Λόγω του ότι η Τουρκία επιθυμεί να αποφύγει αυτήν την παραδοχή ήττας, εξακολουθεί να στρέφεται και προς Ανατολάς λ.χ. με νομισματικές συμφωνίες με την Κίνα, προκειμένου να στηριχθεί το τουρκικό νόμισμα. Σημειωτέον ότι αντίστοιχες κινήσεις της Ρωσίας συμβάλλουν πάντως, έστω και μετρίως προς ώραν, στην υποβάθμιση της θέσης του δολαρίου στην τρέχουσα παγκοσμιοποίηση και μακροπρόθεσμα στην επ’ αυτού βασιζόμενη αμερικανική ηγεμονία. Από την άλλη, η νέα «κανονικότητα» σημαίνει ότι η Τουρκία χρειάζεται να επουλώσει τα ανοιχτά τραύματα με τη Γαλλία στο μέτωπο της Λιβύης και με την Ελλάδα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, τα οποία προς το παρόν ο Recep Tayyip Erdoğan διαπραγματεύεται με τις γνωστές αντιφάσεις του μεταξύ αφενός δηλώσεων στην Ατλαντική Σύνοδο και αφετέρου των φιλοπόλεμων ιαχών για εσωτερική κατανάλωση, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του Emmanuel Macron προσπαθεί να εξάρει τη νέα ομοθυμία Γαλλίας και Η.Π.Α.

Η εξωτερική πολιτική των Η.Π.Α. επί Biden συνεχίζει βεβαίως να κινείται σε μια λογική καρότου και μαστίγιου. Παραδόξως, κολακεύεται η μεγαλομανία επέκτασης της Τουρκίας με την αμερικανική πρόταση να συμμετάσχει η Τουρκία στη διαμόρφωση των συνθηκών στο Αφγανιστάν, το οποίο συνάδει με το ερντογανικό αφήγημα του «παντουρανισμού» για μια μεγαλύτερη παρουσία των Τούρκων στην Κεντρική Ασία από την οποία προέρχονται τα τουρκικά φύλα. Είναι εντυπωσιακή υπό αυτό το πρίσμα η ανάθεση στην Τουρκία της ασφάλειας του αεροδρομίου της Καμπούλ, καθώς ακόμη και των ξένων πρεσβειών που βρίσκονται στην αφγανική πρωτεύουσα. Η ενθάρρυνση του παντουρανισμού, δηλαδή της ιδεολογίας ότι η Τουρκία οφείλει να έχει παρουσία σε περιοχές της Κεντρικής Ασίας με πληθυσμούς τουρανικής καταγωγής, δείχνει να είναι win-win ή, μάλλον, «καζάν-καζάν», όπως θα έλεγε ο Τούρκος Πρόεδρος. Η αμερικανική εξωτερική παραδοσιακώς βασίζεται στην ενίσχυση μεταιχμιακών δυνάμεων (buffer zones) μεταξύ ισχυρών αντιπάλων. Ας θυμηθούμε λ.χ. στην Ευρώπη την ενίσχυση της Πολωνίας από τους Αμερικανούς ως ενός buffer state μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας ή στην Ασία της Νότιας Κορέας ως buffer state μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας. Με παρόμοιο τρόπο η τουρκική παρουσία στην Κεντρική Ασία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένας τρίτος ευρασιατικός κρίκος, ήτοι ως ένα καρφί μεταξύ Ρωσίας και Κίνας που μέσω τριβών θα αποξενώνει τις ευρασιατικές δυνάμεις που έχει στοχοποιήσει η Δύση. Ταυτοχρόνως, η κυβέρνηση Biden επιθυμεί πιθανόν να ωθήσει τις φιλοδοξίες της Τουρκίας προς την ασιατική ενδοχώρα με μια ενδεχόμενη εκεί καθήλωση που θα αποθαρρύνει τις περιπέτειές της στη Δύση, όπως λ.χ. στην Ανατολική Μεσόγειο. Εξάλλου, η τουρκική παρουσία στο Αφγανιστάν φέρνει τη γείτονα χώρα σε συγκρουσιακή τροχιά και με το Πακιστάν, δημιουργώντας άλλο ένα ενδο-σουνιτικό μέτωπο, αλλά και με το σιιτικό Ιράν στο οποίο απομένει εντέλει η Ρωσία ως μόνος σύμμαχος. Καθώς όμως το κυρίως υπαρξιακό διακύβευμα για το Ιράν είναι η απόκτηση ή, έστω, η απειλή απόκτησης πυρηνικών, θα συναντά εκεί την αντίδραση ακόμη και του εναπομείναντος συμμάχου, ήτοι μιας Ρωσίας, η οποία δεν θέλει να αμφισβητηθεί το ανήκειν της σε μία ελίτ ελάχιστων δυνάμεων με πυρηνικά όπλα.

