του Δημήτρη Τσίρκα
Οι ομιλίες, όπως θα περίμενε κανείς, κινούνταν ανάμεσα στους ύμνους και τις αγιογραφίες στις οποίες ξεχώρισε εκείνη της Διαμαντοπούλου για τις λυρικές ποιότητές της: «Είναι ένας γενναίος, σπουδαίος, εξαιρετικά σεμνός άνθρωπος… πρόκειται για έναν «επαναστάτη με αιτία (…), αιρετικό με άποψη και πειθαρχημένη διαφωνία… σε όλες τις κρίσιμες στιγμές αποδείκνυε το μέταλλο και την μαχητικότητά του… δημιούργησε γενιές στελεχών που άφησαν έργο». Το τελευταίο μάλλον δεν αναφέρεται στα δεκάδες σκάνδαλα που πρωταγωνίστησαν οι υπουργοί του Σημίτη.
Ο βασικός υπαίτιος της χρεοκοπίας
Από τις τοποθετήσεις απουσίαζε εντελώς η σκοτεινή πλευρά της περιόδου Σημίτη. Πρόκειται για την κυβέρνηση που έκανε τη μίζα καθεστώς, που διασπάθισε το δημόσιο χρήμα τόσο συστηματικά και σε τόσο μεγάλο βαθμό, όσο καμία άλλη, που γιγάντωσε τη διαφθορά και τη σπατάλη στα δημόσια έργα, στην υγεία, στα εξοπλιστικά και σε όλο σχεδόν το δημόσιο.
Η κυβέρνηση που έβαλε την Ελλάδα στο ευρώ, με πλαστά στοιχεία και μετέτρεψε από τη μία στιγμή στην άλλη το δημόσιο χρέος, από εσωτερικό σε εξωτερικό (το ευρώ είναι ένα ξένο νόμισμα για την Ελλάδα, πάνω στο οποίο δεν ασκεί κανέναν έλεγχο). Έτσι, η Ελλάδα βρέθηκε από 25,88% του ΑΕΠ εξωτερικό δημόσιο χρέος (δηλαδή σε ξένο νόμισμα) μέχρι τις 12/12/2000, σε 103,7% του ΑΕΠ την 1/1/2001 (το σύνολο του δημόσιου χρέους). Το ίδιο συνέβη και με το ιδιωτικό χρέος.
Επιπλέον, το ευρώ ήταν ένα νόμισμα κομμένο και ραμμένο στις ανάγκες τις γερμανικής οικονομίας (και των δορυφόρων της Αυστρία, Ολλανδία, Δανία), οικονομιών δηλαδή με ισχυρή ισοτιμία και χαμηλό πληθωρισμό που στηριζόταν σε μια πανίσχυρη βιομηχανική βάση. Όχι βέβαια της ελληνικής, με την ισχνή παραγωγική βάση, τον υψηλό πληθωρισμό και τα διαχρονικά εμπορικά ελλείμματα που ελέγχονταν μέσω των συχνών υποτιμήσεων. Όπως φάνηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια, το ευρώ ήταν υποτιμημένο για τη γερμανική οικονομία, αλλά υπερτιμημένο για την ελληνική (όπως και για την ιταλική). Χάρη σε αυτό, η Γερμανία που ακόμα πλήρωνε τη διάλυση και απορρόφηση της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, μετά την πτώση του τείχους, βρέθηκε μέσα σε λίγα χρόνια, από εμπορικά ελλείμματα, με τεράστια εμπορικά πλεονάσματα, σε βάρος των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης.
Χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, ακόμα και η Γαλλία είδαν την ανταγωνιστικότητά τους να φθίνει ραγδαία λόγω του ακριβού ευρώ, την παραγωγική τους βάση, ιδίως τη βιομηχανική, να συρρικνώνεται και τα εμπορικά τους ελλείμματα να εκτοξεύονται. Η αποβιομηχάνιση που γνώρισε η Ελλάδα μετά το 2000, με δεκάδες βιομηχανίες να κλείνουν ή να «μεταναστεύουν» στις γειτονικές χώρες (Βουλγαρία, Βόρεια Μακεδονία, Τουρκία κλπ.) δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας. Δέκα, μόλις, χρόνια μετά ήρθε και η επίσημη χρεοκοπία, με τα γνωστά αποτελέσματα και την ακόμα πιο γνωστή (μνημονιακή) διαχείριση από τους Ευρωπαίους «εταίρους» μας.
