Ο Θεοδωράκης ήταν ένα τεράστιο μέγεθος, ένας γίγαντας. Και ενώ αυτό λέγεται πάντα ως κάτι θετικό, δεν το εννοώ έτσι. Θυμάμαι κάπου να ακούω ότι είχαν οργανώσει μια τελετή να τον τιμήσουν και δεν μπόρεσε να παρευρεθεί διότι τον τιμούσαν και κάπου αλλού. Αναρωτιόμουν πόσο συχνά μπορεί να τιμούσαν αυτόν τον άνθρωπο, τον τόσο δοξασμένο; Και πόση έλλειψη τόλμης μπορεί να υποκρύπτει, να ξαναβραβεύεις αυτόν που δεν προλαβαίνει να βραβεύεται, που βραβεύεται δυο φορές τη μέρα;
Δεν είμαι φίλος της μουσικής του και πιστεύω ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν θα ήταν εντελώς τρελό να ειπωθεί ότι τα μεγάλα ακροατήρια κερδήθηκαν από το απαράμιλλο μέταλλο της φωνής του Μπιθικώτση, διαφορετικά οι στίχοι ήταν εντελώς απροσπέλαστοι για το κοινό, όπως ήταν και για τον ίδιο τον Μπιθικώτση. Εξάλλου είναι γνωστό ότι το μπουζούκι δεν ήταν η αρχική αγάπη του συνθέτη, ήταν τελικά ο σύνδεσμός του με το κοινό. Βεβαίως, ο Θεοδωράκης έγινε ένα σύμβολο διεθνές, που σημαίνει ότι από μια στιγμή και μετά η λάμψη του κατακτούσε τον πλανήτη, αντικειμενικά. Θέλω να πω, είτε μου αρέσει και μας αρέσει, είτε όχι. Επειδή όμως νιώθω ότι το δικό μου χρέος είναι να μη χρησιμοποιώ το επιχείρημα της αντικειμενικής επιτυχίας αντί για το γούστο μου, προτιμώ να απόσχω από αυτή την επιχειρηματολογία. Όποιος αγαπάει τη μουσική του, θα την αγαπάει και θα την ακούει, ακόμη και αν δεν γεμίζουν πια τα στάδια, όπως όσοι αγαπούν τον Σκαλκώτα ή τον Σκαρβέλη ή δεν ξέρω ποιον άλλον, τον αγαπούν παρότι δεν γεμίζει στάδια.
Για το φλερτ με την ακροδεξιά, δεν νομίζω ότι είναι πράγματα που συγχωρούνται, αλλά δεν μου φαίνεται και ωραίο να τα βροντοφωνάζω την ημέρα του θανάτου κάποιου. Είναι ζήτημα σεβασμού στους λίγους που όντως πενθούν. Θυμάμαι την αφήγηση της Κίττυς Αρσένη, πώς τραγούδαγε “στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, να πάει στη μάνα υπομονή” στο κελί της και παίρναν κουράγιο. Ξέρω ότι γι’ αυτή τη γενιά ο Θεοδωράκης εκπροσωπούσε κάτι πολύ διαφορετικό, σε σχέση με μένα που το ’89 πήγαινα Δευτέρα Λυκείου.
Τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό είναι άδικο να επισκιάσουν ολόκληρη την καλλιτεχνική και δημόσια παρουσία του Θεοδωράκη. Όμως είναι η πρώτη στιγμή κατά την οποία αυτός ο άνθρωπος βρέθηκε τόσο μακριά από το κοινό του ώστε ακόμη και αυτός, που ήταν απρόσιτος και θωρακισμένος από οποιαδήποτε κριτική, αποκαθηλώθηκε. Αντιλαμβάνομαι ότι κρύβεται ενίοτε κάποια μικροψυχία και ζήλεια στην αποκαθήλωση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση κυρίως κρίνεται τι πιστεύουμε για τους γίγαντες. Για το δικό μου γούστο στη ζωή, ο Παπαδιαμάντης με την όψη του ζητιάνου μιλάει περισσότερο στην καρδιά μου από τον άνθρωπο που δεν πρόφταινε να βραβεύεται. Δεν είναι κακό πράγμα η δόξα, συχνά την απόλαυσαν πολύ σπουδαίοι καλλιτέχνες. Όμως σε μια κοινωνία που ψάχνει μονίμως για “ιερά τέρατα” να λατρέψει, η δική μου εκδοχή της αγάπης είναι πρωτίστως αγάπη για την αδυναμία, όχι για τη δύναμη. Και ο Θεοδωράκης ήταν μια θύελλα δύναμης, μια ασταμάτητη φόρα. Ξέρω ότι με τα ίδια λόγια άλλοι τον εξυμνούν σήμερα, διότι αυτά τα χαρακτηριστικά ποθούν και ζηλεύουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Αυτό είναι όμως το ενδιαφέρον της ζωής: ακόμη κι εκεί που βλέπουμε τα ίδια, δεν αισθανόμαστε το ίδιο.