Από την άλλη, η κυβέρνηση Biden επανέρχεται μετά από ένα σχετικό διάλειμμα επί Donald Trump στη συνήθη διπλή παρεμβατικότητα με άξονα αφενός των δικαιωματισμό και αφετέρου τον έλεγχο της κάνουλας των χρηματοδοτήσεων. Ως προς το πρώτο, ήταν χαρακτηριστική η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων, η οποία βάζει συμβολικές οριοθετήσεις στο τουρκικό φαντασιακό, χωρίς να έχει, λόγω της επιτηδευμένης διατύπωσης, άμεσες συνέπειες καταστροφικές για τη σύγχρονη Τουρκία. Η τελευταία, εξάλλου, είναι πλέον ευάλωτη λόγω της καταπίεσης των Κούρδων στο εσωτερικό, τη στιγμή μάλιστα που η επιθετική τουρκική εμπλοκή στη Συρία έχει καταστήσει τους εκεί Κούρδους προνομιακούς συμμάχους των Η.Π.Α. σε έναν τουρκικό τζόγο που δεν φαίνεται να κερδίζει μακροπρόθεσμα. Και κατά δεύτερον, ακριβώς αυτός ο «τζόγος» της υπερεπέκτασης των τουρκικών στρατιωτικών εμπλοκών δεν είναι άμοιρος των εσωτερικών οικονομικών προβλημάτων που ενδέχεται να μειώσουν την επιτευχθείσα τα προηγούμενα χρόνια τουρκική ανεξαρτησία μέσω της μέγγενης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Ωστόσο, η προσφιλής πολιτική των κυρώσεων σε περιπτώσεις κρατών με αυταρχικούς εθισμούς ενδέχεται να αποβεί μπούμερανγκ, καθώς αυξάνει τη σύνδεση του κράτους με τις παρακρατικές μαφίες, καθώς και με διεθνή δίκτυα διακίνησης του οργανωμένου εγκλήματος. Και ενώ η γεωπολιτική συζήτηση επικεντρώνει στο προφανές της συμφωνίας Τουρκίας και Ρωσίας για το οπλικό σύστημα αεράμυνας S-400, την οποία θέλει και για συμβολικούς λόγους να παγώσει η Δύση, προκειμένου να πετύχει μία σαφή και ευκόλως τεκμαρτή υποταγή της Τουρκίας, στο βάθος βλέπουμε μια αξιοσημείωτη παρουσία της Τουρκίας στην ανατολική Ευρώπη και το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, όπως στην Ουκρανία και την Πολωνία με τη συνεργασία για τα drones τουρκικής κατασκευής Bayraktar TB2, αλλά και στη φιλοδυτική συμμαχία με τη Γεωργία.

Με τον τρόπο αυτό, η Τουρκία αναδεικνύεται σε ηγέτιδα δύναμη ενός αντιρωσικού αυτή τη φορά (παρά την προηγούμενη συμφωνία για το σύστημα S-400) μεταιχμιακού ευρασιατικού χώρου και δη αυτοπροαιρέτως και αυτοβούλως, χωρίς να επιστρατευτεί για αυτό από τις Η.Π.Α. Με αιχμή μάλιστα οπλικά συστήματα καινοτόμα, όπως τα drones, που αλλάζουν τον τρόπο των μεταμοντέρνων πολέμων και υβριδικών συρράξεων, συχνά ακήρυκτων και διά αντιπροσώπων (proxy wars), την ίδια στιγμή που τα μεγάλα συμβατικά οπλικά συστήματα δημιουργούν απλώς συσχετισμούς ισχύος χωρίς να μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Παράλληλα, η Τουρκία διατηρεί τον χώρο διά του οποίου οι Η.Π.Α. φιλοδοξούν να επιτύχουν μία απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Ο νεοθωμανισμός του Erdoğan στρέφεται, λοιπόν, αφενός στην Κεντρική Ασία και αφετέρου στην Ανατολική Ευρώπη και τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, ενώ αναγκάζεται, προσώρας τουλάχιστον, να οριοθετηθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, ώσπου να αποδείξει τις προθέσεις του για το αν θα προχωρήσει όντως σε σύγκρουση με τις ευρασιατικές δυνάμεις από την πλευρά της Δύσης.