Τίποτα από όλα αυτά δεν συζητήθηκαν στη χθεσινή εκδήλωση, το ενδιαφέρον των ομιλητών μονοπώλησαν τα μεγάλα έργα, όπως η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου (όχι προς Θεού οι τεράστιες υπερκοστολογήσεις και οι μίζες που τα συνόδευαν), οι θεσμικές τομές, όπως οι Ανεξάρτητες Αρχές (τις οποίες διακορεύει τώρα ο Μητσοτάκης), η σύγκρουση με την Εκκλησία για τις ταυτότητες και οι χαριτωμένες ιστορίες του Στουρνάρα για τα μόλις επτά άτομα που γνώριζαν την τελική ισοτιμία της δραχμής με το ευρώ. Κοινώς, περνούσαν ωραία στα παρασκήνια και αυτό (συνεχίζει να) βγαίνει και προς τα έξω.
Ο Σημίτης προφανώς, δεν απολογείται για τίποτα από όλα αυτά, δεν αναλαμβάνει καν την πολιτική ευθύνη για τα σκάνδαλα και τις μίζες που έπαιρναν οι υπουργοί του. Τόσο ο ίδιος όσο και τα στελέχη των κυβερνήσεων του, πολλά από τα οποία πρωταγωνιστούν ακόμα και σήμερα στα πολιτικά πράγματα, εξακολουθούν να πιστεύουν πώς είναι ό,τι καλύτερο συνέβη στη χώρα από την εποχή του Χαριλάου Τρικούπη και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Με αυτούς άλλωστε συγκρίνονται, παραβλέποντας, ασφαλώς, ότι και επί θητείας τους η Ελλάδα είχε χρεοκοπήσει.
Ο εκσυγχρονισμός ως θρησκεία
Όπως είναι λογικό, αυτή η διαρκής αποθέωση του βασικού υπαιτίου της χρεοκοπίας και του αρχιερέα της διαπλοκής (όπως τον χαρακτήριζε ο Κώστας Καραμανλής) εξοργίζει πολύ κόσμο, αλλά ίσως δεν θα έπρεπε. Γιατί εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με έναν πρώην πρωθυπουργό που μπορεί να κριθεί για τα πεπραγμένα του, αλλά με τον ηγέτη μιας θρησκείας.
Ο εκσυγχρονισμός έχει πάψει προ πολλού να είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα και έχει μετατραπεί σε θρησκεία, με τα δόγματά της και τους φανατικούς πιστούς της. Και όπως δεν μπορείς να διαψεύσεις και να ακυρώσεις την επιρροή μια θρησκείας με αποδείξεις και λογικά επιχειρήματα, έτσι δεν μπορείς να πλήξεις και τον εκσυγχρονισμό παραθέτοντας στοιχεία για την καταστροφική επίπτωση που είχε στην οικονομία και την κοινωνία.
Οι εκσυγχρονιστές εκκινούν από την ακλόνητη πίστη ότι η δική τους συνταγή ήταν και είναι η μοναδική σωτηρία για τη χώρα, αυτή που την ανέσυρε από τις λάσπες του λαϊκισμού και της βαλκανικής καθυστέρησης και την κατέστησε ένα σύγχρονο δυτικό κράτος. Τα κίνητρά τους φυσικά δεν είναι μόνο ιδεολογικά: η περίοδος του εκσυγχρονισμού ήταν και η εποχή της πολιτικής τους νιότης, της απόλυτης εξουσίας του ακραίου κέντρου απέναντι στη λαϊκή πλέμπα.
Από εδώ προκύπτει και η αμφιθυμία τους απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Ενώ σιχαίνονται το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και το θεωρούν υπεύθυνο για όλα τα δεινά που βρήκαν τη χώρα, την ίδια στιγμή υμνούν το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη. Οι λόγοι είναι ταξικοί και ιδεολογικοί.
