στην Ελλάδα, που παρατίθενται στην αγόρευση του Παπαδάκη:
Από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο του 2011 έχουμε τραυματισμούς 200 ατόμων από ρατσιστικές επιθέσεις. Διακοσίων! Στο πρώτο εξάμηνο του 2012 έχουμε 61 περιστατικά, και το δεύτερο εξάμηνο 192! (σ. 133) Πώς εξηγείται αυτό; Σε πείσμα της εισαγγελικής πρότασης που δέχεται ότι η δολοφονία Φύσσα τούς ζημίωσε και δεν τους συνέφερε, η αλήθεια είναι ότι έχουμε σωρεία δηλώσεων που δείχνουν ότι αντιθέτως πίστευαν ότι με κάθε βίαιη δράση η δημοτικότητά τους ανεβαίνει.
Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να δούμε κατάματα την αλήθεια, για το ποια είναι η κοινωνία μας, όντως αυτό συνέβαινε. Θα χρειαστεί πολύς καιρός μέχρι να χωνέψουμε ότι η Χρυσή Αυγή μπηκε στη Βουλή και μετά τη δολοφονία Φύσσα.
Επιστρέφω όμως στα της δίκης: μετά το 2013 οι επιθέσεις μειώνονται δραστικά. Η δικαστική πίεση, με όλες τις αδυναμίες που περιγράψαμε, λειτούργησε. Βεβαίως, μέχρι και πριν από λίγο καιρό τα κανάλια πότιζαν πάλι το ρατσιστικό γλαστράκι τους με κραυγές για πόλεμο στον Έβρο και “αγανακτισμένους κατοίκους” στη Μυτιλήνη, αλλά μπορούμε με βεβαιότητα εκ των υστέρων να πούμε ότι η δίκη είναι ισχυρός παράγοντας ανάσχεσης της ρατσιστικής βίας.
Το δεύτερο επιχείρημα αφορά τον φόβο ότι τα στελέχη της θα ηρωοποιηθούν στο δικαστήριο, ως πολιτικά διωκώμενοι αγωνιστές. Όσοι το υποστήριξαν αυτό θα χρειαστεί να κάνουν έντονη αυτοκριτική. Μέχρι και σημαντικά στελέχη όπως ο Χρήστος Παππάς κατέφυγαν σε καλαμπούρια για αποκριάτική ενδυμασία, μιλούσαν για τη ναζιστική σημαία και έλεγαν ότι την άπλωσαν για να την ειρωνευτούν. Στην αγόρευσή του ο Παπαδάκης αναφέρει την απίθανη δικαιολογία ότι ο Πανταζής και ο Ευγενικός εργάζονταν όλη νύχτα και τα μεσάνυχτα Δευτέρας προς Τρίτη φούσκωναν μπαλόνια για μια βάφτιση που θα γινόταν την Κυριακή! Ο Παπαδόπουλος είπε στο δικαστήριο ότι φωτογραφήθηκε μεν με μέλη της Χρυσής Αυγής, αλλά το έκανε επ’ αμοιβή, για 25 ευρώ, που του τα χρωστάνε ακόμα. Ελπίζω να του τα δώσουν, να μην πάει χαμένη η φωτογραφία. Θυμόμαστε τα κλάματα και τις λιποθυμίες στο δικαστήριο και μπορούμε να πούμε, ή πάντως εγώ το λέω όταν με απειλούν στο διαδίκτυο, ότι “καλέ μου φίλε, θα κλαις και θα λιποθυμάς στο δικαστήριο, αυτό θα γίνει”.
Η ελαχιστοποίηση των περιστατικών μετά το 2013 από τη μία είναι ανακουφιστική, από την άλλη μας υποχρεώνει να αναλογιστούμε κάτι πολύ οδυνηρό: είναι χαρακτηριστικό, που εγώ ομολογώ ότι το συνειδητοποίησα παρακολουθώντας τις αγορεύσεις στη δίκη, ότι η δολοφονία Φύσσα είναι η κορύφωση μιας τρομερής κλιμάκωσης και πύκνωσης των χτυπημάτων των χρυσαυγιτών. Μέσα σε μια εβδομάδα έχουμε Πέραμα, αφισοκολλητές ΠΑΜΕ, Μελιγαλά και δολοφονία Φύσσα.
Σε κάθε βήμα, προχωρούν λίγο περισσότερο διότι ξέρουν ότι μπορούν, ότι κανείς δεν τους σταματά, ότι φασίστες αστυνομικοί τους κάνουν πλάτες για να εγκληματούν χωρίς καμία συνέπεια. Κυκλοφορούν σε μοτοπορείες με όπλα και ποτέ δεν γίνονται οι προληπτικές προσαγωγές που είναι τόσο συνηθισμένες για τις πορείες για τον Γρηγορόπουλο.
