Ήταν άνθρωπος συμπαθέστατος και μάλιστα, όταν τον είχα συναντήσει πρώτη φορά, με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό μού έδωσε φωτοτυπίες που είχε από δύο άρθρα εφημερίδων που τον αφορούσαν. Ο ίδιος ήταν ηλεκτρονικός. Δεν είχε τελειώσει σχολή δηλαδή, αλλά τα καταφέρνει πολύ καλά και παλιά είχε αρκετή δουλειά. Το πρώτο άρθρο ήταν μία συνέντευξη που είχε δώσει όταν είχε πάει να αλλάξει τον ηλεκτρικο πίνακα στο σπίτι της Έλλης Στάη. Επειδή ήταν από τους πιο παλιούς τεχνίτες της Αθήνας, έπιασε κουβέντα και είχε να της αφηγηθεί μία πολύ ωραία ιστορία από ένα σπίτι που είχαν αγοράσει μία συσκευή τηλεόρασης πριν να ξεκινήσει να εκπέμπει το κρατικό σήμα, και όταν έφτασε η στιγμή να συνδεθεί… χάλασε η συσκευή! Δεν ξέρω πώς σας φαίνεται αυτή η ιστορία, αλλά ο κύριος Τάκης είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ, που πάντοτε όταν έφτανε στο τέλος, έσκαγε στα γέλια. Άρεσε και στη Στάη η ιστορία και του έκανε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Μεσημβρινή, ώστε αυτη η ταπεινή ιστορία να περάσει στην αιωνιότητα.
Τη δεύτερη φορά που είχε την ευκαιρία να μιλήσει δημόσια ο κύριος Τάκης ήταν όταν είχε γίνει ένα αφιέρωμα στους ηλεκτρολόγους στο περιοδικό Ταχυδρόμος. Επειδή ο δημοσιογράφος που είχε την επιμέλεια του αφιερώματος ήταν ξάδερφος της γυναίκας του, είχε ζητήσει και τη γνώμη του. Δεν παρέλειψε λοιπόν και αυτός να πει ξανά την ιστορία με εκείνο το ζευγάρι που είχε αγορασμένη την τηλεόραση πριν να ξεκινήσει να εκπέμπει το σήμα, και όταν ξεκίνησε το σήμα, η τηλεόρασή τους χάλασε.
Εμείς γνωριστήκαμε σε διακοπές στο Αλεποχώρι, όταν για κάποιον λόγο νιώθουν όλοι κάπως περισσότερο διατεθειμένοι να λένε καλημέρα/καλησπέρα σε αγνώστους, και μας προσκάλεσαν για καφέ, μαζί με τη γυναίκα μου. Άναψε η κουβέντα, χτίσαμε σιγά σιγά λίγη οικειότητα, και καταλήξαμε να φεύγουμε με φωτοτυπίες από αυτά τα δύο άρθρα.
Μου θύμισε εκείνο τον ψαρά από την Εύβοια, που όποτε ήθελε να συζητήσει με κάποιον ξένο, του έλεγε πάντα ιστορίες από τον στρατό. Οι ιστορίες του από τον στρατό ήταν κάπως άχρωμες, δεν ήταν τίποτα σπουδαίο: τότε που αντιμίλησε στον λοχαγό, τότε που έφαγε φυλακή γιατί είχε καθυστερήσει να γυρίσει αλλά επενέβη ένας θείος του πατέρα του και του τη χάρισαν, πράγματα που δεν θα έλεγες πως είχαν κάποια αξία, αλλά όλη η υπόλοιπη ζωή του ήταν μία καθημερινότητα στην οποία δεν αλλάζει ποτέ τίποτε. Τα χρόνια του στρατού λοιπόν ήταν η μοναδική αναλαμπή του διαφορετικού, η μόνη περίοδος που δεν του φαινόταν εντελώς ίδια.
Ο κύριος Τάκης δεν πέρασε τόσο συναρπαστικά χρόνια, αλλά είχε κι εκείνος να διηγηθεί εκείνη την ιστορία με τη χαλασμένη τηλεόραση. Κάθε μέρα πια, πήγαινε στο μαγαζί και ερχόταν και ουσιαστικά εδώ και πολύ καιρό δεν έμπαινε σχεδόν κανένας πελάτης μέσα. Είχε μία τηλεόραση αναμμένη, καθόταν και χάζευε.
Στα γενέθλιά του ερχόταν πάντοτε η αδερφή του στο σπίτι και γιορτάζαν μαζί. Την πρώτη χρονιά που έγινε αυτό πριν από 13 χρόνια, είχαν μία πολύ αστεία ιδέα: πάνω που ετοιμαζόταν ο κύριος Τάκης να κόψει το γλυκό, φωνάζουν ξαφνικά όλοι μαζί ρυθμικά να φιλήσει τη γυναίκα του. Τους είχε φανεί πολύ αστείο, χτυπούσαν και παλαμάκια και φώναζαν. Την επόμενη χρονιά, την ώρα που θα έκοβαν το γλυκό έγινε ακριβώς το ίδιο: φώναζαν και χτυπούσαν παλαμάκια ζητώντας από τον κακομοίρη τον κύριο Τάκη να φιλήσει τη γυναίκα του. Αυτό έγινε και τρίτη και τέταρτη χρονιά και δεν ήταν πια αστείο.
Εδώ που τα λέμε, τίποτα δεν είναι αστείο όταν επαναλαμβάνεται. (Εκτός ίσως από εκείνο το ανέκδοτο με τον βαρύκοο, που είχε πει ότι έχει πάρει ένα καταπληκτικό ακουστικό, τον ρώτησαν πόσο κάνει και είπε «δύο παρά τέταρτο». Αυτό όσες φορές και να το ακούσεις, δεν χορταίνεται.)
Ο κακομοίρης ο κύριος Τάκης ανακάλυπτε κάθε μέρα που περνούσε ότι η καθημερινότητα είναι μία μορφή ανυπαρξίας. Καθώς πήγαινε στο μαγαζί του, άνοιγε, έκλεινε και δεν επισκεύαζε τίποτε, τα χρόνια περνούσαν σαν να μην περνάνε. Κι αν τον ρωτούσες κάποια μέρα αν υπάρχει κάτι που θα θέλει να ξαναζήσει από όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν σαν να μην έχουν περάσει, είναι σίγουρο ότι ο κύριος Τάκης θα σου μιλούσε μόνο για εκείνο το καταπληκτικό περιστατικό με την τηλεόραση, που την είχαν αγοράσει πριν να ξεκινήσει να εκπέμπει η κρατική τηλεόραση, και όταν άρχισε να εκπέμπει, χάλασε και δεν είδαν ποτέ.