Μπορεί τα χρόνια του Ανδρέα να μην έχουν καμία ουσιαστική διαφορά σε ό,τι αφορά την οικονομική κακοδιαχείριση , τη διαφθορά και τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος με εκείνα του Σημίτη, έχουν όμως σημαντικές διαφορές ως προς την ιδεολογία που τα σημάδεψε και τα κοινωνικά στρώματα που πρωταγωνίστησαν σε αυτή.
Το ακραίο κέντρο απεχθάνεται την περίοδο του Ανδρέα διότι τότε κυριάρχησε ο επάρατος λαϊκισμός. Ως λαϊκισμό εννοούν την εξισωτική ρητορική, τις υποσχέσεις περί σοσιαλισμού, κοινωνικής δικαιοσύνης και ανεξαρτησίας που κυριάρχησαν τα πρώτα χρόνια του Ανδρέα. Κυρίως όμως εννοούν την εισβολή των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στο προσκήνιο. Μία εισβολή βέβαια, που δεν σηματοδότησε κάποια ουσιαστική κοινωνική αλλαγή, έφερε όμως την πολιτική και κοινωνική αναβάθμιση τους. Η κοινωνική ισορροπία διαταράχθηκε, οι παραδοσιακές ιεραρχίες ανατράπηκαν, τα προνόμια και το κύρος των ελίτ αμφισβητήθηκαν. Η αισθητική και η κουλτούρα των πληβείων κατέλαβε επιθετικά τη δημόσια σφαίρα, ενώ η πολιτιστική και πνευματική κυριαρχία των ελίτ τέθηκε εν αμφιβόλω.
Αντίθετα, την περίοδο του Σήμιτη η κυρίαρχη ιδεολογία προέτασσε τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό και όχι τον «σοσιαλισμό» του Ανδρέα. Την αξιοκρατία και τους νικητές της αγοράς και όχι την ισότητα και την κοινωνική δικαιοσύνη, τον ευρωπαϊσμό και όχι τον «τριτοκοσμισμό» της δεκαετίας του 80.
Τα κοινωνικά στρώματα που αναδείχθηκαν την οκταετία Σημίτη ήταν τα μεσοστρώματα, τα στελέχη της ιδιωτικής οικονομίας και του δημοσίου και η ιδεολογία τους δεν είχε τίποτα από τα συλλογικά οράματα του παρελθόντος αλλά εξαντλούνταν στην γρήγορη οικονομική επιτυχία και κοινωνική ανέλιξη, μαζί με το αίσθημα ανωτερότητας και διαχωρισμού από την «πλέμπα» που τη συνόδευαν. Η αισθητική τους μπορεί να μην ήταν λούμπεν, ήταν όμως κιτς, ένα αμάγαλμα του σκυλάδικου του πρώιμου ΠΑΣΟΚ και της δήθεν Υψηλής κουλτούρας του Μεγάρου Μουσικής που έφερε το ύστερο.
Αυτή όμως δεν είναι και η ιδεολογία και οι ταξικές αναφορές του σκληρού πυρήνα του μητσοτακισμού; Τον εκσυχρονισμό, τον αντιλαϊκισμό και τον τεχνοκρατισμό δεν επικαλείται και ο Μητσοτάκης ως πυλώνες της διακυβέρνησής του και της πολιτικής του, η οποία υπερβαίνει, υποτίθεται, τον διαχωρισμό αριστεράς – δεξιάς; Κάπως έτσι φτάσαμε οι κυβερνήσεις του Μητσοτάκη να έχουν περισσότερους σημιτικούς από τις κυβερνήσεις του Σημίτη. Ιδίως η παρούσα κυβέρνηση ίσως δεν θα έπρεπε να λέγεται η δεύτερη κυβέρνηση Μητσοτάκη αλλά η τρίτη κυβέρνηση… Σημίτη.