Αν σε οποιοδήποτε από αυτά τα περιστατικά είχε υπάρξει μια πιο δυναμική παρέμβαση, ίσως να ζούσε ο Φύσσας, ίσως να ζούσε ο Λουκμάν. Αυτό είναι το μέγεθος της ευθύνης όσων άφησαν να κλιμακωθεί η εγκληματική βία της Χρυσής Αυγής και αυτό είναι και το μέγεθος της ευθύνης των παραγόντων της τωρινής δίκης.
Έθεσα στην αρχή το ερώτημα τι ξέρουμε τώρα, που δεν το ξέραμε από την αρχή. Δεν ξέρω αν θυμάται κανείς τώρα πια ότι τον πρώτο καιρό, η κυρίαρχη ανάλυση ήταν ότι ο κόσμος δεν ήξερε τι ψήφισε, τους έστειλε στη βουλή ως απάντηση αγανάκτησης στα μνημόνια και θα τους περιθωριοποιήσει μόλις συνειδητοποιήσει το πραγματικό τους πρόσωπο. Ας προστεθεί και αυτή η ανάλυση στο ανθολόγιο των άστοχων αναλύσεων που έχουμε ακούσει (εγώ ευτυχώς αυτό δεν το έχω πει) και ας θυμηθούμε ότι ο κόσμος εξακολούθησε να ψηφίζει τη Χρυσή Αυγή ακόμη και μετά τη δολοφονία Φύσσα και την ανάληψη πολιτικής ευθύνης από τον Μιχαλολιάκο.
Μια που αυτή η συζήτηση γίνεται σε μια πολύ κρίσιμη καμπή, εν αναμονή του αποτελέσματος αυτής της ιστορικής δίκης, θεωρώ ότι αυτό θα έπρεπε να είναι το βασικό μας δίδαγμα. Όσο και να μην ήθελαν κάποιοι να το πιστέψουν, άνθρωποι πολύ κοντινοί μας, γείτονες, συνάδελφοι, μαθητές μας και συγγενείς μας, στήριξαν ή αποδέχθηκαν όλα αυτά τα εγκλήματα που με τόση επιμέλεια έχει συλλέξει η πολιτική αγωγή της δίκης. Και αν δεν είχαν μάθει τα πάντα από την τηλεόραση, σίγουρα είχαν μάθει αρκετά.
Το βιβλίο αυτό είναι ένα ισχυρό εργαλείο κάθε φορά που κάποιος θα κάνει ότι δεν γνωρίζει. Και επειδή είναι διαφορετικός ο τρόπος που “γνωρίζει” η εντυπωσιοθηρική κάλυψη των μέσων ενημέρωσης και διαφορετικός ο τρόπος που γνωρίζει η νομικά τεκμηριωμένη καταγραφή, θεωρώ τη δουλειά που έγινε στη δίκη από την πολιτική αγωγή, και που αποτυπώνεται σε αυτό το βιβλίο, ανεκτίμητη.
Ξεκίνησα με έναν εφιάλτη, από έναν άνθρωπο που επιβίωσε από το Άουσβιτς. Υπάρχει λοιπόν ένα βιβλίο αφιερωμένο σε αυτό το θέμα, τα Όνειρα στο Γ΄ Ράιχ, όπου η συγγραφέας καταγράφει όνειρα και τα ερμηνεύει προσπαθώντας να δει τι συμβαίνει στον ψυχισμό των ανθρώπων σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Περιγράφει εκεί ένας 45άρης γιατρός ότι είχε δει στον ύπνο του ότι είχε στείλει ένα πλήθος τυφλούς και κωφάλαλους για να δουν και να ακούσουν πράγματα απαγορευμένα, ώστε την κρίσιμη στιγμή να μπορεί να αρνηθεί ότι είχαν δει ή ακούσει οτιδήποτε. Τέτοια όνειρα ήταν πολύ συνηθισμένα, στην περίοδο του Γ’ Ράιχ, στην προσπάθεια να μη βλέπουν αυτά που δεν ήθελαν να βλέπουν.
Αυτό το βιβλίο, αυτή η δίκη, αυτή η ιστορική συγκυρία, είναι η ιστορία του φασισμού που μας ζητάει να μην προσποιηθούμε ότι δεν είδαμε και δεν ακούσαμε τίποτα.
*Ομιλία που εκφωνήθηκε στη Χαλκίδα, στον κήπο του κόκκινου σπιτιού, στην παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Παπαδάκη, την Τετάρτη 8 Ιουλίου.
Εκτός από εμένα συμμετείχε ο συγγραφέας του βιβλίου Κώστας Παπαδάκης, προλόγισε η Χαρά Νίκα, πρόεδρος της ΕΛΜΕ Ευβοίας, που διοργάνωσε την εκδήλωση, και συμμετείχε με μία συγκλονιστική παρέμβαση η Χρυσάνθη Τσιμπίδου, εκπαιδευτικός που έχει υπάρξει θύμα της Χρυσής Αυγής το 2002.
Όταν ανέβει το βίντεο θα το αναρτήσουμε και σας συνιστώ ένθερμα να δείτε αυτή την παρέμβαση.