Επιστρέφοντας όμως στις θεολογικές αναλογίες – όπως για μια θρησκεία το μεγαλύτερο αμάρτημα δεν είναι να παραβείς την τάδε ή τη δείνα υπόδειξη της, αλλά να την απαρνηθείς συνολικά, έτσι και για τους εκσυγχρονιστές έγκλημα δεν είναι οι υπουργοί που πήραν μίζες, ότι μας έβαλαν στο ευρώ με ψεύτικα στοιχεία, ότι διέλυσαν την παραγωγική βάση της χώρας, ότι ενώ κήρυτταν τη δημοσιονομική πειθαρχία τα ελλείμματα και το χρέος εκτοξεύτηκαν. Έγκλημα είναι να απαρνηθείς το θέσφατο του ευρώ, την αποπολιτικοποίηση της οικονομίας και την αυθεντία των τεχνοκρατών, να αμφισβητήσεις το δικαίωμα των ελίτ να κυβερνούν και να υποκλιθείς στον επάρατο λαϊκισμό. Όσο δεν τα κάνεις αυτά και ομνύεις πίστη στα εκσυγχρονιστικά δόγματα, μπορείς να πάρεις όσες μίζες τραβάει η ψυχή σου και να διαλύσεις την οικονομία – ως γνωστόν, η σαρξ είναι αδύναμη.
Έτσι και σήμερα, μπορεί ο Μητσοτάκης να έχει εκφυλίσει τη δημοκρατία με τις υποκλοπές, να έχει εξαγοράσει όλα σχεδόν τα ΜΜΕ και η Ελλάδα να φιγουράρει στις τελευταίες θέσεις στον κόσμο στην ανεξαρτησία του Τύπου, οι δε κυβερνήσεις του να είναι βυθισμένες στη διαφθορά, όσο όμως συνεχίζει να επικαλείται τον εκσυγχρονισμό, την οικονομία της αγοράς, τη Δύση και τη «σωστή πλευρά της ιστορίας», οι ακροκεντρώοι οπαδοί του θα του συγχωρήσουν τα πάντα. Ακόμα και αν παγιδεύσει μέχρι και τα κατοικίδιά τους με το predator.
Ο Κώστας Σημίτης είναι ο ιδρυτής και αρχηγός της θρησκείας του εκσυγχρονισμού – ο εκπρόσωπος του Θεού επί της γης και δεν μπορεί να κάνει λάθος. Όπως ο Θεός, έτσι και ο Σημίτης προίκισε τους υπουργούς του με ελεύθερη βούληση. Αν τώρα εκείνοι άσκησαν καταχρηστικά αυτή την ελευθερία παίρνοντας μίζες δεν είναι δική του ευθύνη αλλά δική τους αδυναμία να σταθούν στο ύψος της εμπιστοσύνης του. Ούτε ο Θεός άλλωστε, είναι υπεύθυνος για τις αμαρτίες των ανθρώπων.
Ο Σημίτης όχι μόνο δεν είναι υπεύθυνος για τις εμπειρικές αποτυχίες του εκσυγχρονισμού αλλά, όπως ο Χριστός, είναι αυτός που θυσιάστηκε για εμάς, για τη δική μας σωτηρία. Αναγκάστηκε να λερώσει τα χέρια του, να κολακέψει τον λαό ενώ τον απεχθάνεται, να λαϊκίσει εγκαινιάζοντας έργα (μακέτα ή μη), να πει ψέματα και να κάνει ρουσφέτια μόνο και μόνο για να παραμείνει στην εξουσία και να σώσει τη χώρα. Δεν απογοήτευσε ο Σημίτης τον λαό, ο λαός απογοήτευσε τον Κώστα Σημίτη, αποδείχτηκε πολύ κατώτερος της προσοχής του. Η χρεοκοπία δεν είναι τίποτα άλλο από το αποτέλεσμα της αποτυχίας του λαού να ακολουθήσει τον Κώστα Σημίτη και τον εκσυγχρονισμό.
Αλλά, όπως μας «καθησύχασε» χθες η Άννα Διαμαντοπούλου, «η μάχη για τον εκσυγχρονισμό δεν τελειώνει ποτέ. Για μεγάλα διαστήματα ξαποσταίνει και ξανά προς την δόξα τραβά». Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συμφωνεί.